Ο ΜΠΑΓΑΣΑΚΟΣ

ΠΙΝΑΚΑΣ ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΩΝ σύντροφοι ή μια πρώτη απόπειρα επικοινωνίας










Τετάρτη 21 Νοεμβρίου 2012


21 Νοεμβρίου σήμερα σύντροφοι!!! Γιορτάζει η Παναγιά μας γιορτάζουν οι Ένοπλες Δυνάμεις της πατρίδας μας, γιορτάζει η Ελλάδα.



1. Σήμερα σύντροφοι είναι μέρα γιορτής…..Μεγάλης γιορτής και περηφάνιας για τις Ένοπλες Δυνάμεις μας, αλλά και για τους απανταχού Έλληνες…..Ταυτόχρονα όμως είναι και μέρα μνήμης και απόδοσης τιμής, σ’ όλους τους Έλληνες μαχητές, που πρόσφεραν τη ζωή τους στην πατρίδα, σε όλες τις χρονικές περιόδους της ιστορίας της.
2. Δεν είναι τυχαίο –πιστέψτε με- σύντροφοι ότι σήμερα, μέρα που γιορτάζουμε τη Παναγιά μας,  καθορίστηκε να γιορτάζεται -με κάθε δόξα, τιμή κι επισημότητα- κι η προσφορά των Ενόπλων Δυνάμεων της πατρίδας μας…..Αυτή η εκδήλωση, αποβλέπει, σύμφωνα με τις οδηγίες της Πολιτείας και τις διαταγές των Στρατιωτικών, στην επισήμανση και στην υπενθύμιση των αρετών της Φυλής  μας και κυρίως στην πολεμική της αρετή…..Γιατί η υπεράσπιση βωμών και εστιών ήταν, είναι και θα πρέπει να είναι –κυρίως σήμερα-  καθήκον κάθε Έλληνα…..Κι αυτό αγαπημένοι μου σύντροφοι αποτελεί Αρετή!!!

Τετάρτη 31 Οκτωβρίου 2012






Ο Ελληνισμός ζει ξανά μέρες περίλαμπρες, Τα χαρμόσυνα σαλπίσματα που ακούστηκαν από τη γη των θεών, συγκλόνισαν συθέμελα την ανθρωπότητα αναγκάζοντας την να ανανήψει, να βρει το δρόμο της, και να ακολουθήσει επί τέλους τη φωνή της συνείδησης, τη φωνή, όπως είπε κι ο μέγιστος των φιλοσόφων ο Σωκράτης, του αληθινού Θεού.
Ζούμε στη δραματικότερη, στην ηρωικότερη και την επικότερη εποχή του Νεοελληνικού κόσμου. Από τη δική μας γη ανατέλλει ξανά ένας Ήλιος αστραφτερός, φεγγοβόλος, που το φως του, για μια ακόμα φορά, θα διαλύσει τα σκότη για πάντα ας ελπίζουμε τούτη τη φορά, και θα χαρίσει τη θαλπωρή του στα τυραγνισμένα έμψυχα πλάσματα της γης. Ο στρατός της μικρής σε έκταση, αλλά μεγάλης, άφθαστης και ασύγκριτης σε πνεύμα και ηρωισμό Ελλάδας μας, διαλύει με τη λόγχη του τις στρατιές των βαρβάρων, καθηλώνει τα μηχανικά άρματα, που σκόρπισαν αλλού όλεθρο και τρομάρα, εκμηδενίζει τις μεραρχίες των Κενταύρων, και κάνει πυροτεχνήματα τους χάρτινους αητούς του εχθρού, που φαντάστηκε πως μπορούσε μ' αυτούς να μας τρομοκρατήσει, να μας λυγίσει την πίστη και να μας στερήσει για πάντα τον καταγάλανο ουρανό μας, που είναι η θρησκεία μας, η λατρεία μας, αυτή η ίδια η ζωή μας.
Για δεύτερη φορά τα ελληνικά στρατεύματα  δάμασαν με τον ηρωισμό τους και το πνεύμα της αυτοθυσίας και της αυταπάρνησης τα ατίθασα βουνά της Βορείου Ηπείρου και της Αλβανίας. Η πρώτη ήτανε το 12 και το 13. Ήτανε τότε, που ο ελληνικός στρατός, με αρχηγό τον τότε διάδοχο Κωνσταντίνο, μοιραίο τ' όνομα αυτό για τον Ελληνισμό, κυρίευε τα Γιάννενα, κέρδιζε τη μάχη του Σαρανταπόρου και προχώραγε για το Αργυρόκαστρο, την Κορυτσά και τη Χειμάρρα.
Η δεύτερη είναι η σημερινή. Τη δημιούργησε η 28 Οκτωβρίου. Τα στρατεύματα   μας έδωκαν σάρκα και οστά στο μύθο της μάχης των Λαπιθών και των Κενταύρων, σαρώνοντας τους αληθινά, και τώρα, ακράτητα και περήφανα, δοξασμένα και στεφανωμένα, πορεύονται προς τα χείλια της Αδριατικής θάλασσας.
Βλέπω την ολοκλήρωση των επικών αυτών αγώνων και η καρδιά μου αναγαλλιάζει. Ακούω τους ρυθμούς των παιάνων, τους αλαλαγμούς του πλήθους, τους ήχους των τύμπανων και των σαλπίγγων, και βλέπω τις Ελληνίδες να υποδέχουνται τους νικητάς της Πίνδου στις πολιτείες μας, και να τους ραίνουν με μύρα, με φύλλα ρόδων, και να τους στεφανώνουν με δάφνας.
Ελληνικά χωριά και πολιτείες, σκλαβωμένες από κακή διπλωματική διαμάχη, λευτερωθήκανε. Οι μεγαλύτερες είναι δύο, Η Κορυτσά και το Αργυρόκαστρο,
Εδώ τώρα πρέπει να ρίξουμε μια ματιά στις ιστορικές ρίζες των δύο αυτών πόλεων. Ας αρχίσουμε από την Κορυτσά.
Στα χώματα της πολιτείας αυτής έκανε για κάμποσο καιρό σταθμό ο Κάδμος και η Αρμονία. Οι κάτοικοι πρόσφεραν στο ζεύγος κάθε άνεση και κάθε χαρά, και για να τους τιμήσουν ακόμα περισσότερο και να θυμούνται το πέρασμα τους, ονομάστηκαν κι αυτοί Καδμείοι. Εκεί κοντά, και ακριβώς δίπλα από τη λίμνη Αχρίδα, βρίσκονταν η πολιτεία Βοιοί. Αυτή είναι και η πρώτη πατρίδα των Βοιωτών και των Ευβοέων. Ο σκληρός χρόνος δεν μπόρεσε να τα εξαφανίσει όλα. Αφήκε κάτι, τ' όνομα Έλληνοι σ' ένα μικρό χω­ριό. Στα χώματα κείνα, σύμφωνα με τις παραδόσεις, θάφτηκε ο Ομηρικός Διομήδης, Αυτά όλα δεν είναι φυλετικά παραμύθια. Οι αρχαιολογικές έρευνες, που δεν υπερβάλλουν ποτέ τα πράγματα, απεκάλυψαν πως στα χώματα εκείνα, εις τον 7ον προ Χριστού αιώνα, άκμαζε ο Μυκηναϊκός πολιτισμός.
Η Δηβαρητία, όπως ονομάζονταν τότε η περιοχή της Κορυτσάς, καθώς και η Εορδαία (Δέβολις) άνηκαν στο Μακεδονικό κράτος. Στο βάθος ήτανε η πατρίδα των Ιλλυριών, την οποίαν και αυτός ακόμα ο Στράβων στάθηκε αδύνατο να επισκεφθεί. Τους κατοίκους της τους χαρακτήρισε ως βαρβάρους και δίγλωσσους.
Στο περίφημο στενό του Τσαγκώνι, που το προστατεύει το βουνό Λίβανος (ο κόσμος το ξέρει σήμερα ως Ιβάν), έχουν δοθεί πολύνεκρες μάχες. Εκεί ο Αλέξης Κομνηνός τσάκισε τους Νορμανδούς, καθώς και άλλοι Βυζαντινοί αυτοκράτορες  τους Βουλγάρους. Δυο μεγάλα φρούρια επροστάτευαν τότε το στενό. Όταν ο Φίλιππος της Μακεδονίας κέρδισε έπειτα από σκληρό αγώνα τη χώρα, την ονόμασε «Ελεύθερη Μακεδονία». Αργότερα όμως την ξαναπήραν οι Ιλλυριοί. Αλέξανδρος όμως ο Μέγας έδωκε νέα μάχη και ξαναχάρισε στο κράτος του την «Ελεύθερη Μακεδονία». Ο λαός, που δεν ξεχνάει ποτέ τους ευεργέτες του, θυμάται με συγκίνηση το πέρασμα του μεγάλου αυτοκράτορα, και στις κορφές της Μοράβας δείχνει στους ξένους τα πολεμικά του ταμπούρια. Ακολουθούν άλλοι αγώνες μεταξύ Ρωμαίων και Μακεδόνων. Τους αγώνας αυτούς, που ήτανε ξεχασμένοι από τους δύο λαούς, θέλησε να συνεχίσει ο Μουσσολίνι.
Τ' όνομα Κορυτσά, η πολιτεία το πήρε την εποχή των Σταυροφόρων. Οι κάτοικοι της κατάφυγαν τότε πάνου στις κορφές των βουνών κι έκαναν με τους ντόπιους Κουτσοβλάχους μικρούς συνοικισμούς. Έτσι έζησαν κάμποσα χρόνια, ώσπου σιγά-σιγά βρήκε την πολιτεία νέα ακμή. Μετά το πέσιμο της Βασιλεύουσας, η Κορυτσά προσφέρθηκε ως φέουδο από τον πορθητή Μωάμεθ στο σταυλάρχη του Μιραχώρ. Η Κορυτσά υπήρξε μια από τις λαμπρότερες Μητροπόλεις του οικουμενικού θρόνου.
Στη διπλανή πολιτεία Μοσχόπολη είχεν ιδρυθεί η «Νέα Ακαδήμεια» και το πρώτο μετά την άλωση τυπογραφείο. Στις δύο αυτές πολιτείες καλλιεργηθήκανε τα ελληνικά γράμματα κι από κει οι υπόλοιποι Βαλκανικοί λαοί κληρονόμη­σαν τις φιλελεύθερες Ιδέες.
Κατά την επανάσταση του 1821 πρόσφερε και η Κορυτσά τους μάρτυρας της. Κάμποσοι Κορυτσαίοι κρεμαστήκανε μπρος στην ιερή Μητρόπολη, όταν οι Τούρκοι έμαθαν πως ομάδα νέων είχε κατέβει να προσφέρει τις πολεμικές υπηρεσίες της στο Μωρηά. Γενικά στην πολιτεία αυτή το Εθνικό φρόνημα ήτανε πάντα ανεπτυγμένο. Το φρόνημα αυτό χάρισε στο Γένος μεγάλους ευεργέτας, όπως τον Σίνα, τον Αρσάκη, τον Μπάγκα, το Λιάκτση και τον Παύλο Ατζιά.
Στην εποχή των Μακεδόνικων αγώνων τα ανταρτικά σώματα εύρισκαν στην Κο­ρυτσά ενίσχυση ηθική και υλική, και στα 1906 έπεσε στα χώματα της το πρώτο θύμα των αιματηρών αυτών συγκρούσεων, ο Μητροπολίτης Φώτιος.
Η δεύτερη πολιτεία που κυριεύτηκε κι αυτή από τους Έλληνας, το Αργυρόκαστρο, είναι η πρωτεύουσα της νοτίου Αλβανίας. Οι ιστορικές ρίζες της πολιτείας αυτής δεν μπερδεύουνται με μύθους και με θεούς. Και τούτο γιατί είναι κατά πολύ νεώτερη της Κορυτσάς. Γέννημα κι αυτή των μεγαλοπρεπών Βυζαντινών χρόνων, δοκίμασε από τους πρώτους χρόνους της ίδρυσης της, μέρες ακμής και μεγαλείου. Αυτό μας δείχνουν τα εκκλησιαστικά μνημεία με τον πλούτο τους και το ρυθμό τους. Ιδρύτρια της πόλης παρουσιάζεται ώς την ώρα κάποια Βυζαντινή αρχόντισσα με τ' όνομα Αργύρω. Από τη γυναίκα αυτή, που ως φαίνεται θα 'παιξε σπουδαίο ρόλο, πήρε τ' όνομα της η πολιτεία. Την εποχή της Τουρκοκρατίας ονομάζονταν Ερζερί. Η αλλαγή όμως του ονόματος δεν στάθηκε ικανή να πνίξει τον ελληνισμό της, που κάποτε ακόμα ήταν ένα από τα σπουδαιότερα κέντρα του υπόδουλου ελληνισμού. Φοβερές μέρες οι κάτοικοι του Αργυροκάστρου πέρασαν κατά τον 17ον αιώνα, Η πίεση του δυνάστου γίνηκε τότε ανυπόφορη, και οι κάτοικοι αναγκάστηκαν άλλοι ν' αλλαξοπιστήσουν και άλλοι να εκπατρισθούν. Τότε έφυγε από κει και η οικογένεια Καποδίστρια. Τ' αρχοντικό της φάνταζε ως τα πρόπερσι ακόμα στο Αργυρόκαστρο. Το ίδιο φοβερές ήτανε οι μέρες του Αργυρόκαστρου και επί Αλή Πασά. Και τούτο, γιατί για χρόνια δεν εδεχότανε με κανέναν τρόπο να τον αναγνωρίσει για ηγεμόνα του.
Στο Αργυρόκαστρο λειτούργησαν δύο σχολεία μεγάλα, που έβγαλαν πολλούς γερούς και φωτισμένους άνδρας, όπως το Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Δαμασκηνό, τον Ευρίπου και Αθηνών Γρηγόριο, και τον Κορυτσάς Νεόφυτο. Το πρώτο σκολείο λειτούργησε στα 1622  και το δεύτερο στα 1870.
Κατά την επανάσταση του 1821, όπως και αργότερα στους Μακεδόνικους αγώ­νας, πρωτοστάτησε για να αποχτήσει την ελευθερία του. Τούτο κατορθώθηκε το Μάρτη του 1913, έπειτα από τη νικηφόρο προέλαση του ελληνικού στρατού. Τον ίδιο χρόνο επισκέφτηκε την πόλη ο Βασιλεύς Γεώργιος, τότε διάδοχος του θρόνου. Οι κάτοικοι τον υποδέχτηκαν με έξαλλο ενθουσιασμό και του πρόσφεραν μια ωραία τοποθεσία στη θέση Ψυχικό, για να χτίσει το θερινό του ανάκτορο.
Τον Απρίλη του 1914 ο ελληνικός στρατός αναγκάστηκε να αφήσει το Αργυρόκαστρο, εφαρμόζοντας έτσι πίστα τις αποφάσεις των ισχυρών, που σε μια τους διάσκεψη στο Λονδίνο παραχωρούσαν ολάκαιρη τη Βόρειο Ήπειρο στην Αλβανία.
Οι Αργυροκαστρίτες κάνανε τότε ταραχάς, και με κανέναν τρόπον δε δέχτηκαν να υπαχθούνε κάτω από το Αλβανικό σκήπτρο. Έτσι ανακήρυξαν τη Βόρειο Ήπειρο ως αυτόνομη, και σχηματίστηκε από το Χρηστάκη Ζωγράφο και η πρώτη προσωρινή κυβέρνηση. Αρβανίτες, Έλληνες και Τούρκοι, έρχονταν σε καθημερινάς προστριβάς. Τον Οκτώβρη τον ίδιον χρόνον, και με την έγκριση των Δυνάμεων, ο ελληνικός στρατός την ξαναπήρε με την εντολή να επιβάλει την τάξη. που είχε διασαλευθεί από τις έριδες του Βασιλιά Βηδ και του Εσάτ Πασά. Αργότερα, που η Ιταλία βγήκε στον πόλεμο παρά το πλευρό της Αγγλίας και της Γαλλίας, ζήτησε ως πρώτο αντάλλαγμα την παραχώρηση της Βορείου Ηπείρου στην Αλβανία. Οι Δυνάμεις, που είχαν τότε την ανάγκη της, δέχτηκαν την πρόταση της. κι έτσι το Μάη του 1917, τμήμα Ιταλικού στρατού, με αρχηγό το στρατηγό Μπεντίνι κατάλαβε το Αργυρόκαστρο και την 21 του ίδιου μήνα υψώθηκε για πρώτη φορά στο κάστρο της πόλης η Αλβανική σημαία. Τα πράγματα απόδειξαν πως η Ιταλία είχε τους σκοπούς της. Θέλησε, ακολουθώντας αχνάρια παλιά των προγόνων της, να αναστηλώσει την Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Τα όνειρα αυτά παράσυραν στο δρόμο της καταστροφής ένα ολάκαιρο κράτος. Πώς μπορεί κανείς να ξεχάσει τη μέρα, που ενώ όλη η ανθρωπότητα θλιβότανε για το μαρτύριο του Θεανθρώπου, ένας άξεστος και πρωτόγονος αρχηγός υπεδούλωνε ένα μικρό και ανυπεράσπιστο κράτος; Η θεία όμως δίκη μπορεί κάποτε να βραδύνει, αλλά πάντα φτάνει. Και να που έφτασε τώρα για να τιμωρήσει με το σκληρότερο τρόπο τους παραβάτας των ηθικών νόμων, κείνους που θέλησαν να γυρίσουν αιώνας πίσω την ανθρωπότητα.

Κυριακή 28 Οκτωβρίου 2012





1. Απόψε η νύχτα αγαπημένοι μου σύντροφοι  έχει μια μαγεία ανεπανάληπτη!!!.....Είναι η ίδια νύχτα, που πριν από εβδομήντα και κάτι χρόνια οι Έλληνες, έδειξαν στην παρηκμασμένη -και τότε- Ευρώπη, πως πολεμούν οι Ήρωες.
Η καρδιά μου χτυπάει δυνατά, τα μάτια μου δακρύζουν, συγκινούμαι όταν η σκέψη μου με οδηγεί στα χιονισμένα Ηπειρώτικα Ελληνικά βουνά, εκεί που τα παιδιά της πατρίδας μας έγραψαν με το αίμα τους τη νεώτερη Ελληνική Ιστορία.

2. Αυτά τα παιδιά θυμάμαι σήμερα!!!.....Ακολουθώ τα ίχνη τους στο χιόνι…..Νοιώθω τους χτύπους της καρδιάς τους, την παγωμένη ανάσα τους, την σιδερένια θέλησή τους για νίκη ή θάνατο!!!
3. Αυτά τα παιδιά γιορτάζω σήμερα!!!.....Υψώνω τη Σημαία και βλέπω την απόφαση στα μάτια τους…..Ακούω το πολυβόλο…..Ακούω την ιαχή «ΑΕΡΑΑΑΑ»!!! που ξεσηκώνει τα παιδιά μας και τρομοκρατεί τους Ιταλούς…..Οι Ιταλοί εισβολείς ούτε είχαν καμία σχέση με τις γελοιογραφίες των ελληνικών εφημερίδων της εποχής, ούτε ήρθαν στην πατρίδα μας εκδρομή, ούτε ήρθαν ν’ αφήσουν τα κόκαλά τους στη Πίνδο. Απεναντίας ήταν  πάνοπλοι, πολεμούσαν σκληρά και στην αρχή είχαν και κάποιες επιτυχίες.....Όμως οι Ιταλοί και ξεκίνησαν τον πόλεμο μπαμπέσικα -μισή ώρα πριν λήξει το τελεσίγραφο- και κυρίως τον τελείωσαν άτιμα, απαιτώντας παράδοση από έναν στρατό που τους είχε διαλύσει, τους είχε ξεφτιλίσει!!!
4. Κι όσο κι αν ακούγεται παράξενο σύντροφοι, κάθε ξημέρωμα της 28ης Οκτωβρίου ζω για άλλη μια φορά το έπος του ’40…..Το έπος του ’40 είναι ένα μικρό ταξίδι στην Ελλάδα που έχασα, στους Έλληνες που ψάχνω, στην ιστορία που προδόθηκε, στους αγώνες που ξεχάστηκαν, στην τιμή και την αξιοπρέπεια που μας κατάφεραν να μας στερήσουν, στη λήθη που προσπαθούν  να μας επιβάλουν…..Αυτούς τους Έλληνες ονειρεύομαι…..Αυτή την Ελλάδα οραματίζομαι…..Γι’ αυτή την πατρίδα ζω!!!

Τετάρτη 24 Οκτωβρίου 2012

Ένα μικρό λογοτεχνικό αφιέρωμα στο ΕΠΟΣ του '40.....Μέρος ΙΙ, 2012.....Γουλιέλμου Άμποτ, "Κορυτσά"


Είναι μεγάλη η συγκίνηση που αισθάνονται όλοι οι συμπατριώτες μας, όταν θυμούνται στιγμές απ’ τα μεγαλειώδη γεγονότα του ’40, που επισφράγισαν με ανεξίτηλη δόξα την ιστορική πορεία του Έθνους μας.....Το Ελληνικό Έθνος αισθάνεται περήφανο για το μεγάλο ΟΧΙ της 28ης Οκτωβρίου του 1940, που αποτέλεσε την αρχή μιας εκστρατείας που όλοι σήμερα την ονομάζουν «Έπος», που κάλυψε ένα ένδοξο μέρος της Ελληνικής ιστορίας και που περιέχει σε αφθονία τα δύο στοιχεία που συνθέτουν -σε γενικές γραμμές- την ιστορία…..τα γεγονότα και το άρωμα της εποχής. Και τα γεγονότα έχουν καταγραφεί από ιστορικούς, ώστε αφενός  να μπορούν οι ενδιαφερόμενοι να «χωθούν» στα βιβλία για  γνώση και εξαγωγή συμπερασμάτων, αλλά και αφετέρου άλλοι μεταγενέστεροι ιστορικοί να μπορούν να τ’ αποκαταστήσουν έστω και αν έχουν περάσει χρόνια πολλά…..αιώνες. Το άρωμα όμως σύντροφοι, όπως κι όσο το αισθάνθηκαν οι πρωταγωνιστές -και στη δικιά μας περίπτωση ολόκληρος ο Ελληνικός λαός- την εποχή των γεγονότων, χάνεται απ’ τον άνεμο του χρόνου, ακόμη και γι αυτούς που τα έζησαν.....Κι είναι αλήθεια ότι το «Έπος του 40», ένα γεγονός ιστορικά απροσδόκητο για όλο το κόσμο, αδικήθηκε κατάφωρα από τα μετέπειτα γεγονότα…..την Κατοχή, την Αντίσταση, τις εκτελέσεις, τα Δεκεμβριανά του ’44, το Συμμοριτοπόλεμο, τη νίκη και την απαράδεκτη συμπεριφορά των νικητών…..γεγονότα γερά, γεγονότα δύσκολα που το σκέπασαν, το σφράγισαν βιαστικά και το κλεισαν στο αρχείο προτού καταλαγιάσει στις μνήμες των Ελλήνων και συνειδητοποιηθεί το μεγαλείο του…..άνοιξε αργότερα, πολύ αργότερα…..όμως άνοιξε γερά!!!, και μας έμαθε με το καλύτερο τρόπο ότι το πάθος για μια ελεύθερη Πατρίδα είναι το πρώτο καθήκον όλων των Ελλήνων.....Έτσι λοιπόν κι εγώ –μπαγάσας άλλωστε- με την ευκαιρία των ημερών –και στηριγμένος σε μια ιδέα του ΛΑΒΥΡΙΝΘΟΥ, τεύχος 28, Οκτώβριος 2005- προτίμησα να τη θυμηθώ μ’ ένα μικρό λογοτεχνικό αφιέρωμα διανθισμένο με τις αφίσες του ΓΕΣ, τα σκίτσα του ζωγράφου του Έπους Αλέξανδρου Αλεξανδράκη και διάφορα μικρά και ξεχασμένα μνημεία απ' όλες τις γωνιές της πατρίδας μας για να τονίσω –αλλά και να νοιώσω- το άρωμα της εποχής.....Τα κείμενα είναι μικρά γραμμένα –από Έλληνες διανοούμενους- εκείνη την εποχή, όταν ο Έλληνας φαντάρος έγραφε σελίδες ανεξίτηλης δόξας και πρωτοφανούς ηρωισμού. 
Αλέξανδρος Αλεξανδράκης, «παρατηρητήριον»
Καλή ανάγνωση σύντροφοι!!!



Ο Γουλιέλμος Άμποτ γεννήθηκε στην Αθήνα το 1906…..Σπούδασε φυσική και μαθηματικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και μετεκπαιδεύτηκε στο Γαλλικό Ινστιτούτο Αστροφυσικής, στο Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν και στην Αλάσκα…..Διετέλεσε υφηγητής της Αστρονομίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών το 1948, ενώ παράλληλα δίδασκε στην Αναργύρειο Σχολή Σπετσών. Επίσης δίδαξε στο γεωφυσικό ινστιτούτο της Αλάσκα…..Μεταπολεμικά, εργάστηκε σε έργα ανακατασκευής του βομβαρδισμένου λιμανιού του Πειραιά…..Όμως μαζί με την επιστημονική του δραστηριότητα, ο Άμποτ ασχολήθηκε και με τη λογοτεχνία…..Το μυθιστόρημα του «Γη και Νερό» (1936), με επίκεντρο τις ιστορίες των χανσενικών κατοίκων της Σπιναλόγκας, προκάλεσε ευμενή σχόλια για το νεωτερικό του ύφος και την προβληματική του πάνω σε σύγχρονα πολιτικά και κοινωνικά ζητήματα της Ελλάδος και του κόσμου γενικότερα…..«Η Επιδρομή» (1946) ασχολείται με τον Μακεδονικό Αγώνα…..Το «Δημήτριος Γαβριήλ» (1960), που είναι ένα χρονικό του ξενιτεμού,  τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος…..Ακολούθησαν τα μυθιστορήματα «Ιόλη» (1970) και «Συμεώνοφ» (1974), που τιμήθηκε με το βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών και τα διηγήματα «Εγώ ο Νόμος», για το οποίο ο συγγραφέας απέσπασε το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος (1977)…..Πέθανε στην Αθήνα το 2001.                                                                                                                                       

Παιανία, 28 Οκτωβρίου 2012

Γουλιέλμος Άμποτ, «Κορυτσά» 
Είχε τελειώσει ο εσπερινός των Εισοδίων. Ο νεωκόρος Αντρέας αμπάρωσε με τη βοήθεια του ε­πιτρόπου την είσοδο, μετά έσβυσε τα κεριά, σχεδόν όλες τις καντήλες, και βγήκε απ' τη βορεινή πόρτα, που τη διπλοκλείδωσε. Η νύχτα κατέβαινε, η σκάλα, η αυ­λή, η πύλη, εγκαταλείπονταν απ' την ι­σχυρότατη συντεχνία των ζητιάνων και τους όχι λιγότερο ισχυρούς πραματευτάδες εικονισμάτων και φυλαχτών. Ώσπου να φτάσει στο σπίτι, σκοτάδι αδια­πέραστο είχε απλωθεί στο χωριό. Αφού έφαγε, έμαθε τα καλά νέα από περαστι­κούς που είχαν ακούσει το ράδιο του κα­φενείου, αλλ' η χαρά κράτησε λίγο, γιατί πλάγιασε κι ευθύς αποκοιμήθηκε. Συνή­θως έκανε μια βόλτα ως το λιμάνι, για να δει τι γίνεται, αλλά τώρα η Τήνος, όπως ολόκληρη η Ελλάδα, βουτηγμένη στο σκοτάδι, κοιμότανε νωρίς επειδή ήτανε πόλεμος.
Ήτανε περασμένα μεσάνυχτα και ψυ­χή ζωντανή έξω δεν εσάλευε, όταν χτύ­ποι αλλεπάλληλοι στο παράθυρο, όπως του φάνηκε, τονέ ξύπνησαν. Φώναξε, «Ποιος;», αλλά δεν έλαβ' απάντηση. Έγυρ' έξω απ' το κρεβάτι και άκουσε…..Το πάφλασμα των κυμάτων στο γιαλό και στο χαλασμένο μώλο, ο αχός του πελά­γου και το αεράκι που φυσάει τέτοια ώ­ρα στο παραθαλάσσιο, ήτανε ψίθυροι, α­παλοί σα χάδια στο νησί, και δεν αρκούσανε για να ξυπνήσει ένας Αντρέας τόσο υπναράς, που συχνά χρειαζόταν τράβηγ­μα για να βγει απ' το βασίλειο του Μορφέως. Εξ άλλου, αισθανόταν υγιέστα­τος…..Μήπως ήτανε συναγερμός;…..Μα αν ήταν, ο παρατηρητής θα ξαναχτυπούσε και θα περίμενε, όπως έκανε πάντα, να τόνε δει να φεύγει τρέχοντας για να ση­μάνει τις καμπάνες, προτού ξαναπάρει τη θέση του στο παρατηρητήριο. Επιτέ­λους σηκώθηκε κι άνοιξε το παντζούρι. Στον όρμο ήταν ησυχία και ερημιά. Η υ­γρασία του έδωσε ρίγος` έσβυσε το λυ­χνάρι και κουκουλωνόταν, όταν άκουσε μια φωνή, τη φωνή της συνειδήσεως. Του είπε ότι γυρεύει υπεκφυγές και ότι, αν είναι συναγερμός, για να μη χάσει το χουζούρι του αυτός, οι χωριανοί του ί­σως κινδυνέψουν. Και δεύτερη φωνή ακούστηκε που τον φοβέριζε αν δεν έκανε αυτό που τον είχανε τάξει. Σηκώθηκε πε­ρίτρομος, φόρεσε το παλτό του, κι έτρε­ξε καταδιωκόμενος απ' το φάσμα της ευ­θύνης, που την έτρεμε, όπως οι περισσό­τεροι.
Πίσ' απ' τα ανατολικά βουνά του νη­σιού, το τελευταίο τέταρτο του φεγγα­ριού ετοιμαζόταν ν' ανατείλει και να ντύ­σει το Αιγαίο στα χρυσά. Αλλά και οι πολλοί ήλιοι, οι τόσο μακρυνοί, που η μι­κρή τους λάμψη μαρτυρεί το μέγεθος της δημιουργίας, φέγγαν αρκετά για να μπορέσει ο Αντρέας να πάει τρέχοντας, μήπως τονέ προλάβουνε τ' αεροπλάνα, στη Μεγαλόχαρη, και, με το σκοινί στα χέρια, περίμενε.
Ήτανε θαυμάσια νύχτα, χωρίς κρύο, με σύννεφα σκορπισμένα στον ουρανό, σα μαύρα χάσματα της αστροφεγγιάς, Ορατό απ' το καμπαναριό, το στερέωμα έμενε αγνό, τα πρωταρχικά του στοιχεία αλώβητα απ' τα έργα της μεγαλοφυίας, αφού τα μόνα πετάμενα που φάνηκαν κοντά στον Αντρέα, ήταν άκακα κουνού­πια. Με αίσθημα ανακούφισης, αλλά και δυσαρέσκειας για το λάθος, ο Αντρέας ξαναβρήκε το κρεβάτι του, αλλ' όχι και τον ύπνο του. Μόλις πλάγιασε, νάτηνε πάλι η αγωνία ότι κάποιος τόνε γύρευε, τον ήθελε, ότι κάπου έπρεπε να πάει, ότι κάτι σοβαρό συμβαίνει. Ξαναγύρισε στην εκκλησιά, ξεκλείδωσε τη βορεινή πορτούλα κι άρχισε επιθεώρηση του εσωτε­ρικού, μήπως είχαν πάθει τίποτα το σπίτι ή η περιουσία της Θεοτόκου. Είχε ακούσ' ιστορίες για τηλεπάθεια και κακά προαισθήματα, και κανένας δε θα του 'βγαζε τώρα απ' το νου ότι η αγωνία αυτή ήτανε μήνυμα κακού.
Στη βασιλική μέσα καίανε δυο καντή­λες, μια στο τέμπλο, η άλλη μπροστά στην εικόνα της Μεγαλόχαρης, λιγοστός φωτισμός που δε φαινόταν απ' έξω. Οι κύκλοι του φωτός αυτών των καντηλιών ήταν τόσο περιορισμένοι, που και το ε­σωτερικό της εκκλησίας έμενε στο σκο­τάδι. Ο Αντρέας έφερε με μέθοδο βόλτα όλες τις γωνιές, και ο φωτεινός κύκλος του κλεφτοφάναρου που κρατούσε δεν παρέλειψε κανένα απ' τα αναθήματα και τ' αφιερώματα που αιωρούνται απ' την οροφή και γεμίζουν, από ενάμισυ ανθρώπινο μπόι κι απάνω, τον αέρα. Ο φόβος της κλοπής λιγόστευε, αλλ' όταν τέλειω­σε το γύρο χωρίς να σημειώσει την παραμικρή ανωμαλία, η αγωνία, αντί να φύγει, έγινε πιο δυνατή.
«Τι μπορεί να 'ναι»,  έλεγε και ξανάλεγε. Άρχισε δεύτερο γύρο. Αυτή τη φορά φώτιζε τα αδύνατα σημεία του κτίριου, τα τόξα, τις κολόνες, κι επειδή η δέσμη έφταν' ως εκεί, τα σημεία της οροφής απ’ όπου κρέμονταν πολύ βαρειά αντικείμε­να, πολυέλαιοι και μεγάλες καντήλες. Ποτέ η εκκλησιά αυτή δεν του φάνηκε τόσο στέρεη. Δεν ήταν ούτ' αυτό. Συλλογίστηκε, ξάφνου, τα πάμπολλα μικρά  αναθήματα, διαμαντικά, δαχτυλίδια, σκου­λαρίκια, περιδέραια, που στολίζουνε την εικόνα, τόσο πολλά, που αν έλειπε κανέ­να, μονάχα απ' την αδειανή θέση θα  καταλάβαινε. Αυτά συνήθως κλειδώνουνταν τη νύχτα σε χρηματοκιβώτιο, αλλ ί­σως απόψε να ξεχάστηκαν, και κανένας ιερόσυλος…..Η σκέψη τού έφερε φρίκη. Τους έτρεμε τους ιερόσυλους. Όχι τόσο για το υλικό κακό, όσο για την ηθική ά­βυσσο που τους χώριζε απ' τους άλλους ανθρώπους! Είχαν στα μάτια του κάτι το παραμορφωμένο, το άμορφο, το τερα­τώδες…..Μήπως εφέτος, ανήμερα το Δεκαπενταύγουστο, δεν ήρθαν ιερόσυλοι; κρυφοί σα λωποδύτες, μέσα στη σκοτει­νή θάλασσα;…..Ένοιωσε φρίκη μόνο που το θυμήθηκε…..Να ένα ασημένιο καράβι μέσα στο φως του φαναριού, αστραφτε­ρό ανάθημα μετέωρο, με τα φουγάρα, ά­γκυρες, γέφυρα, κατάρτια, δώρο ενός ναυτικού, ευχαριστήριο για τη σωτηρία του καραβιού του…..Η θέα του τού θύμισ' εκείνες τις στιγμές προτού αρχίσει η περιφορά της θαυματουργού εικόνας, κι ε­νώ τελείωναν οι ετοιμασίες, φοβερός κρότος συγκλόνισε τα ουρανοθέμελα, έπειτα κραυγές του κόσμου, σφυρίγματα βαποριών, και τέλος καπνοί με φλόγες που φεύγαν απ' τα ταραγμένα νερά σα να έκαιγε στη θάλασσα από κάτω ηφαίστειο. Μετά το πνίξιμο της «Έλλης», ο κόσμος είχε παρακολουθήσει την εκφορά και έφυγε για να ξαναρθεί του χρόνου…..Αλλά καθώς κοίταζε το ασημένιο καραβάκι που κρεμόταν από πάνω του  λες και το ψηλόβλεπε πατώντας στο βυθό της θάλασσας, του 'ρθε σαν έκλαμψη το κακό όνειρο που τον είχε ξυπνήσει, που είχε ξεχαστεί και που τώρα το θυμόταν…..Περπατούσε, έβλεπε στον ύπνο του προτού ξυπνήσει, στο βυθό της θάλασσας, κι ο ήλιος έξω έστελνε ανταύγεια πράσινη, και γύρω του η άμμος ήτανε σπαρμένη με άστρα θαλάσσια, αχινούς και ανεμώνες, και άλλα μακρυά πράματα σαν ίσκιους, ξάφνου τέσσερα κανόνια ορθώθηκαν, σιγανά σα μέλη βρυκόλακα, και βάλλαν μαζί μια σιωπηλή ομοβροντία, και οι λάμψεις φώτισαν κόκ­κινο τον τόπο γύρω. Ύστερα τα κανόνια ξαναγύραν μέσα στα φύκια, τα ψάρια τα­ραγμένα φεύγαν δώθε-κείθε, κι ένα τόνε κούτρησε` τότε ξύπνησε... Αλλ' αυτό δεν μπορούσε να 'ναι η αιτία της ανησυχίας του της μεσονύχτιας.....Κάτι άλλο θα συμβαίνει, ήτανε βέβαιος.....Έριξε τη δέ­σμη στην εικόνα, για να 'ναι η επιθεώρηση πλήρης και να 'ναι ήσυχος κι αυτός.
Είδ' αμέσως ότι τα τιμαλφή λείπανε` ο επίτροπος, τώρα μάλιστα με τα σκοτάδια και τους συναγερμούς, δεν παρέλειπε να τα κλειδώνει στο χρηματοκιβώτιο κάθε βράδυ. Ώστε.....Του ξέφυγε η φωνή, το φανάρι έπεσ' απ' τα χέρια του κι έσβυσε. Το καντήλι έφεγγε  τ' ασημένιο πουκάμισο, την κορνίζα, όλα, εξόν απ' το πρόσωπο` το πρό­σωπο δεν υπήρχε. Η εικόνα ήταν στη θέση της, η Θεοτόκος όμως είχε φύγει από μέσα. Η πρώτη σκέψη που έκανε όταν συνήλθε, - και άργησε να συνέλθει, - δεν ήταν ότι έφυγε η πηγή του πλούτου του νησιού αυτού, καθώς και του ιδρύματος που ήταν υπάλληλος του, Αν ήτανε τέ­τοιος άνθρωπος, ο Αντρέας ασφαλώς θα εξακολουθούσε τον ύπνο του ατάραχος. Απόδειξη ότι κανένας επίτροπος δεν είχε ξυπνήσει από αγωνίες, ούτε κανένας κάτοικος του νησιού. Μονάχ' αυτός. Έκανε να τρέξει να σημάνει τις καμπάνες, αλλά όσο και να τραβούσε και να πάλευε, η κλειδωνιά, που λειτουργούσε ως χτες θαυμάσια, είχε πάψει να δουλεύει και η πόρτα δεν άνοιγε. Όσο και να φώναζε, όπως και φώναζε, ποιος να τον ακούσει τέτοια ώρα; Με την ελπίδα ότι, αν  κανένας περαστικός τον άκουγε, θα 'ταν αρκετά γενναίος να 'ρθει να δει τι τρέχει, βάλθηκε να βροντάει και να ζητάει βοήθεια.

Όσοι απ' τους άντρες της πρώτης ομάδας  εξορμήσεως, χαμηλότερα απ' την οχυρωμένη κορυφή 1240 της Μόροβας, λαγοκοιμούνταν πίσω από θάμνους και βράχια, ξύπνησαν από γδούπους κοντά εκεί. Ήταν το πυροβολικό τους, το ελληνικό πυροβολικό, που χτυπούσε τις οχυρώσεις της κορυφής. Ανασηκώθηκαν απ' τη λάσπη που πήραν μαζί κολλημένη και στα κράνη, και, σκυμμένοι για να μη φαίνονται, ανάψανε τσιγάρα, πράγμα που απαγορεύεται. Και ετοιμάζονταν, γιατί, μόλις σταματούσε το σφυροκοπάνημα τούτο του εχθρού, θα βγαίνανε. Το φεγγάρι, στο τελευταίο τέταρτο, φώτιζε το βουνό, επίσης και οι εκρήξεις στα οχυρά του εχθρού ρίχνανε φως σε μικρή ακτίνα. Ξαφνικά ακούστηκε η φωνή, «Τις ει;» Κι επειδή ξανακούστηκε χωρίς απάντηση, μερικοί ανασηκώθηκαν, και κρατώντας γυρισμένα στη φούχτα τα τσιγάρα, κοιτάζανε χωρίς ν' απαντούνε σε όσους, επειδή δεν τους έκανε κέφι ν' αφήσουνε το κάλυμμα τους, ρωτούσαν τι συμβαίνει.
Σε δέκα μέτρα περίπου απόσταση, στεκόταν μια γυναίκα. Άλλοι τη βλέπανε με άσπρα, άλλοι μαυροφορεμένη. Οι Ιτα­λοί θα την είδανε, γιατί αμέσως αρχίσα­νε θεριστική βολή προς το μέρος της` έ­νας απ' τους Έλληνες φώναξε. «Ποια εί­σαι, μωρή, τι θες;» «Σσσ»! τον κράτησε ο σύντροφος του. «Τήνε ξέρω, είναι η Με­γαλόχαρη, έχω πάει στην Τήνο, ήμουνα κει φέτος.....» Προτού προλάβουνε να σχολιάσουνε τι σημαίνει αυτό, το πυροβολικό σώπασε. Μαγεμένος, ο ανθυπο­λοχαγός κοιτάζει, σα να περίμενε διαταγές. Εκείνη έγνεψε, και έφυγε γρήγορα εμπρός, και χωρίς τάξη, χωρίς προφυλά­ξεις, οι στρατιώτες την ακολούθησαν. Δεν τηνέ χάσαν ούτε στιγμή. Κρατούσαν ακριβώς το ρυθμό της. Μέσα από σύρματα, από πολυβόλα, ημιμόνιμα οχυρά, κρατώντας το βήμα έτσι που η απόσταση που τους χώριζε απ' αυτήν να μη μεγαλώνει, τα ρίξανε όλα τα όπλα, τις μηχανές, τους γαιόσακκους, τα σύρματα και τα παλούκια, και φτάσανε στην κορυφή απ' όπου φαινόταν ανυπεράσπιστη η Κορυτσά. Θ' ακολουθούσαν ακόμα τη γυναίκα αυτή, αν τηνέ βλέπαν, μακάρι και στα πέρατα της οικουμένης. Αλλά χάθηκε, όπως χάθηκε και η πνοή από τους σκοτωμένους που πέσανε για την εκπόρθηση του τελευταίου οχυρού της Μόροβας. Έπειτα, όσοι ζωντανοί απ' τους νικητές, κατέβηκαν στην Κορυτσά, κι ο Αντρέας γραφτό του ήταν να είν' ο μόνος άνθρωπος που έμαθε τι κάναν και πού πήγανε οι άλλοι. 


Αν έπαιρνε ο Αντρέας μια δραχμή για κάθε χτύπημα, ασφαλώς θα είχε κάνει κομπόδεμα ως τη στιγμή που τα χέρια του, πρησμένα και πονεμένα, βρήκανε το έλεος που από ώρα ζητούσαν. Και κού­ραση γενικότερη άρχισε να αισθάνεται, και πεποίθηση ότι θα περνούσε το υπό­λοιπο της νύχτας εκεί μέσα. Είχε στήσει βίγλα στο παράθυρο, κι αν παρουσιαζό­ταν ευκαιρία, καμιά ζωντανή ψυχή δηλα­δή, θα την έβλεπε, γιατί το φεγγάρι είχε ανατείλει και ανεβεί ψηλά, ο κόσμος έξω έφεγγε. Φύλαγε τις λίγες του δυνάμεις να τις ξαπολύσει ενάντια στα παράθυρα, όταν θα είχε ελπίδα επιτυχίας. Κι ακριβώς όταν άρχισε να το παίρνει απόφαση ότι προτού χαράξει δε θα γεννιόταν τέτοια ελπίδα, είδε μέσ' στο φεγγαρόφωτο κόσμο πολύ να μπαίνει στην αυλή και ν' ανεβαίνει τη μεγάλη μαρμάρινη κλίμακα που έφτανε στην πόρτα της βασιλικής.
Αυτό ήταν ανέλπιστο, απροσδόκητο. Πώς και πώς να περιμένει άνθρωπο, και να του έρθει, τέτοια ώρα μάλιστα, ολόκληρο ασκέρι!..... Έτριψε τα μάτια μήπως απ' την κούραση και τη λαχτάρα του εί­χανε γελαστεί, και ξανακοίταξε. Δεν εί­χαν γελαστεί. Δοκίμασε να σηκώσει την αμπάρα, αλλά ήτανε βαρειά. Γύρισε στο παράθυρο· ο κόσμος ερχόταν. Αλλά πώς θ' ανοίξει; Πρέπει να τους φωνάξει ότι η βορεινή πόρτα ήταν ξεκλείδωτη, από κει να δοκιμάσουν. Έδωσε γροθιές στο τζάμι, αλλά κανένας δε γύρισε, ούτε τον πρόσεξε. Χωρίς να καταλαβαίνει, τους είδε όλους να μπαίνουνε στην εκκλησιά. Και είδε ότι ήταν άντρες όλοι, στρατιώτες, εκτός από μια γυναίκα που βάδιζε με τους πρώτους, στα σκούρα ντυμένη, και μιλούσε ζωηρά και γελούσε μ' αυτά που της λέγαν. Οι δυο πιο ζωηροί ήταν αυτός που είχε φωνάξει «ποια είσαι, μωρή», κι ο σύντροφος του που του 'πε «να σωπάσει γιατί την ήξερε». Και οι δυο τής μιλούσαν μαζί, και από εκφράσεις και χειρονομίες φαίνεται ότι ο πρώτος εξη­γούσε στη γυναίκα τι λάθη είχε κάνει ο διπλανός του, κι εκείνος με τη σειρά του τα 'ριχνε στον κατήγορο του, ή σε κά­ποιον τρίτο, που δεν ήταν εκεί. Ωστόσο λόγια δεν άκουγε ο Αντρέας. Μόνο βου­ητό σαν από μακρυνή κουβέντα, κι ήταν δίπλα του σχεδόν. Η γυναίκα παρακολουθούσε τι της λεγόταν, δε φαινόταν να 'χει γνώμη, από το ύφος και το γέλιο της, όμως, ήτανε φανερό ότι προσπαθούσε να συμβιβάσει τους δυο και το γύριζε στ' αστεία, έτσι που η συζήτηση να μη γίνει ανάρμοστα βίαιη και σοβαρή. Όταν μπή­κανε, τους είπε να σωπάσουν.....Ο Αντρέας αναγνώρισε τη Μεγαλόχαρη. Κι' εκείνη γύρισε προς το μέρος του και του χαμογέλασε σα σε φίλο. Ο κόσμος γέμισε την εκκλησιά, κι ο Αντρέας ακίνητος στο παράθυρο, περίμενε να δει τι θα γίνει.
Στην αρχή ήταν ακαταστασία, όπως όταν πλήθος μπαίνει σε αίθουσα, προ­τού ο καθένας πάρει την ορισμένη του θέση. Ένα φέγγος διαχεόταν παντού. Κανένας απ' τους στρατιώτες δεν είχε ό­πλα, μόνο τις στολές τους, ενώ το κάτω μέρος του σώματος χανότανε σε ακαθό­ριστη σκιά, κοινή για όλους. Μόνο τ' α­πάνω ήταν ξεχωριστά και καθαρά, κι εκφραστικά τα πρόσωπα, έναν-έναν τον ή­ξερες. Ήταν ασκεπείς, χωρίς κράνη, κι ο Αντρέας έβλεπε στον καθένα τα ίχνη της πληγής του, σα λεκέδες από αίμα.
Ο ανθυπολοχαγός, ένα παιδάριο, που ήταν δίπλα στη Θεοτόκο, κάτι της είπε, κι εκείνη απάντησε ζωηρά κι έμοιαζε σα να 'θελε να τονέ  πείσει. Φανερό ήταν πως κάτι έφταιξε του νέου και θα της έκανε παράπονα, αλλά όταν άκουσε τις εξηγή­σεις, πήρε ύφος ανθρώπου που συμφω­νεί, αφού έτσι είχαν τα πράματα. Ο νέος αυτός, που είχε τραύμα στο κεφάλι, γύ­ρισε και είπε στους άλλους ότι η Μεγα­λόχαρη δεν ήρθε ανήμερα των Εισοδίων να κάνει το θαύμα της, όπως είχε τάξει, γιατί έπρεπε να δώσει το «παρών» στο εκκλησίασμα του νησιού. Έπειτα ο νέος, που μόλις είχε βγει απ' τη Σχολή των Ευελπίδων, πρόσθεσε ότι, αφού ήρθε, η αργοπορία μιας μέρας δεν ήτανε τίποτα. Λέγοντας πήρε τη θέση του στο δεξιό χορό, συγυρίζοντας τα μαλλιά του, λασπωμένα και ανάκατα, και περίμενε. Η Θεοτόκος παρακάλεσε πάλι τους δυο καυγατζήδες, που είχανε ξαναπιαστεί, να σωπάσουν επιτέλους, στάθηκε στη μέση της εκκλησίας κι αντίκρυσε τον Πα­ντοκράτορα. Τότε ο Αντρέας κατάλαβε ότι αυτοί ήταν οι νεκροί της Μόροβας και ότι θα κάνανε δοξολογία. 
Η Παναγία εδόξασε τον Κύριο για τη νίκη και ο ανθυπολοχαγός έψαλλε το «Σε υμνούμεν, Σε δοξολογούμεν, Κύριε» με ωραία καθαρή φωνή, πολύ νεανική, φάνηκε του Αντρέα, και η δοξολογία προχώρησε, χωρίς να τηρηθεί αυστηρά το τυπικό, που άλλωστε κανένας δεν το είχε σπουδασμένο εκεί μέσα. Κι ενώ ως το τέλος οι σκιές μέναν όπως ήτανε στη ζωή, με τις στολές, τη μορφή, τα γαλόνια και τα τραύματα, ξαφνικά άρχισαν οι πληγές να χάνονται, και χάθηκαν κι οι στολές, κι οι μορφές, αγιασμένες, γίνηκαν ακαθόριστες σα νέφη. Συγχρόνως, ενώ ως τότε κανένας, εξόν από τον αξιωματικό, δεν έψαλλε, τώρα ένας ψίθυρος μελωδικός σηκώθηκε και αντήχησε παντού, «Μεσίτεψε για μας. Παρθένα, σώσε μας και διώξε μακρυά λύπες και έγνοιες». Και σκέπαζε τις άλλες η καθαρή νεανική φωνή του ανθυπολοχαγού, που δεν είχε ούτε γαλόνια, ούτε τραύμα, ούτε λάσπες, αλλ' ήταν σκιά όπως οι άλλοι
Αφού τελείωσαν τη δοξολογία της νί­κης, έψαλαν το «Ταις πρεσβείαις της Μη­τρός σου, δωρήσαι ελέη τω λαώ σου.....» Το 'ψαλαν σκυμμένοι κάτω σα να ήταν γονατιστοί, απ' όσο μπορούσε ο Αντρέ­ας να καταλάβει απ' τη σίαση που είχαν οι σκιές. Κι η Θεοτόκος, που διατηρούσε καθαρή μορφή και που δεν είχε γονατί­σει, δεήθηκε αμέσως ύστερα, για να δο­θεί σε όσους ήταν εκεί παρόντες καλή θέση, ανάμεσα σ' όσους πέσαν υπέρ πατρίδος, ανάμεσα στους Ιερολοχίτες και στους τόσους άλλους. Και δόξασε κατό­πι τον Πατέρα και το Γιο της και το Άγιο Πνεύμα, λέγοντας, «Τριάς, σώσε τις ψυ­χές τους».
Ο Αντρέας παρακολουθούσε και κοίταζε. Ήτανε απλός άνθρωπος, αγνός, α­γαθός, χωρίς μόρφωση, χωρίς πονηριά, και βρισκόταν εδώ επειδή θέλησε να κά­νει το χρέος του. Ήτανε μια εξαιρετική εύνοια, να μπορέσει να τα δει αυτά. αυ­τή την προετοιμασία για την είσοδο στα Ηλύσια Πεδία, στον Παράδεισο. Μολα­ταύτα, επειδή υπάρχει ιεραρχία στη θυσία και δεν ήταν ένας απ' αυτούς, αν και δοκίμασε, δεν μπόρεσε να μιλήσει στους κοντινούς του. Του 'καναν νόημα να σωπάσει. Και τι να τους πει; Τι ήτανε η μικρή θυσιούλα του ύπνου του. μπροστά στη θυσία που 'χανε κάνει τούτοι; Ήταν τόσο μεγάλη η θυσία της ζωής! Ήταν παμμεγίστη! Περιττό λοιπόν να τους κάνει το συνάδελφο. Δεν ήταν. Συλλογίστηκε τους σταυρούς, τα κυπαρίσσια, την κουκουβάγια, και είχε την ψευδαίσθηση ότι αυτά τα είχε περάσει, ότι το όνομα του ήταν κιόλας γραμμένο σε κανένα ξύλινο σταυρό, έξω στον κόσμο. Εκστατι­κός και όλος απορία, παρακολούθησε τώρα την έξοδο. Σιγά-σιγά άρχισαν να πηγαίνουν προς το ιερό, προς ανατολάς, όπου ένα φως, καταγάλανο, σα σύννεφο από άστρα λαμπερά, θάμπωνε τις λεπτομέρειες, τις κολόνες, το τέμπλο, και το φέγγος αυτό απλωνόταν, και από πάνω μόνο φαινόταν ο Παντοκράτωρ. Εκεί ό­που χάνονταν ένας-ένας μέσα στο φέγ­γος αυτό, στεκόταν η Παναγία και τους χαιρετούσε καθώς περνούσαν. Προτού χαθούνε μέσα στο φως του ιερού, έλεγαν, «Χαίρετε, για χατήρι σας βρήκαμε παράδεισο, Ας είσαστε καλά». Τελευταία πέρασε η σκιά του αξιωματικού· σ' αυ­τόν η Παναγία χαμογέλασε με ιδιαίτερη εύνοια, τον ρώτησε αν ήταν τώρα εντε­λώς καλά, όπως θα 'κανε μια νοσοκόμα, κι εκείνος έγνεψε ναι. Κι ύστερα, καθώς αρχίσανε να λαλούνε τα κοκόρια στους αυλόγυρους της Τήνου, το φέγγος χάθηκε, κι η εκκλησιά βρέθηκε έρημη και βουτηγμένη στο φυσικό ημίφως από την έξω φεγγαράδα.
Μόνη πια, η Μεγαλόχαρη πέρασε τότε το νάρθηκα πηγαίνοντας προς την ει­κόνα, αλλά προτού φτάσει, έξαλλος ο Αντρέας έτρεξε και γονάτισε μπροστά της θέλοντας να ασπασθεί την άκρη του φορέματος. Αλλά έπιασε αέρα. Μόνο άκουσε έναν ψίθυρο, -Όταν μ' ευχαριστούνε εμένα, μεθαύ­ριο, πες τους αυτούς να μνημονεύουν ε­σαεί.

Τώρα στον κύκλο της εικόνας η μορφή της Μεγαλόχαρης ήταν όπως πάντα, γαλήνια, όπως την ήξερε, Παραφύλαξε μερικά βράδυα, και είδε ότι ταχτικά χά­νονταν το πρόσωπο απ' την εικόνα, και κάθε πρωί, προτού λαλήσουν τα ορνίθια, γινόταν η ίδια τελετή. Αλλά τα έβλεπε μόνο αυτός ο Αντρέας. Έπλεξε ένα στεφάνι από πικροδάφνη και θαλασσιά φύκια και το κρέμασε γύρω στην εικόνα. Κανένας επίτροπος δεν μπόρεσε να μάθει ως σήμερα ποιος είχε προσφέρει αυτό το παράξενο αφιέρωμα. 



Σάββατο 20 Οκτωβρίου 2012

100 χρόνια απ' την έναρξη των Βαλκανικών πολέμων.....Το πλοίο-μουσείο Θωρηκτό "Γεώργιος Αβέρωφ"

1. Είναι ζήτημα αγαπημένοι μου σύντροφοι εάν στην παγκόσμια ιστορία του πολεμικού ναυτικού θα συναντήσουμε άλλο πολεμικό πλοίο που να συνδέθηκε για σχεδόν μισό αιώνα με την ιστορία, τα όνειρα  και τα πεπρωμένα ενός έθνους εκτός απ’ το θωρηκτό «Γεώργιος Αβέρωφ», που μαζί με τον διοικητή του Ναύαρχο Παύλο Κουντουριώτη, συνέδεσε άρρηκτα τ’  όνομά του με τη διαμόρφωση ιστορικών γεγονότων εθνικής εμβέλειας χωρίς ποτέ να ηττηθεί…..Κι ακόμα και στην ειρήνη η ψυχή του «τυχερού Μπάρμπα Γιώργη» παρέμεινε ζωντανή κι ετοιμοπόλεμη, έτοιμη για την τελευταία μάχη…..Και νίκησε!!!, μιας κι ο έρανος που προκήρυξε το Πολεμικό Ναυτικό για τη συμβολή στα έξοδα αποκατάστασης του πλοίου είχε εξαιρετικά και ίσως απρόσμενα αποτελέσματα, απόδειξη του ισχυρού συμβολισμού του που  για δεκαετίες είχε εδραιωθεί στη συλλογική συνείδηση των Ελλήνων…..Και σήμερα πια το Θωρηκτό «Γεώργιος Αβέρωφ» σαν «πλοίο εν ενεργεία», στέκεται αγέρωχο στο Φάληρο, φωτεινό σύμβολο της ελληνικής ναυτοσύνης και του πολεμικού ηρωισμού των Ελλήνων.



Ο πίνακας απεικονίζει  το πρωινό της 3ης Δεκεμβρίου 1912 τη στιγμή που το «Αβέρωφ» 
επιτίθεται στο Τουρκικό θωρηκτό «Τοργκούτ»
Εκτίθεται στο πλοίο-μουσείο «Γεώργιος Αβέρωφ»   
Είναι γεγονός σύντροφοι, το ότι το θωρηκτό δεν άργησε ν’ αναλάβει δράση μετά την παραλαβή του…..Τον Οκτώβριο του 1912, με την έναρξη του Α’ Βαλκανικού Πολέμου, το «Γεώργιος Αβέρωφ», επικεφαλής του στόλου του Αιγαίου και με διοικητή το Ναύαρχο Παύλο Κουντουριώτη, απέπλευσε προς τα Δαρδανέλια. Κατέλαβε τη Λήμνο, το Άγιο Όρος και τα νησιά του βόρειου και ανατολικού Αιγαίου (Θάσος, Σαμοθράκη, Ίμβρος, Τένεδος, Άγιος Ευστράτιος, Μυτιλήνη, Χίος) καθιστώντας τη σύγκρουση με τον Τουρκικό στόλο αναπόφευκτη…..Και είναι γνωστό σήμερα σ’ εμάς το περίφημο σήμα του Κουντουριώτη στα πλοία που συνέπλεαν μαζί του, «Με την δύναμιν του Θεού και τας ευχάς του Βασιλέως μας και εν ονόματι του Δικαίου πλέω μεθ' ορμής ακαθέκτου και με πεποίθησιν προς την νίκην εναντίον του εχθρού του Γένους»…..Η νικηφόρα έκβαση των Ναυμαχιών της Έλλης στις 3 Δεκεμβρίου του 1912 και της Λήμνου στις 5 Ιανουαρίου του 1913 που ακολούθησαν, διέλυσαν τις προσδοκίες των Τούρκων για τον έλεγχο του Αιγαίου και γέννησαν το μύθο του «Γεώργιος Αβέρωφ».

Το θωρηκτό –πιο σωστά σύντροφοι, θωρακισμένο καταδρομικό- «Γεώργιος Αβέρωφ», παραγγέλθηκε στα Ιταλικά ναυπηγεία Ορλάντο, στα πλαίσια της ουσιαστικής ανανέωσης και ενίσχυσης του Ελληνικού στόλου…..Όταν παραγγέλθηκε το πλοίο, βρισκόταν ήδη στο στάδιο της κατασκευής του μιας κι είχε παραγγελθεί αρχικά απ’ τη Βραζιλία - παραγγελία που ακυρώθηκε λόγω περικοπής κονδυλίων- και ήταν το τρίτο της σειράς ναυπήγησης «ΠΙΖΑ» και «ΣΑΝ ΤΖΙΟΡΤΖΙΟ»…..Η οριστική σύμβαση της αγοράς του επικυρώθηκε στις 30 Νοεμβρίου 1909 κι αξίζει –μόνο για την ιστορία- να σημειωθεί ότι  για το ίδιο πλοίο είχαν  ενδιαφερθεί κι οι Τούρκοι, αλλ’  άργησαν να καταθέσουν την προσφορά τους…..Η Ελληνική κυβέρνηση  δαπάνησε 23.650.000 χρυσές δρχ. για την απόκτηση του «Γεώργιος Αβέρωφ»….. Τα 15.650.000 χρυσών δρχ.  καλύφθηκαν απ’ το Ταμείο Εθνικού Στόλου και τα 8.000.000 χρυσών δρχ. –ποσό που αποτελούσε την προκαταβολή για την απόκτηση του και το οποίο αποδόθηκε άμεσα-   προέρχονταν από το 20% της κληρονομιάς του Εθνικού ευεργέτη Γεωργίου Αβέρωφ, που παραχώρησε το 1899 με τη διαθήκη του στο Ταμείο Εθνικού Στόλου…..Για την ιστορία και πάλι σύντροφοι να γράψουμε ότι η συγκεκριμένη διαθήκη όριζε ότι αυτό το μέρος της περιουσίας του θα δινόταν για την απόκτηση ισχυρού καταδρομικού πλοίου που θα βαφτιζόταν με τ’ όνομα του και θα ήταν έτσι κατασκευασμένο ώστε να χρησιμεύει και σαν εκπαιδευτικό πλοίο της σχολής Ναυτικών Δοκίμων.
Ο αδριάντας του Αβέρωφ μπροστά απ’ το Παναθηναικό στάδιο 
«ΕΙΣ ΤΟΝ ΕΘΝΙΚΟΝ ΕΥΕΡΓΕΤΗΝ ΓΕΩΡΓΙΟΝ ΑΒΕΡΩΦ» 
Η ΠΑΤΡΙΣ ΕΥΓΝΩΜΟΝΟΥΣΑ 
4. Ο μέγας Εθνικός ευεργέτης Γεώργιος Αβέρωφ  γεννήθηκε στις 15 Αυγούστου 1818 στο Μέτσοβο…..Οι γονείς του τον προόριζαν για δάσκαλο, αλλά εκείνος –ευτυχώς για την πατρίδα μας- προτίμησε να αναζητήσει την τύχη του στο εξωτερικό…..Πήγε λοιπόν στην Αίγυπτο όπου τελικά ασχολήθηκε με τη  γεωργία και το εμπόριο, νοικιάζοντας κτήματα δίπλα στο Νείλο…..Το 1866 σύντροφοι ίδρυσε εμπορικό και τραπεζιτικό οίκο στην Αλεξάνδρεια και γρήγορα ανεδείχθηκε σαν  ένας από τους πλουσιότερους Έλληνες της διασποράς, με περιουσία που ξεπερνούσε τα 100.000.000 δραχμές, όταν η περιουσία του πιο πλούσιου αυτόχθονα Έλληνα δεν ξεπερνούσε το 1.000.000 δραχμές…... Οι πρώτες του δωρεές έγιναν προς την Ελληνική κοινότητα της Αλεξανδρείας με την ίδρυση γυμνασίου, παρθεναγωγείου και νοσοκομείου και στο  Μέτσοβο, όπου διέθεσε 1.500.000 δραχμές για κοινωφελή έργα…..Τελικά με χρήματα του Γεωργίου Αβέρωφ, Αποπερατώθηκε το Πολυτεχνείο της Αθήνας, Χτίστηκαν η Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων (τα σημερινά Δικαστήρια της Ευελπίδων) και οι Φυλακές στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας (ο σημερινός Άρειος Πάγος και το Εφετείο), αναγέρθηκαν οι ανδριάντες του πατριάρχη Γρηγορίου Ε' και του Ρήγα Φεραίου στα Προπύλαια,  αναναμαρμαρώθηκε το αρχαίο Παναθηναϊκό στάδιο στα πλαίσια των Ολυμπιακών αγώνων του 1896…..Πέθανε στις 15 Ιουλίου 1899 στην Αλεξάνδρεια κι ο τάφος του βρίσκεται στο Α' νεκροταφείο Αθηνών. 

«ως να μου γένεις μοίρα, θάνατος και πέτρα»
Έργο της Θωμαής Κόντου που εκτίθεται στο πλοίο-μουσείο «Γεώργιος Αβέρωφ»
Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι –που γιορτάζουμε φέτος με την ευκαιρία της επετείου των 100 χρόνων απ’ την έναρξη τους- αποτελούν αναντίρρητα την πιο ένδοξη πολεμική περίοδο του «Γεώργιος Αβέρωφ»…..Με την έναρξη του πολέμου -τον Οκτώβριο του 1912- ο Ελληνικός στόλος κλήθηκε να πετύχει ταυτόχρονα πολλούς στόχους, να εμποδίσει την έξοδο του Οθωμανικού στόλου στο Αιγαίο, ν’ αποκτήσει την κυριότητα των νησιών του βορειοανατολικού Αιγαίου, να εμποδίσει τη μεταφορά Οθωμανικών στρατευμάτων και εφοδίων προς τα ηπειρωτικά μέτωπα των Βαλκανίων  και παράλληλα  να προστατεύσει τις θαλάσσιες μεταφορές της Ελλάδας και των συμμάχων της…..Και τα κατάφερε!!!.....Κι αυτό ήταν αποτέλεσμα τριών κυρίως παραγόντων, των αυξημένων επιχειρησιακών δυνατοτήτων που διέθετε το θωρηκτό, της αναμφισβήτητης ηγετικής ικανότητας και τόλμης του Ναυάρχου Παύλου Κουντουριώτη, αλλά και του υψηλότατου ηθικού των πληρωμάτων όλου του Ελληνικού στόλου.
Η έκθεση στολών του πλοίου-μουσείου «Γεώργιος Αβέρωφ» που βρίσκεται στο πρώτο υπόστρωμα   
από αριστερά σύντροφοι,
«Δεύτερη στολή» τελετών & παρουσιάσεων Αντιπλοίαρχου Μηχανικού
«Πρώτη» ή «μεγάλη στολή» τελετών & παρουσιάσεων Αντιναύαρχου

από αριστερά σύντροφοι,
«Μικρή στολή» Ανθυποπλοιάρχου   Υποκελευστής Α’ Τάξεως «Αρμενιστής»
 Ναύτης οπλίτης
Ναύτης με στολή εργασίας 


από αριστερά σύντροφοι,
«Μικρή ή Τρίτη στολή» Πλωτάρχη αξιωματικού φυλακής
Σημαιοφόρος γιατρός Δίοπος τηλεγραφητής
Κελευστής οιακιστής
από αριστερά σύντροφοι,
Φροντιστής (Υποπλοίαρχος Οικονομικός) με θερινή στολή Νο 1
«εκτός υπηρεσίας εν τοις πλοίοις»
Αρχικελευστής Β’ τάξεως Μηχανιστής με θερινή ενδυμασία Νο 1


















Ο Ναύαρχος Παύλος Κουντουριώτης έξω απ’ το πλοίο-μουσείο «Γεώργιος Αβέρωφ»
 Δυστυχώς σύντροφοι τα διαμερίσματα του στο πλοίο είναι κλειστά 
Να!!, τώρα και μια ιστοριούλα για την πρώτη νίκη του Κουντουριώτη στους Βαλκανικούς Αγώνες…..Η υπεροχή εις υλικόν του Τούρκικου στόλου ήτο καταφανής. Τόσον από απόψεως αριθμού πυροβόλων του θωρηκτού στόλου, όσον και από απόψεως αριθμού ελαφρών σκαφών και οπλισμού αυτών, οι Τούρκοι υπερείχαν σημαντικώς. Ή δε υπεροχή των εις υλικόν αύξανε ακόμη εκ του γεγονότος, ότι, χάρις εις το απόρθητο αυτών ορμητήριο εντός των στενών των Δαρδανελίων, εις αυτούς άνηκε ή πρωτοβουλία της εξόδου δια να συνάψουν ναυμαχία ή να επιχειρήσουν οιανδήποτε πολεμική ενέργεια. Αι επιτελικαί μελέται επί της συγκριτικής δυνάμεως των δύο στόλων και των στρατηγικών συνθηκών υπό τας οποίας επρόκειτο να διεξαχθή ό επικείμενος πόλεμος, κατέληγαν εις το συμπέρασμα ότι ό Ελληνικός στόλος έπρεπε με κάθε θυσία να ενισχυθεί ακόμη περισσότερο. Αλλ' η ενίσχυσις αύτη δεν ήτο κάτι το ευχερές. Εκτός των άλλων, δια την αγοράν νέων πλοίων, έλειπε κυρίως ο απαιτούμενος καιρός. Αφ' έτερου οι βαλκανικοί σύμμαχοι εβιάζοντο να κατέλθουν όσον το δυνατόν ενωρίτερα εις τον αγώνα, ή δε Ελληνική Κυβέρνησις δεν ήθελε να χάση την ευκαιρία της από κοινού επιθέσεως εναντίον της Τουρκίας. Η δυσχερής θέσις, εις την οποίαν είχε περιέλθη ή Ελλάς, συνεζητεϊτο εις αλλεπάλληλα πολεμικά συμβούλια. Εις εν εξ αυτών, του οποίου προήδρευεν  ο Πρωθυπουργός, εκλήθη και ό νέος Αρχηγός του Στόλου του Αιγαίου, ό πλοίαρχος Κουντουριώτης. Εις το δραματικό εκείνο συμβούλιoν το άτρομο θάρρος του νέου Αρχηγού και η πεποίθηση του εις την νίκην κατώρθωσε να εμπνεύση την γενικήν εμπιστοσύνην. Επέτυχε να διαλύση τους επιτελικούς ενδοιασμούς και να εδραίωση την πεποίθηση, ότι και με ασθενέστερον υλικόν οι καλοί ναύται νικούν πάντοτε. Μετέδωσε την φλογεράν του πίστιν και υψώνων την ηρωικήν του ψυχήν υπεράνω των σοφών υπολογισμών των γραφείων ανελάμβανε την ευθύνην να κυριάρχηση του Αιγαίου με τον υπάρχοντα στόλο, χωρίς άλλας επαυξήσεις της τελευταίας ώρας, εκτός εκείνης, πού είχεν ήδη πραγματοποιηθή διά της αγοράς των τεσσάρων αντιτορπιλικών τύπου Λέοντος. Μεταξύ άλλων, o Παύλος Κουντουριώτης υπογράμμισε στον Ελευθέριο Βενιζέλο τα παρακάτω,
 «Εγώ κύριε Πρόεδρε δεν καταγίνομαι με το χι συν ψι και τας γωνίας αποκλίσεως. Ξεύρω να πω ένα πράγμα. Καράβια άνευ ικανού εμψύχου υλικού, είναι μόλυβδος βαρύς βυθιζόμενος εντός ύδατος. Σας διαβεβαιώ ότι με τα καράβια που έχομε θα κάμουμε καλά τη δουλειά μας»
Εις το προπολεμικόν εκείνο συμβούλιον ενίκησεν ο Κουντουριώτης την πρώτην του νίκην. Και ο Κυβερνήτης της Χώρας, που αντιμετώπιζε το δυσχερέστατον πρόβλημα, αν ή Ελλάς θα βαδίση με τους άλλους συμμάχους, αν ο Ελληνικός στόλος θα ηδύνατο νά εξασφάλιση το κράτος της θαλάσσης, απαραίτητον προϋπόθεσιν της συμμαχικής επιτυχίας, ευρήκεν εις την ρωμαλέαν ευψυχίαν του Κουντουριώτη την ψυχικήν διαπασών που του έχρειάζετο. Αποδέχεται με ενθουσιασμόν και ευγνωμοσύνην την βεβαίωσιν του Αρχηγού του στόλου, μεταλαμβάνει της πίστεως του και με πατριωτικήν συγκίνησιν του σφίγγει το χέρι. Ο κύβος έρρίφθη. Η Ελλάς θα ελάμβανεν μέρος εις τον Βαλκανικόν πόλεμον. Για την επίδραση που είχε στον Πρωθυπουργό η στάση του Κουντουριώτη εκείνη την ημέρα, είναι χαρακτηριστική η επιστολή που του έστειλε ο Βενιζέλος 21 χρόνια μετά, στην επέτειο της ναυμαχίας της Έλλης, την 3η Δεκεμβρίου 1933. Του έγραφε,
«Φίλτατε Ναύαρχε.
Είκοσι ένα χρόνια κλείουν σήμερα από την ημέρα, που με την ναυμαχία της Έλλης εξησφάλισες την κατά θάλασσαν υπεροπλίαν της Ελλάδος και των συμμάχων της και έτσι εξησφάλισες την τελικήν νίκην των. Όλοι οι Έλληνες σου είμεθα ευγνώμονες δια την νίκην σου αυτήν. Περισσότερον από όλους εκείνος, που γνωρίζει, ότι χωρίς την αδάμαστον αποφασιστικότητά σου και την πίστιν σου εις την κατά θάλασσαν νίκην μας, δεν θα απεφασίζαμεν να λάβωμεν μέρος εις τον πρώτον Βαλκανικόν Πόλεμον, με αποτέλεσμα ότι, αν μεν νικούσαν οι Σέρβοι και οι Βούλγαροι, τα όρια μας θα έμεναν οριστικώς εις την Μελούνα ή το πολύ θα έφθαναν στον Αλιάκμονα, αν δε νικούσαν οι Τούρκοι, η ζωή των ομογενών της Αυτοκρατορίας θα απέβαινεν ανυπόφορος.
Με εξαίρετον τιμήν και αγάπην
Ελευθέριος  Κ. Βενιζέλος »






Τετάρτη 17 Οκτωβρίου 2012

100 χρόνια απ' την έναρξη των Βαλκανικών πολέμων....."1912-2012 Επετειακή Έκθεση Βαλκανικών Πολέμων" που λειτουργεί στο δήμο Πειραιά.....ή όταν ο ΜΠΑΓΑΣΑΣ βολτάρει!!!

Αγαπημένοι μου σύντροφοι, πέρασαν κιόλας εκατό χρόνια από τότε, που καταγράφηκαν σελίδες ένδοξης ιστορίας…..Εκατό χρόνια απ’ την έναρξη των Βαλκανικών πολέμων του 1912-13 που έμειναν στην λαϊκή συλλογική μνήμη σαν ένα ένδοξο παραμύθι με πολλή δράση, γέννηση μύθων, αίσιο τέλος, αλλά κυρίως  σαν άθλος συνένωσης όλων των Εθνικών δυνάμεων για την επίτευξη του μεγάλου στόχου…..Οι πόλεμοι αυτοί, που άλλαξαν το χάρτη των Βαλκανίων, χαρακτηρίζονται σήμερα σαν τον μεγαλύτερο Ελληνικό στρατιωτικό άθλο μετά τον Ξεσηκωμό…..Οι Βαλκανικοί πόλεμοι , αποτελούν στη σύγχρονη ιστορία, το λαμπρότερο στρατιωτικό επίτευγμα της πατρίδας μας, που κατόρθωσε να διπλασιάσει την έκτασή της και τον πληθυσμό της, ενσωματώνοντας στον εθνικό κορμό συμπαγείς αλύτρωτους Ελληνικούς πληθυσμούς.
Στα πλαίσια λοιπόν αυτής της γιορτής  ο Δήμος του Πειραιά οργάνωσε την έκθεση «100 χρόνια από τους Βαλκανικούς Πολέμους» που συνοδεύτηκε με εκδηλώσεις  τιμής και μνήμης για τις πιο λαμπρές σελίδες της Ιστορίας μας…..Πανηγυρτζής λοιπόν κι εγώ την επισκέφτηκα –δυο μάλιστα φορές- το καταφχαριστήθηκα…..και να!!! Οι εντυπώσεις μου!!! 
Την πρωτοεπισκέφθηκα το απόγευμα της Τετάρτης 17 Οκτωβρίου όπου αφενός παρακολούθησα την γλυκύτατη ομιλία του ιστορικού  Σαράντου Καργάκου, με θέμα: «Βαλκανικοί Πόλεμοι: 100 Χρόνια από την έναρξή τους, ένα μήνυμα αισιοδοξίας και ελπίδας» και αφετέρου γνώρισα και την  Μάτα στην οποία υποσχέθηκα βιβλίο που τελικά ξέχασα -αν και ξαναπήγα στην έκθεση-, αλλά θα επανορθώσω μελλοντικά.

Στην έκθεση με «υποδέχθηκε» -μέσω ενός πανέμορφου φυλλαδίου- ο Δήμαρχος του Πειραιά…..
Είναι ιστορικό χρέος κάθε γενιάς να παραδίδει στην επόμενη τη σκυτάλη της μνήμης και της γνώσης των αγώνων και των παραδόσεων αυτού του τόπου. Με αυτό το σκεπτικό αποφασίσαμε να διοργανώσουμε στην πόλη του Πειραιά μια σειρά από εκδηλώσεις µε θέμα τα «100 χρόνια από τους Βαλκανικούς Πολέμους». Σκοπός µας δεν ήταν και δεν είναι να αναθερμάνουμε εθνικισμούς και να ανοίξουμε εκ νέου πληγές που για χρόνια ταλαιπώρησαν αυτήν την ευαίσθητη περιοχή των Βαλκανίων. Στόχος µας είναι να μάθει κυρίως η νέα γενιά -μέσα από το πλούσιο ιστορικό υλικό που θα εκθέσουμε- την ιστορία, όχι µόνο από τις σελίδες ενός βιβλίου αλλά από μια σειρά ντοκουμέντα της εποχής που άλλαξαν τον ρου της Ελλάδας και οδήγησαν στον διπλασιασμό της και στην απελευθέρωση της Μακεδονίας µας. Ελπίδα µας είναι να φωτίσουμε τα γεγονότα ενός νικηφόρου απελευθερωτικού πολέμου για την Ελλάδα και να τονίσουμε τον ρόλο που έπαιξε η ενότητα του Έθνους σε µια ιστορική καμπή, ώστε να μην επαναλάβουμε λάθη και παραλείψεις. Να καταθέσουμε µε τον δικό µας τρόπο ένα στεφάνι δόξας στους µμαχητές των Βαλκανικών Πολέμων. Στην εποχή που ζούμε η ιστορική μνήμη είναι η µμεγαλύτερη παρακαταθήκη µας για να αντιμετωπίσουμε το δύσκολο σήμερα, αλλά και να σχεδιάσουμε το ειρηνικό, αναγεννησιακό αύριο.
Βασίλειος Ι. Μιχαλολιάκος
Δήμαρχος Πειραιώς 

.....και παρέα μ’ αυτό το φυλλάδιο –με τίτλο «το μήνυμα της ιστορίας» και συγγραφέα τον πρόεδρο της εταιρείας Μακεδονικών σπουδών Νικόλαο Μέρτζο- θα περιηγηθούμε παρέα στην έκθεση.
Ξεκινάμε λοιπόν!!! 
Το θωρηκτό «Γεώργιος Αβέρωφ»,
παραχώρηση του Ναυτικού μουσείου της Ελλάδος

Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι βήμα-βήμα 

Οι δύο Βαλκανικοί Πόλεμοι αποτελούν το μεγαλύτερο στρατηγικό επίτευγμα του ελληνισμού μετά το 1821. Μέσα σε διάστημα μικρότερο των δέκα μόνον μηνών, από 5 Οκτωβρίου 1912 μέχρι 28 Ιουλίου 1913, η Ελλάδα διπλασίασε την έκτασή της, από 63.211 τετραγωνικά χιλιόμετρα σε 120.308, υπερδιπλασίασε τον πληθυσμό της από 2.631.952 σε 4.718.221 κατοίκους και πολλαπλασίασε τις πλουτοπαραγωγικές πηγές της. Από τα ερείπια της οικονομικής  και της στρατιωτικής καταστροφής της, το 1893 και το 1897, επετέλεσε ένα απίστευτο µα πραγματικό θαύμα. Αυτό το δίδαγμα και το μήνυμα της Ιστορίας εκπέμπει και από τον Πειραιά ο εορτασμός των Εκατό Χρόνων. Στους χαλεπούς καιρούς εμπνέει υπερηφάνεια και εθνική αυτοπεποίθηση. Φανερώνει ότι, μέσα σε ελάχιστο, αλλά πυκνό ιστορικό Χρόνο, το Έθνος των Ελλήνων μπορεί πάλι τώρα να υπερβεί την εθνική χρεοκοπία, να εξέλθει από την ταπείνωση και να επιτύχει πάλι ένα θαύμα. Αρκεί να το πιστέψει, να ενωθεί και να αγωνισθεί σκληρά σε όλα τα επίπεδα, Λαού και ιδίως ηγεσίας. 
Εισαγωγή, το Μακεδονικό Ζήτημα 
Τη γεωπολιτική σκηνή των Βαλκανικών Πολέμων διεμόρφωσαν κρίσιμα ιστορικά γεγονότα. Από τα μέσα του 19ου αιώνα η άλλοτε πανίσχυρη Οθωμανική Αυτοκρατορία άρχισε σταδιακά να παρακμάζει και να συρρικνώνεται εντυπωσιακά. Στο ευρωπαϊκό της τμήμα, στα Βαλκάνια, άρχισε να δημιουργείται μια νέα γεωπολιτική πραγματικότητα καθώς οι υπόδουλοι Έλληνες και διαδοχικά οι Σέρβοι, οι Μαυροβούνιοι, οι Ρουμάνοι και οι Βούλγαροι σχημάτισαν τα πρώτα εθνικά κράτη τους τα οποία, στη συνέχεια, διεκδικούσαν όσα εδάφη είχαν απομείνει ακόμη υπό οθωμανική κυριαρχία, όπως η Μακεδονία, η Θράκη, η Ήπειρος, η Κρήτη, το Αρχιπέλαγος του Αιγαίου  η Βοσνία-Ερζεγοβίνη κ.α.  
Προκειμένου να προωθήσουν τα δικά τους συμφέροντα στην περιοχή και παράλληλα να εξουδετερώσουν τους ανταγωνιστές τους, οι Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής, Ρωσία, Αγγλία, Γαλλία, Ιταλία, Αυστρο-Ουγγαρία επενέβαιναν και συχνά χρησιμοποιούσαν σαν προστάτες τα μικρά βαλκανικά κράτη και τους ακόμη υποδούλους πληθυσμούς.
Η διανομή των οθωμανικών εδαφών ονομάζεται Ανατολικό Ζήτημα. Κλάδος αυτού είναι το Μακεδονικό Ζήτημα. Τη Μακεδονία διεκδικούσαν οι Έλληνες, οι Βούλγαροι και οι Σέρβοι. 
Προκειμένου να διαδεχθεί την Οθωμανική Αυτοκρατορία και να ελέγξει τη Μακεδονία ώστε να κατέλθει στις θερμές θάλασσες η Ρωσική Αυτοκρατορία αφύπνισε και χρησιμοποίησε τους Βουλγάρους που ήσαν ομόδοξοι Ορθόδοξοι και επί πλέον Σλάβοι Με πίεση της Ρωσίας το 1870 ο Σουλτάνος αναγνώρισε την αυτόνομη Βουλγαρική Εξαρχία, που αποσχίσθηκε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο µε στόχο να αφυπνίσει τους Βουλγάρους, να προσελκύσει, µέσω της γλώσσας, τους σλαβοφώνους Μακεδόνες και αυτή η κρίσιμη ανθρώπινη μάζα να απογαλακτισθεί από την ισχυρή ελληνική επιρροή και να αντιπαραταχθεί στους Έλληνες Μακεδόνες. 
Το 1877 η Ρωσία κήρυξε πόλεμο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, απελευθέρωσε τη Βουλγαρία και τον Φεβρουάριο 1878 έφθασε έξω από την Κωνσταντινούπολη στο προάστιο Άγιος Στέφανος, όπου υποχρέωσε τον Σουλτάνο να υπογράψει την ομώνυμη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου, η οποία δημιουργούσε τη «Μεγάλη Βουλγαρία» από τον Δούναβη μέχρι τη Θράκη και ολόκληρη σχεδόν τη Μακεδονία μέχρι τον Αλιάκμονα εκτός από τη Θεσσαλονίκη και τη Χαλκιδική. Αμέσως οι Έλληνες Μακεδόνες επανεστάτησαν στον Όλυμπο και στα Πιέρια, στην περιοχή της Κοζάνης και στις Πρέσπες. Στο Λιτόχωρο σχηματίσθηκε η Προσωρινή Κυβέρνηση της Μακεδονίας και στο όρος Μπούρινο της Κοζάνης η Προσωρινή Κυβέρνηση Ελιμείας. Στις Πρέσπες επεκράτησαν πλήρως. Στις μεγάλες μακεδονικές πόλεις οι Έλληνες προχώρησαν σε διαδηλώσεις και «διαμαρτυρήσεις». Επακολούθησαν ολοκαυτώματα.
Οι ευρωπαϊκές Μεγάλες Δυνάμεις αντέδρασαν αμέσως στην κάθοδο της Ρωσίας στα Βαλκάνια και ιδίως στο Αιγαίο. Έτσι τον Ιούλιο 1878 επέβαλαν τη Συνθήκη του Βερολίνου. Βάσει αυτής η Ελλάδα πήρε τη Θεσσαλία και μικρό μέρος της Ηπείρου μέχρι την Άρτα. Η Βουλγαρία παρέμεινε αυτόνομη υποτελής Ηγεμονία αλλά έχασε τα εδάφη της Θράκης και της Μακεδονίας.
Το 1893 η Ελλάδα, βαριά χρεωμένη στους ξένους δανειστές της, κήρυξε επίσημα πτώχευση. Τρία χρόνια αργότερα, το 1897, κήρυξε τον πόλεμο στην Τουρκία και υπέστη στρατιωτική πανωλεθρία στη Θεσσαλία. Οι Μεγάλες Δυνάμεις την έσωσαν από την πλήρη υποδούλωση και, σε αντιστάθμισμα, της επέβαλαν τον Διεθνή Οικονομικό Έλεγχο: όλοι οι κρατικοί πόροι από τα ζωτικά προϊόντα του Ελληνικού Μονοπωλίου (καπνός, αλάτι, σπίρτα, πετρέλαιο, οινόπνευμα κ.α.) πήγαιναν στους ξένους δανειστές της. 

Ο Μακεδονικός Αγώνας
Παρόλα αυτά, μετά από έξη μόλις χρόνια, οι Έλληνες αναμετρήθηκαν σκληρά µε τους Βουλγάρους  στην τουρκοκρατούμενη Μακεδονία. Και επεκράτησαν. 
Ο Μακεδονικός Αγώνας, από το 1904 μέχρι το 1908, υπήρξε ένα λαμπρό έπος του ελληνισμού. Ο ευπατρίδης ανθυπολοχαγός Παύλος Μελάς εισήλθε στη Μακεδονία επί κεφαλής μεγάλου ανταρτικού σώματος. Έπεσε στη Στάτιστα, στα Κορέστεια, στις l3 Οκτωβρίου 1904. Η θυσία του έδωσε το σύνθημα και το σύμβολο για την ελληνική αντεπίθεση, η οποία ξεδιπλώθηκε τα επόμενα τέσσερα χρόνια και ανέκοψε τη βουλγαρική επιδρομή μέχρι τις βόρειες περιοχές της Μακεδονίας γύρω από το Μοναστήρι, τη Γευγελή και τη Στρώμνιτσα.
Εκατοντάδες ψυχωμένοι εθελοντές από την Κρήτη, τη Μάνη, τον Μοριά, τη Ρούμελη, τα νησιά, ακόμη και την Κύπρο, καθώς επίσης νεαροί αξιωματικοί σχημάτισαν ένοπλες ανταρτικές ομάδες  και πολέμησαν στη Μακεδονία. Πολλοί έπεσαν. Παράλληλα οι Μητροπολίτες, οι Πρόξενοι, οι δάσκαλοι, οι παπάδες, οι προύχοντες και οι απλοί χωρικοί ανέπτυξαν ένα αποτελεσματικό δίκτυο αντίστασης, τροφοδοσίας, πληροφοριών, οδηγών, κρυσφυγέτων κ.α.
Αφανείς, αλλά ανεκτίμητοι πρωταγωνιστές και θύματα του Αγώνα, ήσαν οι γηγενείς Μακεδόνες, ιδιαίτερα οι σλαβόφωνοι. Χωρίς τον σλαβόφωνο µμακεδονικό ελληνισμό τα πάντα θα είχαν χαθεί. Σλαβόφωνοι άλλωστε ήσαν οι πρώτοι Μακεδονομάχοι καπετάνιοι.
Αυτή η ένοπλη φάση του Μακεδονικού Αγώνα έληξε τον Ιούλιο του 1908 όταν, µε επίκεντρο τη Θεσσαλονίκη, επαναστάτησαν οι Νεότουρκοι, εγκαθίδρυσαν Σύνταγμα ισονομίας και ισοπολιτείας όλων των υπηκόων και εγγυήθηκαν δικαιώματα στις μειονότητες. Σύντομα παρεσπόνδησαν και εξαπέλυσαν διωγμούς.
Εντωμεταξύ το 1909 στην Αθήνα επικράτησε αναίμακτα το στρατιωτικό κίνημα του Γουδή και από την επαναστατημένη Κρήτη κάλεσε ως Παράκλητο τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Οξυδερκής πολιτικός και διπλωμάτης ο Ελευθέριος Βενιζέλος θριάμβευσε στις εκλογές και σε σύντομο διάστημα κατέστησε ετοιμοπόλεμη την Ελλάδα. Καθιέρωσε φιλελεύθερο Σύνταγμα, ανασυνέταξε το ξεπερασμένο πολιτικό σύστημα, αναδιοργάνωσε εκ βάθρων και εξόπλισε τον Στρατό. Δημιούργησε  ισχυρό στόλο και όρισε Αρχιστράτηγο τον Διάδοχο, που το όνομά του Κωνσταντίνος, εξέπεμπε ισχυρότατο εθνικό συμβολισμό. Οι δύο αυτοί ηγέτες ενέπνευσαν αυτοπεποίθηση, ενότητα και αυτοθυσία στον Λαό.
Ήταν η Ώρα η Καλή. 

Οι δυνάμεις και τα Μέτωπα του Α' Βαλκανικού Πολέμου 
Μετά από τέσσερα χρόνια, αντιδρώντας στην εθνοφυλεκτική πολιτική των Νεοτούρκων και διεκδικώντας τις οθωμανικές επαρχίες των Βαλκανίων, την Άνοιξη του 1912, η Βουλγαρία, η Σερβία και το Μαυροβούνιο συμμάχησαν και απεφάσισαν να πολεμήσουν την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Τον Μάιο 1912 η Ελλάδα συμμάχησε μόνον µε τη Βουλγαρία. Οι δύο άλλες χώρες ήσαν ντε φάκτο σύμμαχοί µας. Στις 5 Οκτωβρίου 1912 οι σύμμαχοι κήρυξαν τον πόλεμο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία από όλες τις πλευρές. Τότε οι Βαλκάνιοι σύμμαχοι και οι ξένοι επιτελείς -ακόμη και ορισμένοι Έλληνες- δεν πίστευαν ότι η Ελλάδα θα μπορούσε ποτέ να επιτύχει όσα, ωστόσο, επέτυχε. Οι ελληνικές δυνάμεις ήσαν τουλάχιστον τρεις φορές μικρότερες των βουλγαρικών και δυο φορές μικρότερες των σερβικών. Επί πλέον, για να προελάσουν στη Μακεδονία, έπρεπε να διασπάσουν τέσσερις ισχυρότατες οχυρές στενωπούς: το Σαραντάπορο, τα Στενά Ολύμπου-Πέτρας, την Καστανιά στο Βέρμιο και, προς Φλώρινα-Μοναστήρι, το Κλειδί (Κιλί Ντερβέν). Έπρεπε επίσης να διαβούν μεγάλα φυσικά εμπόδια όπως οι ποταμοί Αλιάκμων, Αξιός και Γαλλικός και ο απέραντος Βάλτος των Γιαννιτσών. Ταυτόχρονα στην Ήπειρο όφειλαν να κινηθούν σε ένα εξαιρετικά πυκνό ορεινό ανάγλυφο µε βαθιές χαράδρες και αλλεπάλληλες κλεισούρες, να διαβούν ορμητικούς μικρούς ποταμούς και προ πάντων να εκπορθήσουν το τρομερό οχυρό Μπιζάνι που όλοι θεωρούσαν απόρθητο.
Οι δυνάμεις των τεσσάρων συμμάχων ήσαν οι εξής:
Ελλάδα: 10.000 πεζοί, 1.000 ιππείς και 180 πυροβόλα
Βουλγαρία: 300.000 πεζοί, 5.000 ιππείς και 720 πυροβόλα
Σερβία: 220.000 πεζοί, 3.000 ιππείς και 500 πυροβόλα
Μαυροβούνιο: 35.000 πεζοί και 130 πυροβόλα
Η Οθωμανική Αυτοκρατορία παρέταξε στα βαλκανικά μέτωπά της 340.000 πεζούς, 6.000 ιππείς, 850 κινούμενα πυροβόλα και 750 τοπομαχικά πυροβόλα φρουρίων. Στις εμπροσθοφυλακές του ελληνικού στρατού ενεργούσαν καταδρομικά Σώματα Προσκόπων που στελέχωναν Μακεδονομάχοι, ιδίως Κρητικοί, άριστοι πολεμιστές που γνώριζαν σε κάθε λεπτομέρεια τα μακεδονικά εδάφη και, μετά, πολέμησαν στην Βόρειο 'Ήπειρο.
Οι Μαυροβούνιοι εισέβαλαν στο Κοσσυφοπέδιο και στη σημερινή Αλβανία όπου πολιόρκησαν τη Σκόδρα. Οι Βούλγαροι κατέλαβαν την Ανατολική Μακεδονία, μεγάλο μέρος της Κεντρικής Μακεδονίας μέχρι τα πρόθυρα της Θεσσαλονίκης, τις Σαράντα Εκκλησιές, την Αδριανούπολη και τη Θράκη και έφτασαν μέχρι έξω από την Κωνσταντινούπολη. Οι Σέρβοι, κατευθυνόμενοι νότια, κυρίευσαν τμήμα του Κοσσυφοπεδίου και το σημερινό κράτος των Σκοπίων αντιμετωπίζοντας ισχυρότατες δυνάμεις του Οθωμανικού Στρατού που, όμως, τελικά διέφυγαν στην 'Ήπειρο µέσω Βίγλας-Κορυτσάς. Εισήλθαν στο κατακαημένο Μοναστήρι και διεξεδίκησαν τη Φλώρινα όπου μόλις τους πρόλαβε μια ίλη του Ελληνικού Ιππικού. 
Η Ελλάδα ενήργησε αποφασιστικά σε τρία ταυτοχρόνως Μέτωπα:
Στη Θεσσαλία µε κατεύθυνση τη Μακεδονία µε διπλό τελικό στόχο το Μοναστήρι και προ πάντων τη Θεσσαλονίκη, στην Ήπειρο µε κύριο στόχο τα Ιωάννινα και στο Αιγαίο με σκοπό να κρατήσει κλεισμένο στα Στενά τον ισχυρό Οθωμανικό Στόλο και να απελευθερώσει τα νησιά του Αρχιπελάγους και παράλιες πόλεις όπως η Καβάλα και η Αλεξανδρούπολη. Παράλληλα ο Στόλος ενήργησε και στα παράλια του Ιονίου Πελάγους όπου ανεφοδίασε τον Στρατό της Ηπείρου και κράτησε ανοικτή την Πρέβεζα. 
Η συμβολή του Ελληνικού Στόλου στις νίκες όλων των βαλκανικών συμμάχων υπήρξε καθοριστικής σημασίας. Τα ελληνικά πλοία δεν επέτρεψαν στους Οθωμανούς να μεταφέρουν δυνάμεις από τη Μικρά Ασία ούτε να βομβαρδίσουν παράκτιες στρατιωτικές δυνάμεις και πόλεις. Μόνον η Ελλάδα, από όλους τους συμμάχους, διέθετε ναυτική δύναμη. 
Ταυτόχρονα με την κήρυξη του πολέμου η Αθήνα κήρυξε την Ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα και δέχθηκε τους Κρήτες βουλευτές στη Βουλή των Ελλήνων. 

Η προέλαση του Ελληνικού Στρατού στη Μακεδονία
Εξορμώντας από τη Μελούνα προς τη Μακεδονία με αρχιστράτηγο τον Διάδοχο Κωνσταντίνο, ο Ελληνικός Στρατός επέτυχε το θαύμα τον Οκτώβριο: Μέσα σε 22 μόνον ημέρες απελευθέρωσε μεγάλο μέρος της Δυτικής και της Κεντρικής Μακεδονίας, κέρδισε όλες τις μάχες και εισήλθε στη Θεσσαλονίκη.
Το Στρατιωτικό Ημερολόγιο καταγράφει μέρα προς μέρα τους σημαντικότερους σταθμούς στη Μακεδονία και στην Ήπειρο. Πριν από κάθε σχεδόν απελευθέρωση πόλης έχει προηγηθεί νικηφόρα μάχη. Συνοψίζουμε: Στις 5 Οκτωβρίου 1912 ο Ελληνικός Στρατός εξορμά προς τη Μακεδονία και την Ήπειρο. Σώματα Προσκόπων καταλαμβάνουν την Ιερισσό και προελαύνουν στη Χαλκιδική. Στις 6 Οκτωβρίου απελευθερώνεται η Ελασσόνα και η Δεσκάτη. Μετά από σκληρές μάχες 8-10 Οκτωβρίου στο Σαραντάπορο, εκπορθείται το στρατηγικό πέρασμα και απελευθερώνονται τα Σέρβια. Στις 11 απελευθερώνεται η Κοζάνη και στις 14 του ίδιου μήνα ο Στρατός στρέφεται ανατολικά προς τη Θεσσαλονίκη. 16 Οκτωβρίου: Απελευθερώνονται η Βέροια και η Κατερίνη. Αμέσως μετά η Νάουσα, η Έδεσσα, ο Γιδάς και το Αμύνταιο.
Στις 18 ο  Βότσης τορπιλλίζει το τουρκικό θωρηκτό «Φετχή Μπουλέντ» μέσα στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης. Από τις 19 έως 20 του μηνός διεξάγεται η αποφασιστική μάχη των Γιαννιτσών όπου ο Στρατός νικά και ανοίγει τον δρόμο προς Θεσσαλονίκη. Στις 26 Οκτωβρίου νύχτα, ανήμερα του πολιούχου Αγίου Δημητρίου, παραδίδεται η Θεσσαλονίκη, όπου την επομένη εισέρχεται ο Αρχιστράτηγος Κωνσταντίνος και στις 29 ο Βασιλεύς Γεώργιος Α', που ακολουθεί καταπόδι τον προελαύνοντα Στρατό του.
Στις 2 Νοεμβρίου ο νικηφόρος Στόλος απελευθερώνει το Άγιον Όρος και την επομένη ο Κωνσταντίνος εξορμά από τη Θεσσαλονίκη προς Φλώρινα-Μοναστήρι. Στις 7 απελευθερώνεται η Φλώρινα και στις 11 η Καστοριά. Εντωμεταξύ οι Σέρβοι προλαβαίνουν και μπαίνουν πρώτοι στο Μοναστήρι -τη μητρόπολη του ελληνισμού στην Άνω Μακεδονία.
Στις 20 Νοεμβρίου 1912 Βουλγαρία, Σερβία και Μαυροβούνιο συνάπτουν ανακωχή με την Τουρκία. Η Ελλάδα -ολομόναχη πια- συνεχίζει τον Πόλεμο στην Ήπειρο και στο Αιγαίο, όπου κατάγει τις ακόλουθες νίκες.
Αιγαίο: Στις 3 Δεκεμβρίου 1912 η Ναυμαχία της Έλλης: ο Ελληνικός Στόλος με τον ναύαρχο Π. Κουντουριώτη καταναυμαχεί τον Τουρκικό Στόλο. Μετά από 32 ημέρες, τον συντρίβει στη ναυμαχία της Λήμνου και τον αποκλείει οριστικά στα Στενά. Κυριαρχεί στο Αιγαίο και απελευθερώνει όλα τα νησιά.
Μέτωπο της Ηπείρου: Στο μέτωπο της Ηπείρου, μέχρι το τέλος Νοεμβρίου ο Ελληνικός Στρατός είναι μικρός (13.000 άνδρες και αρκετοί εθελοντές: Κρητικοί, Μανιάτες, Ηπειρώτες και Φιλέλληνες Ιταλοί) αλλά, με τη βοήθεια του Στόλου, κέρδισε σημαντικές πόλεις και κρίσιμες διαβάσεις προς τα Ιωάννινα. Μετά την ολοκλήρωση των επιχειρήσεων στη Μακεδονία, τον Δεκέμβριο ενισχύθηκαν αποφασιστικά οι ελληνικές δυνάμεις στο μέτωπο της Ηπείρου και τη διοίκησή τους ανέλαβε ο Κωνσταντίνος.
Το Στρατιωτικό Ημερολόγιο καταγράφει μέρα προς μέρα την πορεία της νίκης. Στις 6 Οκτωβρίου καταλαβαίνεται το οχυρό Γρίμποβο, στις 12 η Φιλιππιάδα  και στις 21 η Πρέβεζα. Την επομένη εβδομάδα καταλαμβάνονται µε εφ' όπλου λόγχη οι Κλεισούρες το Μέτσοβο και τα Πέντε Πηγάδια προς Γιάννενα. Τον Φεβρουάριο 1913 συγκεντρωμένος ο Στρατός υπό τον Κωνσταντίνο επιτυγχάνει τη στρατηγική καμπή. Στις 20, μετά από σκληρή αναμέτρηση μηνών, παίρνει το απόρθητο Μπιζάνι και στις 21 τα Ιωάννινα όπου παραδόθηκε άνευ όρων ο Τουρκικός Στρατός: 1.000 αξιωματικοί, 32.000 οπλίτες και 108 πυροβόλα. Τις επόμενες 4 μέρες απελευθερώνονται διαδοχικά η Κόνιτσα και οι Φιλιάτες. Στη Βόρειο Ήπειρο εντωμεταξύ από τον Δεκέμβριο 1912 μέχρι τις 5 Μαρτίου 1913 απελευθερώνονται διαδοχικά η Κορυτσά, το Λεσκοβίκι, η Πρεμετή, η Κλεισούρα, το Δέλβινο, το Αργυρόκαστρο, οι Άγιοι Σαράντα και το Τεπελένι.
Έτσι λήγει νικηφόρα ο Α' Βαλκανικός Πόλεμος. 
Οι Μεγάλες Δυνάμεις συγκαλούν Διάσκεψη Ειρήνης στο Λονδίνο όπου στις 17 Μαΐου 1913 η Ελλάδα, η Βουλγαρία, η Σερβία και το Μαυροβούνιο υπογράφουν τη Συνθήκη Ειρήνης µε την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η Συνθήκη επιδικάζει στην Ελλάδα τη σημερινή Ήπειρο, τη Δυτική Μακεδονία και μεγάλο μέρος της Κεντρικής Μακεδονίας. Ο Ελληνικός Στρατός παραμένει, όμως, σε ορισμένες πόλεις της Ανατολικής Μακεδονίας όπως, κυρίως, η Νιγρίτα και η Ελευθερούπολη.Η Βόρειος Ήπειρος και τα αιγαιοπελαγίτικα νησιά δεν επιδικάζονται στην Ελλάδα αλλά παραμένουν ντε φάκτο υπό την ελληνική εξουσία. Στη Βουλγαρία επιδικάζεται η Ανατολική Μακεδονία και μεγάλο μέρος της σημερινής Κεντρικής Μακεδονίας, που το βόρειο και το ανατολικό όριό της απείχε λίγα μόνον χιλιόμετρα από τη Θεσσαλονίκη όπου, από τα τέλη Οκτωβρίου, στρατωνιζόταν ισχυρή δύναμη του βουλγαρικού στρατού µε πρόσχημα την «ανάπαυση». Ωστόσο, το ειρηνικό διάλειμμα αποδεικνύεται πολύ σύντομο.
Την 5η Μαρτίου 1913 δολοφονείται στη Θεσσαλονίκη ο Βασιλεύς Γεώργιος Α '. Νέος Βασιλεύς των Ελλήνων ορκίζεται ο Αρχιστράτηγος Κωνσταντίνος.
Οι Βούλγαροι αισθάνονταν «μεγάλοι ηττημένοι» επειδή, ενώ είχαν διαθέσει στον συμμαχικό πόλεμο τις ισχυρότερες στρατιωτικές δυνάμεις, διαψεύσθηκε το όνειρο της Μεγάλης Βουλγαρίας. Ένα μόλις μήνα πριν υπογράψουν τη Συνθήκη Ειρήνης του Α' Βαλκανικού Πολέμου, επιτίθενται, στις 20 Φεβρουαρίου 1913, αιφνιδιαστικά εναντίον του Ελληνικού Στρατού στη Νιγρίτα και στην Ελευθερούπολη αλλά, μετά από άγριες μάχες τριών ημερών, εξαναγκάσθηκαν να υποχωρήσουν στις Σέρρες. Την ίδια μέρα επιτίθενται και κατά των Σέρβων στη Γευγελή. Το Βελιγράδι και η Αθήνα συνειδητοποίησαν ότι προμηνύεται ο Β' Βαλκανικός Πόλεμος. Γι' αυτό, δύο μόνον ημέρες μετά τη Συνθήκη Ειρήνης του Λονδίνου, στις 19 Μαΐου 1913 υπέγραψαν στη Θεσσαλονίκη Συνθήκη Συμμαχίας. 


Ο Β' Βαλκανικός Πόλεμος
Ένα μήνα αργότερα ξέσπασε ο Δεύτερος Βαλκανικός Πόλεμος. Χωρίς να κηρύξει πόλεμο η Βουλγαρία, στις 16 Ιουνίου 1913, ώρα 8 το πρωί, εξαπέλυσε ολομέτωπη αιφνιδιαστική επίθεση εναντίον των Ελλήνων και των Σέρβων η οποία όμως αποκρούστηκε. Την ίδια μέρα αρνούνται να αποσυρθούν ειρηνικά από τη Θεσσαλονίκη, όπου την επομένη μαίνονται άγριες οδομαχίες όλη μέρα κι όλη νύχτα μέχρι το πρωί της 18ης Ιουνίου, οπότε οι Βούλγαροι παραδίδονται: 19 αξιωματικοί, 1.280 στρατιώτες και 80 κομιτατζήδες.
Ενώ η μεγάλη βουλγαρική επίθεση καθήλωσε το Σερβικό Στρατό στη Γευγελή, στις 18 Ιουνίου οι ελληνικές δυνάμεις εξαπέλυσαν γενική αντεπίθεση σε όλο το μέτωπο. Επί τρία μερόνυχτα, 18-21 Ιουνίου, οι Έλληνες πολέμησαν σε δύο οχυρά μέτωπα ταυτοχρόνως, στον Λαχανά και στο Κιλκίς, όπου οι Βούλγαροι είχαν οχυρωθεί εξαιρετικά και παρέτασσαν υπέρτερες δυνάμεις με μεγαλύτερη δύναμη πυρός. Οι Έλληνες επετίθεντο όρθιοι με εφ' όπλου λόγχη και απίστευτο ηρωισμό. Νίκησαν κατά κράτος αλλά έχυσαν το αίμα τους ποτάμι. Στο πεδίο της τιμής έπεσαν τότε 8.353 παλικάρια της Ελλάδος, ανάμεσά τους πολλοί αξιωματικοί.
Μέσα σε ένα μόνον μήνα ο Ελληνικός Στρατός απελευθέρωσε την υπόλοιπη Κεντρική Μακεδονία, όλη την Ανατολική Μακεδονία μαζί με τη Δοϊράνη, τη Στρώμνιτσα και το Μελένοικο καθώς επίσης στη Θράκη την Ξάνθη, την Κομοτηνή και την Αλεξανδρούπολη. Κινούμενος ακάθεκτος προς Βορράν, με τελική κατεύθυνση τη Σόφια, διέσπασε τα Στενά του ιστορικού Κλειδίου, ανήλθε την κοιλάδα της Στρώμνιτσας, εξεπόρθησε τα απρόσιτα Στενά της Κρέσνας εισήλθε στο υψίπεδο της Σόφιας και εκεί έδωσε την τελευταία νικηφόρα μάχη του, στο Σιμιτλή. Κατά την υποχώρησή του ο Βουλγαρικός Στρατός, πλαισιωμένος και από κομιτατζήδες, διέπραξε άγριες ωμότητες σε βάρος του αμάχου ελληνικού πληθυσμού. Μεταξύ άλλων πυρπόλησε τις Σέρρες και τη Νιγρίτα, εξετέλεσε πολλούς προύχοντες, έκαψε συθέμελα το Δοξάτο και σφαγίασε 3.000 αμάχους, λεηλάτησε το Σιδηρόκαστρο και έσφαξε τον Μητροπολίτη του Κωνσταντίνο κ.α. 
Ο Β' Βαλκανικός Πόλεμος κράτησε ένα μόνον μήνα -αλλά τι μήνα! Στις 17 Ιουλίου υπεγράφη γενική ανακωχή. Λίγες ημέρες ενωρίτερα, αξιοποιώντας τις ελληνικές νίκες κατά των Βουλγάρων,  η Ρουμανία και η Τουρκία επετέθησαν κατά της Βουλγαρίας. Οι Τούρκοι ανακατέλαβαν εδάφη στην Ανατολική Θράκη και στη Ρωμυλία ενώ οι Ρουμάνοι κατέλαβαν τη Δοβρουτσά και έφθασαν αμαχητί σχεδόν στα πρόθυρα της Σόφιας. Οι Βούλγαροι υπέκυψαν. Από 17 μέχρι 28 Ιουλίου συνήλθε στο Βουκουρέστι η Διεθνής Διάσκεψη Ειρήνης με συμμετοχή του Πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου. Η Συνθήκη του Βουκουρεστίου, στις 28 Ιουλίου 1913, κατέστησε αμετάκλητα τα σύνορα της σημερινής Ελληνικής Μακεδονίας με ανατολικό όριο τον Νέστο ποταμό. Η Ελλάδα είχε επιτύχει έναν άθλο που ουδείς τολμούσε να ονειρευθεί πριν δέκα μόλις μήνες.