Ο ΜΠΑΓΑΣΑΚΟΣ

ΠΙΝΑΚΑΣ ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΩΝ σύντροφοι ή μια πρώτη απόπειρα επικοινωνίας










Κυριακή 25 Δεκεμβρίου 2011

Χρόνια πολλά σύντροφοι!!!.....παρέα με τον Τεν Τεν τον ξανθομάλλη Βέλγο δημοσιογράφο που συντρόφευσε επάξια τα παιδικά μας χρόνια, κι όχι μόνο!!!

Καλά χριστούγεννα σύντροφοι!!!

Έχουν περάσει περισσότερα από ογδόντα χρόνια από την ημέρα που ο ξανθός Βέλγος δημοσιογράφος με τ’ όνομα Τεν-Τεν και το ατίθασο τσουλούφι του έκανε την εμφάνισή του, γεννημένος στις 10 Ιανουαρίου του 1929 απ’ την πένα του Ζωρζ Ρεμί, γνωστού και ως Ερζέ.
Ο Georges Prosper Remi, 22 Μαίου 1907-  3 Μαρτίου 1983, περισσότερο γνωστός με το ψευδώνυμο Herge, ήταν Βέλγος κομίστας…..Το πιο σημαντικό του έργο, με μεγάλη παγκόσμια αναγνώριση ήταν οι Περιπέτειες του Τεν τεν (Tin Tin)  που έγραφε και εικονογραφούσε από το 1929 μέχρι το θάνατό του…..Με το σχέδιό του καθιέρωσε  το ύφος της λεγόμενης «καθαρής γραμμής» που επηρέασε αρκετούς ακόμα δημιουργούς…..Σύμφωνα με τον κατάλογο Index Translationum της UNESCO, συγκαταλέγεται στους δέκα γαλλόφωνους συγγραφείς με τις περισσότερες μεταφράσεις…..Το 2003 τιμήθηκε με το βραβείο Άισνερ
1. Άνοιξα –όπως ο Αστυνόμος Χαρίτος του Μάρκαρη- το λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας κι έψαξα να βρω τη λέξη «περιπέτεια»……Βρήκα οκτώ διαφορετικές ερμηνείες, απ’ τις οποίες οι επτά είναι συνυφασμένες με δύσκολες καταστάσεις -κινδύνους, μπελάδες, ταλαιπωρίες, δυστυχίες, αναστατώσεις, αγωνίες- και η άλλη γλυκειά –πλην όμως επικίνδυνη από πολλές πλευρές- αφού ερμηνεύει σαν «περιπέτεια» τη σύντομη κι επιφανειακή ερωτική σχέση…..Δεν βρήκα όμως πουθενά  ερμηνεία της «περιπέτειας» σαν μια απλή και συμπαθητική κατάσταση ζωής, πραγμάτων και γεγονότων –εννοείται γεμάτη κινδύνους και αγωνίες- που μας μεταφέρει ευχάριστα και πολλές φορές δημιουργικά, σένα κόσμο πολύ κοντινό, γνώριμο, αλλά παράλληλα μακρινό  και κυρίως παραμυθένιο.
2. Γιατί αυτός είναι ο κόσμος του Τεν-τεν αγαπημένοι μου σύντροφοι…..του Τεν-τεν, του δημοσιογράφου  που μας  διασκέδασε – και γιατί όχι; εξακολουθεί να μας διασκεδάζει-και μας συντρόφευσε στα νιάτα μας…..του παγκόσμια γνωστού χάρτινου ήρωα, που γνώρισε τέτοια επιτυχία μεταπολεμικά ώστε να προκαλέσει την ζήλεια του τότε Γάλλου προέδρου Ντε Γκολ, που δήλωσε χαρακτηριστικά, «Ο μοναδικός διεθνής ανταγωνιστής μου είναι ο Τεν Τεν».
3. Είναι γεγονός σύντροφοι!!!, για πολλούς από μας, ο ρεπόρτερ έχει πάντα μια πλευρά περιπετειώδη και ίσως τυχοδιωκτική –με τη καλή έννοια βέβαια τουλάχιστον στα κόμιξ και τη λογοτεχνία-…..σίγουρα όμως, όχι του παλιανθρώπου, του απατεώνα ή του θεομπαίχτη πολιτικού,  αλλά σαφώς εκείνου που με κάθε τρόπο αναζητά, διασταυρώνει και συνδέει τα γεγονότα με σκοπό την αποκάλυψη της είδησης και κυρίως της αλήθειας.
4. Κάτι τέτοιο είναι κι ο Τεν τεν…..νέος ρεπόρτερ, καθαρός και αγνός, με χαρακτήρα κι αρχές, χωρίς δεύτερες σκέψεις –που ακολουθούν την εμπειρία της ζωής- και κυρίως χωρίς κοινωνικές και πολιτικές εξαρτήσεις…..πάντα το καλό παιδί, πάντα έτοιμος –σαν καλός πρόσκοπος- και υπέρμαχος της ηθικής, της τιμιότητας, της φιλίας, της πίστης σε ιδανικά…..πάντα ορεξάτος κι έτοιμος να ρουφήξει νέα γνώση, αλλά και να εξερευνήσει τον κόσμο…..όμως κυρίως αγαπημένοι μου σύντροφοι ο Τεν τεν –γι αυτό και απόρησα με την ενασχόληση του Σπήλμπεργκ μαζί του- ένα πράγμα δεν υπήρξε ποτέ–κατά τη γνώμη μου- ο Τεν τεν.....ήρωας πολιτικά ορθός!!!
5. Και εξηγούμαι προς τέρψη των απανταχού συντρόφων φίλων του…..ο Ερζέ πρωτοδημιούργησε τον Τεν Τεν για το παιδικό ένθετο της Βέλγικης συντηρητικής καθολικής εφημερίδας «20ος Αιώνας», όταν στην ίδια εφημερίδα δούλευε ένας δημοσιογράφος -και φίλος του-  που μερικά χρόνια  αργότερα θα εξελισσόταν σε θρύλο του εθνικιστικού κινήματος, ο Λεόν Ντεγκρέλ, που είχε πολλές φορές δηλώσει ότι ο Τεν Τεν ήταν εμπνευσμένος από μια φωτογραφία του όταν ήταν είκοσι χρονών…..Και σένα βιβλίο του, το «Τεν Τεν, ο συναγωνιστής μου», που κυκλοφόρησε μετά το θάνατο του, μας πληροφορεί ότι ο Τεν τεν  άρχισε να φοράει τα θρυλικά παντελόνια του γκολφ απ’ την ημέρα που  μπήκε στα γραφεία της εφημερίδας φορώντας παντελόνια του γκολφ, παντελόνια που λάτρευαν και φορούσαν πολύ οι παλιοί Γερμανοί αριστοκράτες. 
6. Η τύχη του Λεόν Ντεγκρέλ  σύντροφοι –του μετέπειτα ηγέτη των Βέλγων «Ρεξιστών και ολόιδιου με τον Τεν τεν στη διπλανή φωτογραφία- είναι λίγο πολύ γνωστή μιας και θεωρήθηκε συνεργάτης των Γερμανών…..Όμως οι «Ρεξιστές» δεν υπήρξαν  ούτε φασίστες, ούτε εθνικοσοσιαλιστές, παρά  μάχιμοι καθολικοί, που ονειρεύονταν μια ηθική και εθνική αναγέννηση με βάση τη κοινωνική διδασκαλία της καθολικής εκκλησίας…..Το πραγματικό τους όνομα ήταν «Κρίστους Ρέη» (βασιλιάς χριστός) και το πήραν απ’ τους «Κριστέρος», τους Μεξικανούς καθολικούς Επαναστάτες.....και λέει ο Ντεγκρέλ για το κόμμα του, «μαχητικά καθολικό, μαχητικά σοσιαλιστικό και μαχητικά αντικομμουνιστικό»…..και είναι γεγονός το ότι απ’ την στιγμή που άρχισε νάχει επαφές με τα φασιστικά κινήματα της Ευρώπης, οι μεγαλοπαπάδες, που μέχρι τότε τον θεωρούσαν την μεγαλύτερη τους  ελπίδα για έναν ριζοσπαστικό καθολικισμό, τον απαρνήθηκαν…..όσο για την συνεργασία του με τους Γερμανούς, αυτή –κατά τη γνώμη μου- είχε μόνο ένα σκοπό, την αναβίωση του κράτους της Βουργουνδίας στα όρια του Κάρολου του Γενναίου (1433-1477)…..και οι πολεμικές του δραστηριότητες στο Ανατολικό Μέτωπο είχαν σχέση απλά με τη βαθειά του πίστη στον μαχητικό καθολικισμό που τον έκανε να θέλει να πολεμήσει ενάντια στην άθεη και κομμουνιστική Σοβιετική Ένωση…..απλά πράγματα!! 

Επειδή όμως –ως συνήθως- παρασύρθηκα και μακρηγόρησα σύντροφοι…..καιρός να επανέλθω τάχιστα στα του Τεν τεν και του δημιουργού του, αφού σας παροτρύνω να επισκεφτείτε την «ΕΥΡΩΠΗ ΤΩΝ ΕΘΝΩΝ» του φίλου μου του Θόδωρου –μια αξιόλογη και μοναχική προσπάθεια- για να διαβάσετε μια φοβερή συνέντευξη του Ντεγκρέλ (για περισσότερα πατήστε εδώ)

7. Καθολικός κι αντικομμουνιστής λοιπόν ο Ντεγκρέλ…..καθολικός κι αντικομμουνιστής κι ο διευθυντής του «20ου  Αιώνα», αββάς Νομπέρ Βαλέζ…..κάπως έτσι ίσως να προέκυψε η πρώτη περιπέτεια του ήρωα μας «Ο Τεν τεν στην χώρα των Σοβιέτ» (1929-30) -περιπέτεια ασπρόμαυρη που δεν κυκλοφόρησε στην πατρίδα μας, αλλά κυκλοφορεί ευρέως στο διαδίκτυο στ΄ Αγγλικά και στα Γαλλικά-, που ο ριψοκίνδυνος κι αγαπημένος μας ρεπόρτερ στέλνεται απ’ το Βερολίνο στην Μόσχα για να καταγράψει τις συνθήκες στις οποίες ζούσαν οι Ρώσοι μέσα στο Σταλινισμό…..Εκεί θ’ ανακαλύψει –λίγο υπερβολικά ίσως για σήμερα- ότι οι μπολσεβίκοι έκλεβαν το ψωμί του λαού, νόθευαν τις εκλογές κι εξαφάνιζαν τους  πολιτικούς τους αντιπάλους…..κι έχει μείνει κλασσική η σκηνή, που τρεις μπολσεβίκοι μένα πιστόλι σε κάθε χέρι ρωτούν, «Όποιος έχει αντίρρηση για την λίστα –των υποψηφίων στις εκλογές- να σηκώσει το χέρι. Ποιος λέει όχι στην λίστα;».....Κι η επιτυχία αυτής της πρώτης περιπέτειας του Τεν Τεν –που κατηγορήθηκε για αντικομμουνισμό, επειδή άσκησε σκληρή  κριτική στο σταλινισμό και για πολλά χρόνια  θεωρήθηκε προϊόν του Ψυχρού πολέμου- ήταν τόσο άμεση…..που όταν ολοκληρώθηκε κι η εφημερίδα διοργάνωσε πάρτι στο σιδηροδρομικό σταθμό, χιλιάδες φίλοι της έδωσαν το παρών, ενώ ένας προσκοπάκος παρίστανε τον Τεν Τεν µε ζελέ στο κεφάλι ώστε να  κρατιέται ψηλά το τσουλουφάκι των ξανθών μαλλιών του ρεπόρτερ.
Κι αυτή η τεράστια επιτυχία σήµανε και τις αναγκαίες συνέχειες!!!
8. Με παρόμοιες παραμέτρους λοιπόν δημιουργήθηκε κι «Ο Τεν Τεν στο Κονγκό» (1930-31), μια περιπέτεια που δείχνει την υποστήριξη του  Ερζέ αλλά και του Βαλέζ στην  αποικιοκρατία του Κονγκό και στα  θετικά αποτελέσματα που είχε για τους μαύρους αυτόχθονες…..κλασική σκηνή το μάθημα ιστορίας στους μαύρους μαθητές, «Αγαπητοί φίλοι, σήμερα θα σας μιλήσω για την πατρίδα σας, το Βέλγιο», μια φράση που αργότερα θεωρήθηκε ρατσιστική κι αποικιοκρατική  κι ανάγκασε τον Ερζέ να την τροποποιήσει…..κι εμφάνισε τον Τεν Τεν να ρωτάει στα μαθηματικά, «Θα αρχίσουμε από την πρόσθεση. Ποιος μπορεί να πει πόσο κάνουν 2+2; Κανείς;»…..όμως κι αυτό θεωρήθηκε ρατσιστικό και πριν από λίγα χρόνια η Βρετανική Επιτροπή Ισότητας απαίτησε να αποσυρθεί από την κυκλοφορία…..άδικα ίσως γιατί κατά τη γνώμη μου το κάθε έργο θα πρέπει να διαβάζεται λαμβάνοντας υπόψη τις κοινωνικές συνθήκες που επικρατούσαν την εποχή που δημιουργήθηκε.
9. Και πιστεύω τελικά ότι «Ο Τεν Τεν στο Κονγκό» δεν είναι μια περιπέτεια ντε και καλά ρατσιστική, απλά προσπαθεί να δείξει τη συμπεριφορά των Βέλγων απέναντι στους μαύρους αυτόχθονες, που τότε μόνο κακόβουλα ρατσιστική δεν ήταν.....Κι αυτό αποδεικνύεται περίτρανα στην επόμενη περιπέτεια, «Ο Τεν Τεν στην Αμερική» (1931-32), που αφενός φαίνεται καθαρά η άποψη του Ερζέ για την Αμερική σαν μια χώρα γκάγκστερ -παρουσιάζει ένα Σικάγο με τα όλα του, μαφία, λαθραία απόσταξη ποτών, πολλούς πυροβολισμούς και βέβαια  τον Αλ Καπόνε-, αλλά και αφετέρου η υποστήριξη του προς τους Ινδιάνους, που ήταν ο λαός που του κλέψαν την γη των προγόνων του....όταν τελικά επιστρέφει στην Ευρώπη, η ανακούφιση του είναι εμφανής.
10. Ο πιο πιστός σύντροφος του Τεν τεν είναι ο  Μιλού ένα λευκότριχο  φοξ τεριέ κι είναι αλήθεια ότι για πολλά χρόνια η σειρά είχε τίτλο «Οι περιπέτειες του Τεν Τεν και του Μιλού».
Σ’ όλες αυτές τις ιστορίες ο ρόλος του Μιλού είναι πολύ σημαντικός μιας κι είναι ο μοναδικός σύντροφος του ήρωα…..Μιλάει με τον Τεντέν, λέει την γνώμη του, διαφωνεί και συμβουλεύει, έχοντας παρόλα αυτά διαφορές στο χαρακτήρα και τάσεις ανεξαρτησίας…..και είναι γεγονός ότι ο Μιλού -αρκετές φορές- πατάει πιο σταθερά στα πόδια του, ενώ ο Τεν Τεν δεν σκέφτεται τίποτα άλλο από την επιτυχία της αποστολής του.....Ο Μιλού υποβαθμίστηκε με την εμφάνιση του καπετάνιου Χάντοκ, παρά την μεγάλη αδυναμία και των δύο στο ουίσκι…..μια αδυναμία που πολλές φορές δυσκολεύει την ζωή του Τεν Τεν.....Και σιγά-σιγά ο Τεν τεν κι ο καπετάνιος άρχισαν να μονοπωλούν το ενδιαφέρον των αναγνωστών…..ο Μιλού όμως πάντα έβρισκε τρόπο να πρωτοστατεί, σε σημείο τέτοιο ώστε όλοι οι εκατομμύρια αναγνώστες-θαυμαστές  του κόμικ να μην πάψουν ποτέ να τον θεωρούν το άλλο μισό του Τεν τεν.
11. Ακολούθησαν «τα πούρα του Φαραώ» (1932-34), μια καταπληκτική περιπέτεια, η τέταρτη στη σειρά, που μπλέκει τον Τεντέν στο δρόμο του Ελληνοαμερικανού μεγιστάνα Ροβέρτου Ρασταπόπουλου,  έναν από τους δευτερεύοντες ήρωες της σειράς, εμπνευσμένο απ’ τον Αριστοτέλη Ωνάση, που πιστώνεται στους κακούς, συχνά δημιουργεί αξεπέραστα εμπόδια στον Τεντέν και είναι ιδιοκτήτης των κινηματογραφικών στούντιο Cosmos Pictures, προκάλυμμα φοβερό για τις παράνομες δραστηριότητες του.....των ανεκδιήγητων και γκαφατζήδων  Ντυπόν Ντυπόν που είναι  χαρακτήρες εμπνευσμένοι κυρίως απ’ τον πατέρα του Ερζέ Αλέξη και το δίδυμο αδελφό του Λεόν, δυο ενθουσιώδεις, ανίκανοι και γκαφατζήδες  δίδυμοι ντετέκτιβς με μοναδική τους διαφορά το σχήμα του μουστακιού τους, κύριο χαρακτηριστικό τους να ντύνονται μς τις τοπικές ενδυμασίες των χωρών που επισκέπτονται για να περνούν δήθεν απαρατήρητοι δημιουργώντας όμως κωμικοτραγικές καταστάσεις και κύρια ενασχόληση τους να συλλαμβάνουν πάντα το λάθος πρόσωπο.....και πολυάριθμων συμμοριών που το μόνο που θέλουν είναι να τον εξοντώσουν για να μην ανακαλύψει το κρησφύγετο των λαθρέμπορων που κρύβεται μέσα στο τάφο του φαραώ.....Τέλος πάντων σύντροφοι, «Τα πούρα του Φαραώ» πρωτοδημοσιεύτηκαν ασπρόμαυρα και σε συνέχειες από τον Δεκέμβριο του 1932 έως τον Αύγουστο του 1934 –ένθετο στη βέλγικη εφημερίδα Le Vingtième Siècle-…..αλλά και με άλλο  τίτλο, «ο Τεντέν στην Ανατολή».....Και είναι γεγονός –κι ίσως και μεγάλη ατυχία- το ότι μεταξύ του ’40 και του ’60 πολλές από τις  πρώτες  περιπέτειες του Τεντέν επανασχεδιάστηκαν, άλλες πολύ κι άλλες λιγότερο…..και είναι επίσης γεγονός το ότι οι διαφορές μεταξύ των δύο εκδόσεων της περιπέτειας «τα Πούρα του Φαραώ» ήταν σημαντικές…..με την έκδοση του ’30 να είναι πιο πολιτική…..ας πούμε ο Πορτογάλος καπετάνιος De Figueira στην έκδοση του '30  ισχυρίζεται ότι έχει εγκαταλείψει την Ευρώπη, λόγω της μεγάλης οικονομικής κρίσης, ενώ στην έκδοση του ’50 ο λόγος είναι απροσδιόριστος…..ή στην έκδοση του 1934, όταν ο Τεντέν επισκέπτεται τη Μέκκα -ιερή πόλη των μουσουλμάνων και απαγορευμένη στους αλλόθρησκους- φοράει βαρύ μακιγιάζ για να καλυφθεί, ενώ το 1955 η πόλη είναι απροσδιόριστη κι ο Τεντέν δεν ασχολείται καν με το μακιγιάζ…..κι άλλες πολλές –και ίσως και κουραστικές- διαφορές και τελικά το γεγονός είναι ότι «Τα πούρα του Φαραώ» ξαναδημοσιεύτηκαν -και αυτή τη μορφή διαβάζουμε σήμερα-  έγχρωμα και αλλαγμένα, το 1955.....Από κει και πέρα ο χαρακτήρας του αιγυπτιολόγου EP Jacobini βασίζεται στον χαρακτήρα του φίλου, συνεργάτη και συνάδελφου του Ερζέ ΕΚ Jacobs  (Edgard Félix Pierre Jacobs, Βέλγος συγγραφέας, κομίστας και καλλιτέχνης, που γεννήθηκε το 1904 και πέθανε το 1987, με πιο γνωστό του έργο τις περιπέτειες του  «Μπλέικ και Μόρτιμερ»). Διάβασα ότι στην έκδοση του 1934 ο αιγυπτιολόγος λεγόταν Carnaval, μια φοβερή αναφορά του Ερζέ στο Λόρδο Carnarvon (George Edward Stanhope Molyneux Herbert, 1866 - 1923) που  έγινε γνωστός σαν χρηματοδότης  του Howard Carter (Άγγλος αρχαιολόγος και αιγυπτιολόγος 1874-1939) στην αναζήτηση, στην ανασκαφή και στην ανακάλυψη του τάφου του Τουταγχαμών στην κοιλάδα των Βασιλέων.....Τέλος ο χαρακτήρας του καπετάνιου-λαθρέμπορου που μαζεύει τον Τεντέν και τον Μιλού στην Ερυθρά θάλασσα βασίζεται στο χαρακτήρα του Γάλλου τυχοδιώκτη και συγγραφέα Henry de Monfreid (1879-1974). 
12. Ενα κρυπτογραφημένο μήνυμα στο τηλέγραφο του Τεν τεν γίνεται  η αφορμή για ένα μεγάλο ταξίδι στη Σαγκάη…..ταξίδι γεμάτο κινδύνους για τη ζωή του και σωτήριες επεμβάσεις  προστασίας από άγνωστους κινέζους, που δεν καλόβλεπαν  την παρουσία των Γιαπωνέζων στην πατρίδα τους…..κι όλ’ αυτά μπλέκονται με το εμπόριο οπίου, με παλιούς γνώριμους του Τεν τεν και συνθέτουν μια άκρως ενδιαφέρουσα περιπέτεια…..
.....τον «Μπλε Λωτό» (1934-35), που ουσιαστικά ο Ερζέ περιγράφει την εισβολή των Ιαπώνων στην Μαντζουρία και παίρνει το μέρος των Κινέζων…..Και είναι γεγονός, ότι εξαιτίας του έργου αυτού, ο εθνικιστής ηγέτης της Κίνας Τσάνγκ Κάι Σεκ κάλεσε τον Ερζέ στην Κίνα, ένα ταξίδι που λόγω του πολέμου δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ.
Στον «Μπλε Λωτό» συνεργάστηκε έκτακτα ένας καλός φίλος του Ερζέ, ο Tchang Tchong-Jen, πιο γνωστός ως Τσανγκ, που ήταν και η βασική  πηγή έμπνευσης για τη δημιουργία του μικρού ήρωα που σώζει δυο φορές ο Τεν τεν, στον «Μπλε Λωτό» αλλά  κι αργότερα στο «Ο Τεν τεν στο Θιβέτ»…..Γνωρίστηκαν  το 1931 στην Ακαδημία Καλών Τεχνών των Βρυξελλών, όταν ο Ερζέ  σπούδαζε ζωγραφική κι ο Τσανγκ γλυπτική…..Ο Τσανγκ έγινε τεχνικός σύμβουλος στη δημιουργία του «Μπλε Λωτού» κι έδωσε  στον Ερζέ χρήσιμα στοιχεία και πληροφορίες για τη  Σανγκάη  στα χρόνια του '30.....τα πολιτικά παιχνίδια των Ευρωπαίων, τις φωλιές των κατασκόπων, τον πόλεμο του οπίου και πολλά ακόμα που συναντάμε στον «Μπλε Λωτό»…..κι όχι μόνο!!!.....ανέλαβε να σχεδιάσει τα καλλιγραφικά ιδεογράμματα, τις ταμπέλες των δρόμων κι άλλα στοιχεία του ντεκόρ, προσφέροντας ουσιαστικά  μια σφραγίδα εντυπωσιακής γνησιότητας στις εικόνες του κόμικς.
13. Και είμαι σχεδόν σίγουρος σύντροφοι, ότι όταν τον Ιανουάριο του 1929 ο Ερζέ εμπνεύστηκε τον Τεν τεν  δεν πέρναγε καν απ’ το μυαλό του το ότι, στα χρόνια που θ' ακολουθούσαν, οι περιπέτειες του ήρωα του θα έκαναν τέτοιο πάταγο και θα προκαλούσαν τέτοια εντύπωση, ώστε να φτάσουν στο σημείο να μεταφραστούν σε περισσότερες από εκατό γλώσσες και να πουλήσουν περισσότερα από διακόσια πενήντα εκατομμύρια αντίτυπα παγκόσμια…..είμαι όμως απόλυτα σίγουρος για το ότι ο Ερζέ ποτέ δεν υπήρξε σαφής για την προέλευση του ονόματος του ήρωα του…..κάποιοι σήμερα -μελετητές του έργου του- υποστηρίζουν ότι μπορεί να προέρχεται απ’ την παρήχηση του Totor -ενός χάρτινου ήρωά που προυπήρχε του Τεν τεν-, ή απ’ το υποκοριστικό των γαλλικών ονομάτων Martin (Μαρτίνος), Corentin (Κοραντίνος) και Augustine (Αυγουστίνος).....όμως πάλι ξεφέυγω!!!.....κι επανέχομαι τάχιστα!!!
14. Μια παράξενη κλοπή στο εθνολογικό μουσείο των Βρυξελλών έμπλεξε  τον Τεν τεν -δια χειρός Ερζέ- στην έκτη του περιπέτεια, «το σπασμένο αυτί» (1935-37)....όταν τα ίχνη  ενός κλεμμένου ειδώλου τον οδηγούν στη νότιο Αμερική…..και στη δημιουργία μιας ακόμα φοβερής ιστορίας, που θα βρεθεί ανάμεσα σε αντιμαχόμενα πυρά, θα γίνει συνταγματάρχης, αλλά θ’ αντιμετωπίσει  και το εκτελεστικό απόσπασμα. 
«Το σπασμένο αυτί» διαδραματίζεται στην φανταστική δικτατορία της νότιας Αμερικής, Άγιοι Θόδωροι και δίνει μια φοβερή ευκαιρία στον Ερζέ ν’ απεικονίσει να συμβολίσει και να υπονοήσει πράγματα και καταστάσεις της δεκαετίας του ’30…..Αρχικά ονόμασε  «Gran Chapo War» τη σύγκρουση   μεταξύ του Αγίου Θεοδώρου με το γειτονικό του κράτος Nuevo-Ρίκο, ονομασία που αποτελεί σαφέστατη αναφορά  στον πόλεμο Βολιβίας Παραγουάης (1932-35) που έμεινε γνωστός με τ’ όνομα «Gran Chaco»…..Οι πετρελαϊκές εταιρείες έχουν τη τιμητική τους στην ιστορία…..και για να μη ξεχνιόμαστε η Shell Oil ήταν αυτή που προκάλεσε το «Gran Chaco» υποστηρίζοντας την  Παραγουάη με σκοπό  να πάρει στα χέρια της τις πετρελαιοπηγές…..την ίδια άποψη εκφράζει κι ο «κακός» της ιστορίας, ο σκιώδης  πετρελαιάς επιχειρηματίας Τρίκλερ που προσπαθεί  ανεπιτυχώς να δωροδοκήσει τον  Τεν τεν, να αμαυρώσει τη φήμη και την αξιοπιστία του και να τον σκοτώσει….. Ο χαρακτήρας του έμπορου όπλων Βασίλη Bazarov, που πουλάει όπλα και στις δύο πλευρές, βασίζεται στην πραγματική ζωή του Βασίλη Zaharoff  (περιβόητος έμπορος όπλων που γεννήθηκε το 1849 και πέθανε στο Μονακό το 1936)….Ο Bazarov  εργάζεται για την «Korrupt», ένα λογοπαίγνιο για την γερμανική εταιρεία κατασκευής όπλων Krupp, αλλά και για τη διαφθορά κι έχει ιδιωτικό αεροπλάνο…..σχόλιο φοβερό μιας και τ’   αεροπορικά ταξίδια στη δεκαετία του ‘30 ήταν στο ξεκίνημά τους  κι εξαιρετικά ακριβά  και μόνο οι πολύ πλούσιοι -όπως ένας έμπορος όπλων-  θα μπορούσαν ν’ απολαύσουν την πολυτέλεια ενός δικού  τους αεροσκάφους.

Κάθε καλοκαίρι σύντροφοι –τα τελευταία καλοκαίρια τη βγάζω στα Χανιά- γουστάρω  να ξεκουράζομαι ρεμβάζοντας, τσιπουροπίνοντας  και διαβάζοντας κόμικς στις παραλίες…..ξεφυλλίζω και περιεργάζομαι τις σελίδες τους  προσπαθώντας να ξαναφέρω στη μνήμη μου  την ανεμελιά των ατέλειωτων καλοκαιριών των παιδικών μου χρόνων…..και δραπετεύοντας  στο παρελθόν παρατηρώ ταυτόχρονα  την πανέμορφη  θέα που έχω αντίκρυ μου…..Κι ενώ οι εποχές αλλάζουν, η περιοχή παραμένει αναλλοίωτη ενισχύοντας την ψευδαίσθηση του παγωμένου χρόνου.
Αυτή είναι η μαγεία των κόμικς!!!
Πω, πω, πω!!! ξέφυγα πάλι.....επανέρχομαι!!!

15. Όλες οι προσγειώσεις αεροπλάνων σύντροφοι, σίγουρα  δεν είναι ίδιες, ιδίως αυτές που καταλήγουν σε συντριβή…..όμως πάντοτε ο ήρωας μας –ο Τεν τεν- όταν βρίσκεται ακόμα και τυχαία μάρτυρας σε μια τέτοια πτώση έχει την τάση να μπλέκει σε μια νέα περιπέτεια.
Ένα μυστηριώδες αεροπλάνο λοιπόν βάζει τον Τεν τεν για πρώτη φορά στα ίχνη του γιατρού  Μίλερ που  διευθύνει ένα πρωτότυπο φρενοκομείο στο οποίο  οι τρόφιμοι δεν είναι απαραίτητα παράφρονες…..κάπως έτσι ξεκινάει η έβδομη περιπέτεια του, «το μαύρο νησί» (1937-38).....στην οποία ο Τεν τεν επισκέπτεται τη Σκωτία καταδιώκοντας το γιατρό και ψάχνοντας απαντήσεις…..που θα βρεθούν στα ερείπια του κάστρου Μπεν Μορ στο μαύρο νησί που η ομίχλη του καλύπτει σημεία και τέρατα…..παραχαράκτες κακοποιούς, μηχανές που κόβουν χρήμα κι έναν παράταιρο γορίλα, ένα κτήνος που ζει εκεί, απειλή για όποιον πλησιάζει …..Όμως αυτή η καλά οργανωμένη επιχείρηση παραχαρακτών είδε σιγά σιγά το τέλος της απ’ τη στιγμή που πάτησε το πόδι του ο Τεν τεν -πριν από πάρα πολλά χρόνια προσπαθώντας ακόμη να οικοδομήσει τον μύθο του- στο άντρο της, στο μυστηριώδες μαύρο νησί.

«Το μαύρο νησί» είναι η μοναδική περιπέτεια του Τεν τεν που εκδόθηκε τρεις φορές στα Γαλλικά με αρκετές τροποποιήσεις τη κάθε φορά…..πρωτοεκδόθηκε ασπρόμαυρο και σε συνέχειες –ένθετο στην εφημερίδα- από τις 15 Απριλίου 1937 έως τις 16 Ιουνίου 1938 και περιέχει πολλές σκηνές που καταργήθηκαν ή τροποποιήθηκαν στις μεταγενέστερες εκδόσεις (ας πούμε ο Τεν τεν παίρνει το τραίνο απ’ τις Βρυξέλλες το 1937 ενώ το 1966 απ’ την Κολωνία)…..η δεύτερη του έκδοση πραγματοποιήθηκε στη δίνη του Β’ ΠΠ , το 1943 έγχρωμη και σε μορφή βιβλίου, αλλά η ιστορία περιορίστηκε σε εξήντα δύο σελίδες –έναντι της αρχικής που ήταν εκατόν είκοσι σελίδες-εξαιτίας της έλλειψης χαρτιού και με ελάχιστες αναφορές στο Λονδίνο για ευνόητους λόγους…..«Το μαύρο νησί» εκδόθηκε ξανά το 1966, αυτή τη φορά και στα Αγγλικά, μια έκδοση εντελώς διαφορετική απ’ τις προηγούμενες –κι αυτή που κυκλοφορεί και διαβάζεται έως σήμερα- μιας κι αφενός απεικονίζει τη Βρετανία με μεγάλη ακρίβεια, αλλά κι αφετέρου είναι πλήρως ανανεωμένη και διαδραματίζεται στα χρόνια του ’60. Αυτό οφείλεται κυρίως στον βοηθό του Ερζέ, Bob de Moor (ψευδώνυμο του κομίστα Robert Frans Marie de Moor Αμβέρσα, 20 Δεκεμβρίου 1925 – Βρυξέλλες, 26 Αυγούστου 1992, που συνεργάστηκε με τον Ερζέ σε αρκετές ιστορίες του Τεν τεν) που στάλθηκε στη Βρετανία και συγκέντρωσε υλικό και φωτογραφίες για την ενημέρωση και την ανανέωση της έκδοσης…..μιας έκδοσης που τελικά δέχτηκε σκληρή επίθεση απ’ τους κριτικούς που την παρουσίασαν σαν μια άλλη ιστορία χωρίς κανένα νόημα.
.

Τρίτη 20 Δεκεμβρίου 2011

Πλησιάζουν ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ σύντροφοι!!!.....υπάρχει καλύτερος τρόπος να γιορτάσεις, έξω απ’ τον Παπαδιαμάντη; Τον κοσμοκαλόγηρο της λογοτεχνίας μας;…..μικρό αφιέρωμα στον κυρ’ Αλέξανδρο λοιπόν, και ξεκινάμε με το…..”ΧΡΙΣΤΟΨΩΜΟ”…..χρόνια πολλά σύντροφοι!!!

Αυτές τις γιορτινές μέρες αγαπημένοι μου σύντροφοι ο νους μου πάει στον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, κυρίως για δυο λόγους…..Ο ένας είναι γιατί φέτος -μάλλον καλύτερα πέρσι μιας και το 2011 μας αφήνει χρόνους σιγά-σιγά- συμπληρώθηκαν εκατό χρόνια απ’ τον θάνατό του και ο άλλος γιατί θυμάμαι τον συγχωρεμένο τον πατέρα μου που –καθιερώνοντας το σαν οικογενειακή παράδοση- αυτές  τις χρονιάρες μέρες πάντα διάβαζε -και μου διάβαζε- κάποιο απ’ τα «Χριστουγεννιάτικα Διηγήματά» του Παπαδιαμάντη.....κι είναι αλήθεια ότι στο συγκεκριμένο θέμα τον μιμήθηκα –μ’ επιτυχία ευτυχώς-  όταν απόκτησα τα δικά μου παιδιά και θα τολμήσω –αν ζω- να το επαναλάβω και στα εγγόνια μου. Όμως αυτά είναι άλλη ιστορία!!!.....επανέρχομαι!!!
Κι όπως είναι φυσικό –γιατί να κρυβόμαστε άλλωστε;- αυτή την επέτειο την αγνόησε παντελώς  το υπουργείο Πολιτισμού –πολιτισμού στα χαρτιά τουλάχιστον-  όπως είχε παραλείψει πριν από μια δεκαετία να γιορτάσει και να τιμήσει τα εκατόν πενήντα χρόνια απ’  τη γέννηση του μεγάλου Σκιαθίτη…..τότε σύντροφοι είχε  ανακηρύξει  το 2001 «έτος Εμπειρίκου» για τα εκατό χρόνια απ’  τη γέννησή του…..έλα όμως που το 2001 έγινε  ουσιαστικά -από πλευράς εκδόσεων κι εκδηλώσεων- έτος Παπαδιαμάντη,  
Έτσι και φέτος σύντροφοι, ενώ η χρονιά ανακηρύχθηκε απ’ υπουργείο Πολιτισμού «έτος Ελύτη» με την ευκαιρία της συμπλήρωσης εκατό χρόνων απ’ τη γέννηση του ποιητή του «Άξιον εστί», η πατρίδα μας ουσιαστικά γιόρτασε και θυμήθηκε πάλι τον Παπαδιαμάντη…..κι αυτό από μόνο του εί φυσικό, αφού κι ο ίδιος ο Ελύτης γράφει, «Όταν βρίσκεστε σε δύσκολες στιγμές, αδελφοί, μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό, μνημονεύετε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη…..».
Και γράφει ο Παλαμάς για τον κυρ’ Αλέξανδρο, «δίνει την άϋλη χαρά της τέχνης…..ένα περιβόλι είναι ο κόσμος που μας παρουσιάζει στις ιστορίες του…..Παντού τα συγκεκριμένα και τα χειροπιαστά, ζωγραφιές των πραγμάτων, όχι άρθρα…..Πρόσωπα, όχι δόγματα. Εικόνες, όχι φράσεις. Κουβέντες, όχι κηρύγματα. Διηγήματα, όχι αγορεύσεις».  Ανεπίτρεπτη και απαράδεκτη λοιπόν αγαπημένοι μου σύντροφοι η αγνόηση της Πολιτείας προς τον Παπαδιαμάντη, έναν μεγάλο, πεζογράφο και λαογράφο.
Εμείς θα γιορτάσουμε και θα πανηγυρίσουμε μαζί του την ελπίδα των Χριστουγέννων, θα τον θυμηθούμε, θα τον προτείνουμε ανεπιφύλακτα…..και καλή ανάγνωση σύντροφοι!!!
Χρόνια πολλά!!!


Το Χριστόψωμο είναι ένα πανέμοφρο και πανάρχαιο  Ελληνικό έθιμο, με ρίζες στα ιερά ψωμιά της αρχαιότητας, αποτελεί το βασικό ψωμί των Χριστουγέννων κι είναι ένα μεγάλο, κυρίως στρογγυλό, ειδικά ζυμωμένο ψωμί, στολισμένο πλούσια και περίτεχνα με λογής-λογής κεντήματα «κεντίδια» ή «πλουμίδια» όπως ονομάζονται…..Κι αυτά τα στολίδια δεν είναι τυχαία κι επιπόλαια, αλλά σεβαστά σχήματα που συμβολίζουν τον καημό και τα όνειρα της ελληνικής αγροτιάς.
Αυτό το ψωμί αφιερώνει η Ελληνική οικογένεια με ευλάβεια στη γέννηση του Χριστού, ελπίζοντας  να μεταβάλει τα «πλουμίδια» σε μια ευλογημένη πραγμάτωση.....Στις μέρες μας το Χριστόψωμο φτιάχνεται  από λίγες παραδοσιακές νοικοκυρές…..κι άμα τις βρεις, σφύρα μου νάρθω!!!



Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ΤΟ ΧΡΙΣΤΟΨΩΜΟ
Πρωτοδημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Εφημερίς» στις 26 Δεκεμβρίου του 1887
Μεταξύ των πολλών δημωδών τύπων, τους οποίους θα έχωσι να εκμεταλλευθώσιν οι μέλλοντες διηγηματογράφοι μας, διαπρεπή κατέχει θέσιν η κακή πενθερά, ως και η κακή μητρυιά. Περί μητρυιάς άλλωστε θα αποπειραθώ να διαλάβω τινά, προς εποικοδόμησιν των αναγνωστών μου. Περί μιας κακής πενθεράς σήμερον ο λόγος.  

Εις τι έπταιεν η ατυχής νέα Διαλεχτή, ούτως ωνομάζετο, θυγάτηρ του Κασσανδρέως μπάρμπα Μανώλη, μεταναστεύσαντος κατά την Ελληνικήν Επανάστασιν εις μίαν των νήσων του Αιγαίου. Εις τι έπταιεν αν ήτο στείρα και άτεκνος; Είχε νυμφευθή προ επταετίας, έκτοτε δις μετέβη εις τα λουτρά της Αιδηψού, πεντάκις τής έδωκαν να πίη διάφορα τελεσιουργά βότανα, εις μάτην, η γη έμενεν άγονος. Δύο ή τρεις γύφτισσαι τής έδωκαν να φορέση περίαπτα θαυματουργά περί τας μασχάλας, ειπούσαι αυτή, ότι τούτο ήτο το μόνον μέσον, όπως γεννήση, και μάλιστα υιόν. Τέλος καλόγηρός τις Σιναΐτης τη εδώρησεν ηγιασμένον κομβολόγιον, ειπών αυτή να το βαπτίζη και να πίνη το ύδωρ. Τα πάντα μάταια.
Επί τέλους με την απελπισίαν ήλθε και η ανάπαυσις της συνειδήσεως, και δεν ενόμιζεν εαυτήν ένοχον. Το αυτό όμως δεν εφρόνει και η γραία Καντάκαινα, η πενθερά της, ήτις επέρριπτεν εις την νύμφην αυτής το σφάλμα της μη αποκτήσεως εγγόνου διά το γήρας της.
Είναι αληθές, ότι ο σύζυγος της Διαλεχτής ήτο το μόνον τέκνον της γραίας ταύτης, και ούτος δε συνεμερίζετο την πρόληψιν της μητρός του εναντίον της συμβίας αυτού. Αν δεν τω εγέννα η σύζυγός του, η γενεά εχάνετο. Περίεργον, δε, ότι πας Ελλην της εποχής μας ιερώτατον θεωρεί χρέος και υπερτάτην ανάγκην την διαιώνισιν του γένους του.
Εκάστοτε, οσάκις ο υιός της επέστρεφεν εκ του ταξιδίου του, διότι είχε βρατσέραν, και ήτο τολμηρότατος εις την ακτοπλοΐαν, η γραία Καντάκαινα ήρχετο εις προϋπάντησιν αυτού, τον ωδήγει εις τον οικίσκον της, τον εδιάβαζε, τον εκατήχει, του έβαζε μαναφούκια, και ούτω τον προέπεμπε παρά τη γυναικί αυτού. Και δεν έλεγε τα ελαττώματά της, αλλά τα αυγάτιζε, δεν ήτο μόνο «μαρμάρα», τουτέστι στείρα η νύμφη της, τούτο δεν ήρκει, αλλ' ήτο άπαστρη, απασσάλωτη, ξετσίπωτη κλπ. Ολα τα είχεν, «η ποίσα, η δείξα, η άκληρη».
Ο καπετάν Καντάκης, φλομωμένος, θαλασσοπνιγμένος, τα ήκουεν όλα αυτά, η φαντασία του εφούσκωνεν, εξερχόμενος είτα συνήντα τους συναδέλφους του ναυτικούς, ήρχιζαν τα καλώς ώρισες, καλώς σας ηύρα, έπινεν επτά ή οκτώ ρώμια, και με τριπλήν σκοτοδίνην, την εκ της θαλάσσης, την εκ της γυναικείας διαβολής και την εκ των ποτών, εισήρχετο οίκαδε και βάρβαροι σκηναί συνέβαινον τότε μεταξύ αυτού και της συζύγου του.
Ούτως είχον τα πράγματα μέχρι της παραμονής των Χριστουγέννων του έτους 186... Ο καπετάν Καντάκης προ πέντε ημερών είχε πλεύσει με την βρατσέραν του εις την απέναντι νήσον με φορτίον αμνών και ερίφων, και ήλπιζεν, ότι θα εώρταζε τα Χριστούγεννα εις την οικίαν του. Αλλά τον λογαριασμόν τον έκαμνεν άνευ του ξενοδόχου, δηλ. άνευ του Βορρά, όστις εφύσησεν αιφνιδίως άγριος και έκλεισαν όλα τα πλοία εις τους όρμους, όπου ευρέθησαν. Είπομεν όμως, ότι ο καπετάν Καντάκης ήτο τολμηρός περί την ακτοπλοΐαν. Περί την εσπέραν της παραμονής των Χριστουγέννων ο άνεμος εμετριάσθη ολίγον, αλλ' ουχ ήττον εξηκολούθει να πνέη. Το μεσονύκτιον πάλιν εδυνάμωσε.
Τινές ναυτικοί εν τη αγορά εστοιχημάτιζον, ότι, αφού κατέπεσεν ο Βορράς, ο καπετάν Καντάκης θα έφθανε περί το μεσονύκτιον. Η σύζυγός του όμως δεν ήτο εκεί να τους ακούση και δεν τον επερίμενεν. Αύτη εδέχθη μόνο περί την εσπέραν την επίσκεψιν της πενθεράς της, ασυνήθως φιλόφρονος και μηδιώσης, ήτις τη ευχήθη το απαραίτητον «καλό δέξιμο», και διά χιλιοστήν φορά το στερεότυπον «μ' έναν καλό γυιό».
Και ου μόνον, τούτο, αλλά τη προσέφερε και εν χριστόψωμο.
- Το ζύμωσα μοναχή μου, είπεν η θειά Καντάκαινα, με γεια να το φας.
- Θα το φυλάξω ως τα Φώτα, διά ν' αγιασθή, παρετήρησεν η νύμφη.
- Οχι, όχι, είπε μετ' αλλοκότου σπουδής η γραία, το δικό της φυλάει η κάθε μια νοικοκυρά διά τα Φώτα, το πεσκέσι τρώγεται.
- Καλά, απήντησεν ηρέμα η Διαλεχτή, του λόγου σου ξέρεις καλλίτερα.
Η Διαλεχτή ήτο αγαθωτάτης ψυχής νέα, ουδέποτε ηδύνατο να φαντασθή ή να υποπτεύση κακό τι.
«Πώς τώπαθε η πεθερά μου και μου έφερε χριστόψωμο», είπε μόνον καθ' εαυτήν, και αφού απήλθεν η γραία εκλείσθη εις την οικίαν της και εκοιμήθη μετά τινος δεκαετούς παιδίσκης γειτονοπούλας, ήτις τη έκανε συντροφίαν, οσάκις έλειπεν ο σύζυγός της. Η Διαλεχτή εκοιμήθη πολύ ενωρίς, διότι σκοπόν είχε να υπάγη εις την εκκλησίαν περί το μεσονύκτιον. Ο ναός δε του Αγίου Νικολάου μόλις απείχε πεντήκοντα βήματα από της οικίας της.
Περί το μεσονύκτιον εσήμαναν παρατεταμένως οι κώδωνες. Η Διαλεχτή ηγέρθη, ενεδύθη και απήλθεν εις την εκκλησίαν. Η παρακοιμωμένη αυτή κόρη ήτο συμπεφωνημένον, ότι μόνον μέχρι ου σημάνη ο όρθρος θα έμενε μετ' αυτής, όθεν αφυπνίσασα αυτήν την ωδήγησε πλησίον των αδελφών της. Αι δύο οικίαι εχωρίζοντο διά τοίχου κοινού.
Η Διαλεχτή ανήλθεν εις τον γυναικωνίτην του ναού, αλλά μόλις παρήλθεν ημίσεια ώρα και γυνή τις πτωχή και χωλή δυστυχής, ήτις υπηρέτει ως νεωκόρος της εκκλησίας, ελθούσα τη λέγει εις το ους.
- Δόσε μου το κλειδί, ήλθε ο άντρας σου.
- Ο άντρας μου! ανεφώνησεν η Διαλεχτή έκπληκτος.
Και αντί να δώση το κλειδί έσπευσε να καταβή η ιδία.
Ελθούσα εις την κλίμακα της οικίας, βλέπει τον σύζυγόν της κατάβρεκτον, αποστάζοντα ύδωρ και αφρόν.
- Είμαι μισοπνιγμένος, είπε μορμυρίζων ούτος, αλλά δεν είναι τίποτε. Αντί να το ρίξωμε έξω, το καθίσαμε στα ρηχά.
- Πέσατε έξω; ανέκραξεν η Διαλεχτή.
- Οχι, δεν είναι σου λέω τίποτε. Η βρατσέρα είναι σίγουρη, με δυο άγκουρες αραγμένη και καθισμένη.
- Θέλεις ν' ανάψω φωτιά;
- Αναψε και δόσε μου ν' αλλάξω.
Η Διαλεχτή εξήγαγε εκ του κιβωτίου ενδύματα διά τον σύζυγόν της και ήναψε πυρ.
- Θέλεις κανένα ζεστό;
- Δεν μ' ωφελεί εμένα το ζεστό, είπεν ο καπετάν Καντάκης. Κρασί να βγάλης.
Η Διαλεχτή εξήγαγεν εκ του βαρελίου οίνον.
- Πώς δεν εφρόντισες να μαγειρεύσης τίποτε; είπε γογγύζων ο ναυτικός.
- Δεν σ' επερίμενα απόψε, απήντησε μετά ταπεινότητος η Διαλεχτή. Κρέας επήρα. Θέλεις να σου ψήσω πριζόλα;
- Βάλε, στα κάρβουνα, και πήγαινε συ στην εκκλησιά σου, είπεν ο καπετάν Καντάκης. Θα έλθω κι εγώ σε λίγο.
Η Διαλεχτή έθεσε το κρέας επί της ανθρακιάς, ήτις εσχηματίσθη ήδη, και ητοιμάζετο να υπακούση εις την διαταγήν του συζύγου της, ήτις ήτο και ιδική της επιθυμία, διότι ήθελε να κοινωνήση. Σημειωτέον ότι την φράσιν «πήγαινε συ στην εκκλησιά σου» έβαψεν ο Καντάκης διά στρυφνής χροιάς.
- Η μάννα μου δε θα τώμαθε βέβαια ότι ήλθα, παρετήρησεν αύθις ο Καντάκης.
- Εκείνη είναι στην ενορία της, απήντησεν η Διαλεχτή. Θέλεις να της παραγγείλω;
- Παράγγειλέ της να έλθη το πρωί.
Η Διαλεχτή εξήλθεν. Ο Καντάκης την ανεκάλεσεν αίφνης.
- Μα τώρα είναι τρόπος να πας εσύ στην εκκλησιά, και να με αφήσεις μόνον;
- Να μεταλάβω κι έρχομαι, απήντησεν η γυνή.
Ο Καντάκης δεν ετόλμησε ν' αντείπη τι, διότι η απάντησις θα ήτο βλασφημία. Ουχ ήττον όμως την βλασφημίαν ενδιαθέτως την επρόφερεν.
Η Διαλεχτή εφρόντισε να στείλη αγγελιοφόρον προς την πενθεράν της, ένα δωδεκαετή παίδα της αυτής εκείνης γειτονικής οικογενείας, ης η θυγάτηρ εκοιμήθη αφ' εσπέρας πλησίον της, και επέστρεψεν εις τον ναόν.
Ο Καντάκης, όστις επείνα τρομερά, ήρχισε να καταβροχθίζη την πριζόλαν. Καθήμενος οκλαδόν παρά την εστίαν, εβαρύνετο να σηκωθή και ν' ανοίξη το ερμάρι διά να λάβη άρτον, αλλ' αριστερόθεν αυτού υπεράνω της εστίας επί μικρού σανιδώματος ευρίσκετο το Χριστόψωμον εκείνο, το δώρον της μητρός του προς την νύμφην αυτής. Το έφθασε και το έφαγεν ολόκληρον σχεδόν μετά του οπτού κρέατος.

*********

Περί την αυγήν, η Διαλεχτή επέστρεψεν εκ του ναού, αλλ' εύρε την πενθεράν της περιβάλλουσαν διά της ωλένης το μέτωπον του υιού αυτής και γοερώς θρηνούσαν.
Ελθούσα αύτη προ ολίγων στιγμών τον εύρε κοκκαλωμένον και άπνουν. Επάρασα τους οφθαλμούς, παρετήρησε την απουσίαν του Χριστοψώμου από του σανιδώματος της εστίας, και αμέσως ενόησε τα πάντα. Ο Καντάκης έφαγε το φαρμακωμένο χριστόψωμο, το οποίον η γραία στρίγλα είχε παρασκευάσει διά την νύμφην της.
Ιατροί επιστήμονες δεν υπήρχον εν τη μικρά νήσω. ουδεμία νεκροψία ενεργήθη. Ενομίσθη, ότι ο θάνατος προήλθεν εκ παγώματος συνεπεία του ναυαγίου. Μόνη η γραία Καντάκαινα ήξευρε το αίτιον του θανάτου. Σημειωτέον, ότι η γραία, συναισθανθείσα και αυτή το έγκλημά της, δεν εμέμφθη την νύμφην της. Αλλά τουναντίον την υπερήσπισε κατά της κακολογίας άλλων.
Εάν έζησε και άλλα κατόπιν Χριστούγεννα, η άστοργος πενθερά και ακουσία παιδοκτόνος, δε θα ήτο πολύ ευτυχής εις το γήρας της.


Λίγα ακροτελεύτια για το «Χριστόψωμο»…..ή μήπως καλύτερα για το «φαρμακωμένο ψωμί» ;
Τυπικά «Το Χριστόψωμο» αγαπημένοι μου σύντροφοι, «διήγημα πρωτότυπον» σύμφωνα με τον Παπαδιαμάντη κι ένα απ’ τα χριστουγεννιάτικα διηγήματα του, ενώ εκμεταλλεύεται το εορταστικό κλίμα, δεν έχει τίποτε το γιορτινό και τίποτε το φωτεινό. Απεναντίας, είναι τελείως διαφορετικό μιας και κατευθείαν κι απότομα  σε μεταφέρει απ’ τον Xριστό - άρτο της ζωής (Ευαγγελιστής Ιωάννης) στο Χριστόψωμο - όπλο του θανάτου. Ιδέα φοβερή –και σίγουρα όχι βλάσφημη- κατά τη γνώμη μου σύντροφοι –και μάλιστα από έναν βαθύτατα και επίμονα θρησκευόμενο άνθρωπο- πάνω στη θεία γέννηση να συμβαίνει ένα θανατικό και μάλιστα με όπλο ένα από τα σύμβολα του ταυτισμένου με τη ζωή χριστού.
Καλά Χριστούγεννα!!!

Τρίτη 6 Δεκεμβρίου 2011

Ένα μικρό λογοτεχνικό αφιέρωμα του ΜΠΑΓΑΣΑ στο ΕΠΟΣ του '40.....Αχιλλέα Κύρου "Ο Κοσμάς απ' την Πίνδο"

Είναι μεγάλη η συγκίνηση που αισθάνονται όλοι οι συμπατριώτες μας, όταν θυμούνται στιγμές απ’ τα μεγαλειώδη γεγονότα του ’40, που επισφράγισαν με ανεξίτηλη δόξα την ιστορική πορεία του Έθνους μας. 
Το Ελληνικό Έθνος αισθάνεται περήφανο για το μεγάλο ΟΧΙ της 28ης Οκτωβρίου του 1940, που αποτέλεσε την αρχή μιας εκστρατείας που όλοι σήμερα την ονομάζουν «Έπος», που κάλυψε ένα ένδοξο μέρος της Ελληνικής ιστορίας και που περιέχει σε αφθονία τα δύο στοιχεία που συνθέτουν -σε γενικές γραμμές- την ιστορία…..τα γεγονότα και το άρωμα της εποχής. Και τα γεγονότα έχουν καταγραφεί από ιστορικούς, ώστε αφενός  να μπορούν οι ενδιαφερόμενοι να «χωθούν» στα βιβλία για  γνώση και εξαγωγή συμπερασμάτων, αλλά και αφετέρου άλλοι μεταγενέστεροι ιστορικοί να μπορούν να τ’ αποκαταστήσουν έστω και αν έχουν περάσει χρόνια πολλά…..αιώνες. Το άρωμα όμως σύντροφοι, όπως κι όσο το αισθάνθηκαν οι πρωταγωνιστές -και στη δικιά μας περίπτωση ολόκληρος ο Ελληνικός λαός- την εποχή των γεγονότων, χάνεται απ’ τον άνεμο του χρόνου, ακόμη και γι αυτούς που τα έζησαν.
Κι είναι αλήθεια ότι το «Έπος του 40», ένα γεγονός ιστορικά απροσδόκητο για όλο το κόσμο, αδικήθηκε κατάφωρα από τα μετέπειτα γεγονότα…..την Κατοχή, την Αντίσταση, τις εκτελέσεις, τα Δεκεμβριανά του ’44, το Συμμοριτοπόλεμο, τη νίκη και την απαράδεκτη συμπεριφορά των νικητών…..γεγονότα γερά, γεγονότα δύσκολα που το σκέπασαν, το σφράγισαν βιαστικά και το κλεισαν στο αρχείο προτού καταλαγιάσει στις μνήμες των Ελλήνων και συνειδητοποιηθεί το μεγαλείο του…..άνοιξε αργότερα, πολύ αργότερα…..όμως άνοιξε γερά!!!, και μας έμαθε με το καλύτερο τρόπο ότι το πάθος για μια ελεύθερη Πατρίδα είναι το πρώτο καθήκον όλων των Ελλήνων.
Έτσι λοιπόν κι εγώ –μπαγάσας άλλωστε- με την ευκαιρία των ημερών –και στηριγμένος σε μια ιδέα του ΛΑΒΥΡΙΝΘΟΥ, τεύχος 28, Οκτώβριος 2005- προτίμησα να τη θυμηθώ μ’ ένα μικρό λογοτεχνικό αφιέρωμα διανθισμένο με τις αφίσες του ΓΕΣ για να τονίσω –αλλά και να νοιώσω- το άρωμα της εποχής. Τα κείμενα είναι μικρά γραμμένα –από Έλληνες διανοούμενους- εκείνη την εποχή, όταν ο Έλληνας φαντάρος έγραφε σελίδες ανεξίτηλης δόξας και πρωτοφανούς ηρωισμού.

Αχιλλέα Κύρου…..Ο ΚΟΣΜΑΣ ΑΠ’ ΤΗΝ ΠΙΝΔΟ
Ο Αχιλλέας Κύρου -γιος του δημοσιογράφου και εκδότη της εφημερίδας «ΕΣΤΙΑ» Άδωνι Κύρου- γεννήθηκε στην Αθήνα το 1898…..Φοίτησε στη Φυσικομαθηματική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, όμως από νωρίς στράφηκε στη δημοσιογραφία και το 1918 ανέλαβε –μαζί με τον αδερφό του Κύρο- τη διεύθυνση της «ΕΣΤΙΑΣ», ως διάδοχοι του πατέρα τους…..Η πολιτική της εφημερίδας διατήρησε το συντηρητικό και  φιλοβασιλικό της  προσανατολισμό, αλλά και την πολιτική της για πλήρη ενημέρωση του αναγνώστη, με αποτέλεσμα τ’ αδέλφια να αντιμετωπίσουν προβλήματα με τις Ελληνικές κυβερνήσεις, που τότε άλλαζαν σαν τα πουκάμισα…..Η «ΕΣΤΙΑ» έκλεισε –ή καλύτερα την έκλεισαν-τρεις φορές, μία την περίοδο της δίκης των έξι και δύο στην δικτατορία του Πάγκαλου….. Με την είσοδο των γερμανικών στρατευμάτων στην Αθήνα, οι Κύρου παραιτήθηκαν από τη διεύθυνση της Εστίας και μετά από εντολή των γερμανών ανέλαβε το συντακτικό προσωπικό, που για λόγους συνείδησης παραιτήθηκε λίγο αργότερα, προβάλλοντας ως λόγο οικονομικές δυσχέρειες. Κατά τη διάρκεια της κατοχής οι Κύρου αναμείχθηκαν στον παράνομο Τύπο. Ο Αχιλλέας Κύρου πρωτοεμφανίστηκε στο χώρο της λογοτεχνίας με το θεατρικό έργο Στα όπλα η λεβεντιά που παραστάθηκε το 1919 από το θίασο της Κυβέλης. Ακολούθησε η συλλογή διηγημάτων Όνειρα, που εκδόθηκε το 1929 και βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών. Ασχολήθηκε επίσης με τη λογοτεχνική μετάφραση και κυρίως τις μελέτες, ιστορικές, λογοτεχνικές και αισθητικές. Στο θεατρικό χώρο διετέλεσε μέλος του Δ.Σ. του Εθνικού Θεάτρου και Γενικός Γραμματέας του. Πέθανε στο Παρίσι.  
Συνταγματάρχης ΠΖ Κωνσταντίνος Δαβάκης (Κεχριάνικα Λακωνίας 1897 - Κάτω Αδριατική Ιανουάριος 1943),  Ο θρύλος της Πίνδου…..Σπούδασε στην Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων,  ονομάστηκε Ανθυπολοχαγός Πεζικού στις 1 Οκτωβρίου 1916 και συμπλήρωσε την στρατιωτική κι επιτελική του κατάρτιση στη Γαλλική Σχολή Αρμάτων και στις Ανώτερες Σχολές Πολέμου Αθηνών και Παρισιού…..Πολέμησε στον Α’ ΠΠ και το 1918 προβιβάστηκε σε λοχαγό επ’  ανδραγαθεία…..Έλαβε επίσης μέρος στην Μικρασιατική Εκστρατεία, διακρίθηκε στην μάχη των υψωμάτων του Αλπανός τον Ιούλιο του 1921) και τιμήθηκε με το Χρυσούν Αριστείο Ανδρείας…..Αποστρατεύτηκε για λόγους υγείας στις 30 Δεκεμβρίου 1937 ως Αντισυνταγματάρχης…..όμως τον Αύγουστο του 1940 ανακλήθηκε στην ενεργό υπηρεσία και τοποθετήθηκε διοικητής του 51ου Συντάγματος Πεζικού και λίγο αργότερα του Αποσπάσματος Πίνδου, με έδρα το Επταχώριο Πίνδου…..Όταν εκδηλώθηκε η Ιταλική εισβολή, αντιμετώπισε μ’ επιτυχία την 3η Ιταλική Μεραρχία Αλπινιστών «'Τζούλια»…..Στην Ελληνική αντεπίθεση τραυματίστηκε στο στήθος, ενώ βρισκόταν σε αποστολή αναγνώρισης εχθρικών θέσεων…..Ενώ νοσηλευόταν ακόμα, εισέβαλαν οι Γερμανοί, λήξαν οι επιχειρήσεις, υπογράφτηκε ανακωχή και ξεκίνησε η κατοχή…..Συνελήφθη τον Δεκέμβριο του 1942 απ’ τους Ιταλούς –όμηρος εξαιτίας της Αντίστασης που φούντωνε τότε- μαζί με πολλούς άλλους διακεκριμένους αξιωματικούς, μεταφέρθηκε στην Πάτρα κι επιβιβάστηκε  στο ατμόπλοιο «Πόλις της Γένοβα» για να μεταφερθεί σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στην Ιταλία…..Όμως το πλοίο τορπιλίστηκε από συμμαχικό υποβρύχιο –τον Ιανουάριο του 1943, βυθίστηκε στ’ ανοιχτά της νότιας Αλβανίας και πνίγηκαν όλοι…..Το πτώμα του Δαβάκη αναγνωρίστηκε, περισυλλέχθηκε και τάφηκε στον Αυλώνα…..Μεταπολεμικά τα οστά του διακομίστηκαν και τάφηκαν στην Αθήνα…..Ο Δαβάκης υπήρξε απ’ τους πρωτοπόρους της ιδέας της μηχανοκίνησης του πεζικού και της χρησιμοποίησης αρμάτων ως κύριου όπλου για την διάσπαση και καταδίωξη του εχθρού…..Τ’ όνομα του έγινε θρύλος στην λαϊκή ψυχή και ταυτίστηκε με την ηρωική  αντιμετώπιση των πρώτων ημερών της Ιταλικής επίθεσης απ’ τον Ελληνικό στρατό στην Ήπειρο…..Τιμήθηκε πολλές φορές απ’ την πατρίδα μας μετά το θάνατο του.


 
Δεν ήταν ακόμα καλά-καλά δώδεκα χρόνων ο Κοσμάς όταν τα ξημερώματα της 28 Οκτώβριου 1940 τον εξύπνησαν κάτι τρομεροί και πρωτογνώριστοι κρότοι. Το χωριό του το Επτάχωρον - Βουρβουτσικό το έλεγαν ακόμα μερικοί αδιόρθωτοι γέροι χωριάτες, αλλά ο Κοσμάς είχε μάθει καλά από τον δάσκαλο, ότι δεν έπρεπε να μεταχειρίζεται ποτέ το βαρβαρικό αυτό άνομα - ήταν χωριό που δεν υπέφερε πολύ από φτώχεια. Ο πατέρας του, όπως και πολλοί άλλοι χωριάτες, είχε το χωραφάκι του και τα πουλερικά του ακόμα. Δούλευαν ο πατέρας κι η μητέρα ως αργά τη νύχτα, όταν τα παιδιά κοιμόντουσαν κιόλας πολλή ώρα, αλλά τα παιδιά δεν επείνασαν ποτέ, το γάλα δεν έλειψε από τα μικρότερα του αδερφάκια, τα ρουχαλάκια τους ήταν ζεστά. Κι ο Κοσμάς, που ήταν ο μεγαλύτερος από τα τρία άλλα αδερφάκια του, ήταν υπερήφανος, όταν, γυρίζοντας απ' το σχολείο, μπορούσε να βοηθήσει τον πατέρα και την μητέρα σε κάποια από τις τόσες δύσκολες δουλειές τους.
Είχε όμως κι άλλον ένα λόγο να είναι υπερήφανος ο Κοσμάς. Εκείνες τις μέρες, καθώς στάθηκε μαζί με τα άλλα παιδιά του σχολείου μπροστά στο δίπατο σπίτι με το ξύλινο μπαλκόνι, όπου ήταν ο «Σταθμός Διοικήσεως του Αποσπάσματος Πίνδου», για να παρακολουθήσει μια επιθεώρηση του διοικητού, ο Συνταγματάρχης Δαβάκης, που τον ήξερε και τον καμάρωνε όλη η περιοχή, κατέβηκε από το όμορφο άλογο του, όταν ετελείωσε η επιθεώρησίς του, προχώρησε προς τα παιδιά και στάθηκε μπροστά στον Κοσμά:
-Πώς σε λένε, αγόρι μου; τον ρώτησε.
-Κοσμά, κύριε συνταγματάρχα, αποκρίθηκε ο μικρός και στάθηκε προσοχή, όπως είχε δει πριν να κάνουν οι στρατιώτες.
-Θέλεις να γίνεις και συ στρατιώτης;
-Θα γίνω, κύριε Συνταγματάρχα. Ο πατέρας μου είναι τραυματίας πολέμου. Κι έχει και τον πολεμικό σταυρό, κάτω απ' το εικονοστάσι.
-Μπράβο, λεβέντη μου, είπε ο Δαβάκης. Έτσι τα θέλω τα Ελληνόπουλα! Έννοια σου και θα το δείξουμε πάλι εμείς οι Έλληνες.
Εκείνη την στιγμή δεν κατάλαβε καλά-καλά ο Κοσμάς τι ήθελε να πει ο Συνταγματάρχης. Ήταν μόνο περήφανος, γιατί είχε μιλήσει σ' αυτόν κι όχι στα άλλα παιδιά. Τώρα όμως, που βροντούσαν από μακριά τα κανόνια, που βούιζαν από πάνω τα αεροπλάνα κι έμοιαζε να τραντάζει η γη, θυμήθηκε τα λόγια εκείνα και κατάλαβε ότι έπρεπε να δείξει πως ήταν αληθινός Έλληνας. Τα μωρά, που είχαν ξυπνήσει απότομα, έκλαιγαν με αναφυλλητά καθώς η μαννούλα τους προσπαθούσε να τα ντύσει και να τα παρηγορήσει. Ο Κοσμάς, ενώ ντυνότανε μόνος του, ένοιωσε ένα κόμπο στον λαιμό να τον πνίγει. Αλλά αυτός δεν έπρεπε να φοβηθεί. Έβαλε όλα τα δυνατά του και εφρόντισε να βοηθήσει την μαννούλα για να περιποιηθεί τα μικρά, ενώ τα κορόιδευε για τον φόβο τους και προσπαθούσε να τα κάνει να γελάσουν.
-Ευχαριστώ, Κοσμά μου, του είπε η μητέρα.
Βγήκαν έξω. Έκανε κρύο πολύ, ήταν σκοτάδι και μια υγρή ομίχλη που σκεπάζει τα πάντα, έμοιαζε να τους μουσκεύει ως το κόκκαλο. Ο πατέρας, που η υγρασία τον έκανε να κουτσαίνει πάλι από το παλιό του τραύμα, τους είπε:
-Καθήστε εδώ στη γωνίτσα να πάω εγώ να μάθω.
Θα πέρασε μισή ώρα, ώσπου να γυρίσει ο πατέρας. Τα παιδιά είχαν μαζευθεί γύρω από την μαννούλα τους, σαν να ήθελαν να πάρουν λίγο από το κουράγιο της και την ζεστασιά της. Άρχιζε να χαράζει κι οι σκοτεινοί όγκοι των κορυφών του Γράμμου απέναντι, άρχισαν να διαγράφονται απάνω στον ουρανό. Και εν τω μεταξύ το βουητό του πυροβολικού γινότανε ολοένα και πιο δυνατό. Κάπου εκεί κοντά, ένα πυροβόλο δικό μας γαύγιζε κάθε τόσο με έναν ήχο που ξεπερνούσε όλο το μακρυνό βουητό των άλλων κανονιών. Και χωρίς να ξέρει γιατί το γαύγισμα αυτό έδινε κουράγιο στον Κοσμά. Ήταν σαν να του έλεγε:
«Εδώ είμαστε εμείς! Μη σκιάζεσαι!»
Ο πατέρας εγύρισε. Με πολύ σοβαρό ύφος είπε στη γυναίκα του:
-Οι Ιταλοί μάς άρχισαν τον πόλεμο από την Αρβανιτιά. Θα τους κτυπήσουμε, όπως μπορούμε. Εσύ θα μείνεις στο σπίτι με τα παιδιά. Μη φοβηθείς καθόλου. Ο «τρανός» (έτσι έλεγαν όλοι οι χωρικοί τον ηρωικό Συνταγματάρχη Δαβάκη) είναι μαζί μας και θα μείνει μαζί μας ως το τέλος. Εγώ δεν μπορώ να πάω δυστυχώς στρατιώτης. Αλλά θα μείνω στο Στρατηγείο, κοντά στον «τρανό». Στείλτε μου το μεσημέρι τον Κοσμά με λίγο ψωμί και λίγο προσφάγι. Αν θέλω τίποτα θα σου το μηνύσω.
Πέρασαν δυο μερόνυχτα, που ήσαν αληθινά τρομερά. Οι κανονιές, οι ριπές των πολυβόλων, οι χαρακτηριστικοί κρότοι των ολμοβόλων δεν έπαψαν ούτε μια νύχτα και μέρα, Αληθινές μάχες εγίνοντο σε λίγες ώρες από το Επταχώρι, στην Καστάνιανη, στην Λυκόρραχη, στο Κεράσοβο, στη Φούρκα, στη Ζούζουλη. Θα 'λεγε κανείς πως το χωριό είχε περικυκλωθεί από παντού με τον εχθρό, που ζητούσε να ορμήσει και να το καταλάβει, Αλλά ο Δαβάκης ήταν πάντα κοντά στους κατοίκους του κι αυτό τους ησύχαζε. Όταν τη νύχτα οι κανονιές έμοιαζαν να πλησιάζουν ακόμα περισσότερο, οι χωριάτες έβγαιναν από τα σπίτια τους και εκοίταζαν το γραφείο του, όπου από το βράδυ ως το πρωί ήταν αναμμένο το φως. Κι αυτό το φωτάκι μέσα στο πυκνό σκοτάδι τούς έδινε καινούργιο κουράγιο:
-Ο «τρανός» δουλεύει! Θα τους φάει τους φρατέλλους.
Κι έβρεχε, έβρεχε αδιάκοπα. Τα δρομάκια μέσα στα χωριά είχαν γίνει αληθινά ποτάμια. Στρατιώτες πήγαιναν κι ερχόντουσαν. Ήρθε και ιππικό, ήρθαν και άλλοι μεγάλοι αξιωματικοί, ένας Στρατηγός, συνταγματαρχαίοι πολλοί, που υποδέχθηκε ο Δαβάκης με την αχώριστη μαγγούρα του, από κερασιά, στο χέρι. Αλλά έφθαναν τη νύχτα κι άλλοι στρατιώτες, κατάμαυροι από το μπαρούτι, πληγωμένοι, με τα ρούχα τους καταξεσχισμένα και ματωμένα.
Ο Κοσμάς δεν έπαψε εκείνες τις ημέρες να τρέχει από το σπίτι του στο Στρατηγείο και από εκεί σε όσες δουλειές τον έστελναν ο πατέρας του και διάφοροι αξιωματικοί. Όταν ο Στρατηγός εγκαταστάθηκε στο Στρατηγείο κι ο Δαβάκης μετέφερε το δικό του Στρατηγείο στο σπίτι του μπακάλη του χωριού, ο Κοσμάς έγινε επίσημα πια ο σύνδεσμος του. Ο Συνταγματάρχης, που τον ήξερε πια καλά, τον εχάιδευε στο κεφάλι, του έδινε κανένα μπισκότο και του έλεγε:
-Κοσμά, να πας να βρεις τον τάδε, ή τον δείνα αξιωματικό και να τους πεις να 'ρθει εδώ, ή να φύγει αμέσως για κει που ξέρει...
Κι ο Κοσμάς έτρεχε αμέσως, συχνά μέσα στο σκοτάδι, ενώ η γη έμοιαζε να τραντάζεται κάτω από τα πόδια του με όλες τις κανονιές. Συχνά τον έπνιγε εκείνος ο περίεργος κόμπος στο λαιμό. Αλλά ο Κοσμάς ήταν τόσο υπερήφανος για την δουλειά που έκανε, ώστε δεν άφηνε τον φόβο να τον κυριεύσει. Όταν στον δρόμο του έβρισκε στρατιώτες τραυματισμένους, ξενυχτισμένους, ζαλισμένους από το τρομερό εχθρικό πυροβολικό, τους έπαιρνε με προσοχή και αγάπη από το χέρι και τους πήγαινε στο σπίτι του, όπου η μαννούλα του είχε πάντα ένα ζεστό τσάι, λίγο φαΐ και πολλή καλωσύνη να τους προσφέρει και να τους κάνει έτσι να ξαναβρούνε το ηθικό τους. Ο ίδιος ο Κοσμάς τους έπαιρνε έπειτα για να τους οδηγήσει στους αξιωματικούς του Δαβάκη, που εχρειάζοντο για τον δύσκολο αγώνα κάθε στρατιώτη και τους έδιναν καινούργιες διαταγές. Πόσο τους λυπότανε και πόσο τους αγαπούσε τους στρατιώτες αυτούς ο Κοσμάς! Πόσο θα ήθελε να μπορέσει να τους βοηθήσει ακόμα περισσότερο!
Κι έτσι ήρθε η νύχτα της 1ης Νοεμβρίου. Ο Κοσμάς είχε καταλάβει από την εξαιρετική κίνηση στο Στρατηγείο πως κάτι μεγάλο ετοιμαζότανε. Αδιάκοπα έφευγαν τα τμήματα προς τα διάφορα υψώματα γύρω από το χωριό. Καινούργια κανόνια έφθαναν. Και τα ξημερώματα ο Δαβάκης καβάλησε το ωραίο του άλογο και ετοιμάσθηκε να ξεκινήσει. Ο μικρός Κοσμάς βρέθηκε κοντά του. Ένα μειδίαμα μαλάκωσε το συνοφρυωμένο πρόσωπο του Συνταγματάρχου:
-Τι έκανες σήμερα τη νύχτα. Κοσμά; τον ρώτησε.
-Άλλους δυο στρατιώτες μάζεψα, κύριε Συνταγματάρχα. Δώδεκα σας έφερα ως τώρα.
-Μπράβο, Κοσμά! Είσαι αληθινό παληκάρι. Έννοια σου κι εμείς θα τους μανδρώσουμε τους φρατέλλους... Αλλά σε θέλω να μου κάνεις μια σπουδαία δουλειά. Το ξέρεις το Μοναστήρι της Παναγιάς της Κλαδόρμης;
-Ναι, κύριε Συνταγματάρχα. Πήγαμε τρεις φορές με τον δάσκαλο φέτος.
-Θαυμάσια! Το μεσημέρι θα πας στον πατέρα σου να σου δώσει ένα χαρτί από τον Στρατηγό. Θα το κρύψεις στον κόρφο σου και θα μου το φέρεις στο Μοναστήρι που θα είμαι. Θα 'ρθεις μέσα από τις χαράδρες. Να φυλάγεσαι καλά και να προσέχεις γύρω σου. Αν δεις από μακρυά κανένα Ιταλό, μη κρατήσεις το χαρτί απάνω σου. Σκάφτο μέσα στο χώμα ή κρύψτο κάτω από κανένα κοτρώνι. Θα τα καταφέρεις, Κοσμά;
-Θα τα καταφέρω, κύριε Συνταγματάρχα.
-Μπράβο, Κοσμά. Είσαι σπουδαίος. Στην μάννα σου να πεις ότι θα μείνεις όλο το απόγευμα κοντά στον πατέρα σου.
Μονάχος του ξεκίνησε ο Κοσμάς λίγο μετά το μεσημέρι. Έβρεχε πάντα με το τουλούμι. Ο δρόμος που ήταν πάντα δύσκολος μέσα από τις απότομες χαράδρες και τις άγριες πλαγιές, είχε γίνει ακόμα πιο δύσκολος τώρα που η βροχή είχε γεμίσει με λάσπη τα πάντα. Η καρδιά του μικρού Ηπειρώτη ήταν σφιγμένη. Αλλά ένοιωθε κοντά στην καρδιά του το έγγραφο του Στρατηγού και αυτό του έδινε κουράγιο.
Ήταν πια πέντε το απόγευμα όταν έφθασε στο Μοναστήρι. Ο πανύψηλος λοχίας, που είχε πάντοτε μαζί του ο Δαβάκης, τον επήγε αμέσως στον Συνταγματάρχη. Αυτός επήρε πρώτα το χαρτί κι έπειτα σήκωσε το παιδάκι και το φίλησε στα δυο μάγουλα:
-Να 'ξερες, Κοσμά μου, τι υπηρεσία πρόσφερες στην Ελλάδα, θα 'σουν υπερήφανος...Έλα τώρα να κάτσεις να κοιμηθείς μαζί μας. Είναι αργά για να γυρίσεις πια στο χωριό.
Όλη την νύχτα το πυροβολικό, δικό μας και εχθρικό, δεν έπαψε ούτε μια στιγμή ολόγυρα στο Μοναστήρι. Ο Κοσμάς όμως δεν εσκιαζότανε πια καθόλου. Σ' ένα κελλί του Μοναστηριού είχε γνωρίσει ένα πολυβολητή, τραυματισμένο στο χέρι, που του είπε μια καταπληκτική ιστορία. Βρέθηκε μονάχος του μέσα στην φωτιά των ιταλικών ολμοβόλων και πολυβόλων. Οι άλλοι υπηρέτες του ελληνικού πολυβόλου είχαν σκοτωθεί. Ο ίδιος ενόμιζε πια ότι έφθασε η τελευταία του ώρα. Τότε προσευχήθηκε με όλη του την ψυχή στην Ευαγγελίστρια, στην Παναγία της Τήνου, που είχαν προσβάλει οι Ιταλοί με τον τορπιλλισμό της «Έλλης».
-Κι έξαφνα είδα μπροστά μου, είπε, μια πανώρηα μαυροφόρα. Έσκυψε στοργικά απάνω μου και σκούπισε το μέτωπο μου που έσταζε ιδρώτα, Ένοιωσα το ανάλαφρο άγγιγμα του χεριού της και ξαναγέμισα ζωή και κουράγιο. Σήκωσε έπειτα το χέρι της και μου 'δειξε προς την Ανατολή. Δυο οβίδες έπεσαν κοντά μου, αλλά βρόντησαν με ορμή καταγής χωρίς να σκάσουν. Οι άλλες έπεσαν πολύ μακρύτερα και δεν με πείραξαν...


Διαβάστε ακόμα σύντροφοι στο μικρό αφιέρωμα του ΕΠΟΥΣ,



Χρήστου Αγγελομάτη  Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ

Σίτσας Καραϊσκάκη  ΤΟ ΑΛΕΞΙΠΤΩΤΟ

Παύλου Παλαιολόγου, ΤΟ ΣΩΦΕΡΑΚΙ