«κατάληψις αρχικών θέσεων»
|
Η αφίσα του ΓΕΣ για το 2011 |
Κι είναι αλήθεια ότι το «Έπος του 40», ένα γεγονός ιστορικά απροσδόκητο για όλο το κόσμο, αδικήθηκε κατάφωρα από τα μετέπειτα γεγονότα…..την Κατοχή, την Αντίσταση, τις εκτελέσεις, τα Δεκεμβριανά του ’44, το Συμμοριτοπόλεμο, τη νίκη και την απαράδεκτη συμπεριφορά των νικητών…..γεγονότα γερά, γεγονότα δύσκολα που το σκέπασαν, το σφράγισαν βιαστικά και το κλεισαν στο αρχείο προτού καταλαγιάσει στις μνήμες των Ελλήνων και συνειδητοποιηθεί το μεγαλείο του…..άνοιξε αργότερα, πολύ αργότερα…..όμως άνοιξε γερά!!!, και μας έμαθε με το καλύτερο τρόπο ότι το πάθος για μια ελεύθερη Πατρίδα είναι το πρώτο καθήκον όλων των Ελλήνων.
Έτσι λοιπόν κι εγώ –μπαγάσας άλλωστε- με την ευκαιρία των ημερών –και στηριγμένος σε μια ιδέα του ΛΑΒΥΡΙΝΘΟΥ, τεύχος 28, Οκτώβριος 2005- προτίμησα να τη θυμηθώ μ’ ένα μικρό λογοτεχνικό αφιέρωμα διανθισμένο με τις αφίσες του ΓΕΣ, αλλά και σκίτσα του ζωγράφου του Έπους Αλέξανδρου Αλεξανδράκη για να τονίσω –αλλά και να νοιώσω- το άρωμα της εποχής. Τα κείμενα είναι μικρά γραμμένα –από Έλληνες διανοούμενους- εκείνη την εποχή, όταν ο Έλληνας φαντάρος έγραφε σελίδες ανεξίτηλης δόξας και πρωτοφανούς ηρωισμού.
Καλή ανάγνωση σύντροφοι!!!
«Το «ηρώον»στο Χολαργό, στο τέρμα της Λ. Περικλέους |
Η Λιλίκα Νάκου γεννήθηκε το 1904, στη συνοικία της Πλάκας στην Αθήνα, κόρη του Λιβαδείτη δικηγόρου Λουκά Νάκου -Σοσιαλιστής και δυο φορές υπουργός με τον Βενιζέλο- και της αριστοκρατικής καταγωγής Ελένης Παπαδοπούλου…..Μαθήτευσε στο ιδιωτικό δημοτικό σχολείο της Χιλλ…..στα δώδεκα της χρόνια χώρισαν οι γονείς της κι εγκαταστάθηκε με τη μητέρα της στη Γενεύη, όπου τέλειωσε το γυμνάσιο, πήρε μαθήματα πιάνου κι άρχισε να σπουδάζει στη Φιλοσοφική σχολή του πανεπιστημίου της Γενεύης…..Το τέλος του Α’ ΠΠ τη βρήκε στο Παρίσι, όπου σπούδασε γαλλική λογοτεχνία στη Σορβόννη, ήρθε σε επαφή με τους σοσιαλιστικούς κύκλους του Παρισιού μέσω του Henry Barbusse -που συνδεόταν φιλικά με τον πατέρα της, ο οποίος την ίδια περίοδο διατηρούσε δικηγορικό γραφείο στο Παρίσι- και εργάστηκε σε γαλλικούς εκδότες ως διορθώτρια, επιμελήτρια…..Επέστρεψε στην Ελλάδα στις αρχές της δεκαετίας του ’30 κι εργάστηκε -απ’ το 1934, χρονιά που πέθανε κι ο πατέρας της- ως δασκάλα Ωδικής, αρχικά στο Ρέθυμνο και στη συνέχεια στα Πατήσια…..Το 1936 όμως εγκατέλειψε οριστικά τη διδασκαλία κι αφοσιώθηκε στη δημοσιογραφία…..Συνεργάστηκε με τις εφημερίδες «Ακρόπολις» και «Έθνος» και με τα περιοδικά Νέα Εστία, Νεοελληνικά Γράμματα, Φιλολογική Πρωτοχρονιά, κα.....Στη κατοχή έχασε τη μητέρα της απ’ την πείνα, έπεσε σε οικονομική εξαθλίωση, σώθηκε από λιμοκτονία απ’ τον Ερυθρό Σταυρό, ανέπτυξε δράση υπέρ των διωγμένων κομμουνιστών και εργάστηκε εθελοντικά στο νοσοκομείο παίδων της Ριζαρείου. Μετά την απελευθέρωση πήγε στην Ελβετία και ταξίδεψε στο εξωτερικό για οχτώ χρόνια περίπου…..Η υγεία της δεν ήταν καλή και τα τελευταία χρόνια της ζωής της επισκεπτόταν συχνά την Ικαρία για θεραπευτικούς λόγους…..Πέθανε στην Αθήνα το 1989.
Πρωτοεμφανίστκε στη λογοτεχνία στο Παρίσι, δημοσιεύοντας διηγήματα και νουβέλες σε περιοδικά όπως τα Monde και Clarte. Στην Ελλάδα έγινε γνωστή το 1932 με την έκδοση της συλλογής των διηγημάτων της «Η Ξεπάρθενη», ενώ την ίδια περίοδο γνωρίστηκε με το Νίκο Καζαντζάκη, μπήκε στο λογοτεχνικό κύκλο της Δεξαμενής και ήρθε σε επαφή με τη νεοελληνική λογοτεχνία. Η Λιλίκα Νάκου τοποθετείται στο χώρο της μεσοπολεμικής ελληνικής πεζογραφίας και θεωρείται μια απ’ τις εισηγήτριες της επηρεασμένης από το φεμινιστικό κίνημα γραφής.
Μόλις οι σειρήνες παύσανε το εκνευριστικό τους σύριγμα. Η πόλις των Αθηνών βρίσκεται ακόμη βουτηγμένη στο σκοτάδι. Μόνον ο ουρανός από πάνω είναι αίθριος και τα άστρα λάμπουν όσο ποτέ!
«ενέδρα»
|
Λιλίκας Νάκου, «Να μη λυγίσει ποτέ η καρδιά μας»
Μόλις οι σειρήνες παύσανε το εκνευριστικό τους σύριγμα. Η πόλις των Αθηνών βρίσκεται ακόμη βουτηγμένη στο σκοτάδι. Μόνον ο ουρανός από πάνω είναι αίθριος και τα άστρα λάμπουν όσο ποτέ!
Κάθε Έλλην, κάθε άνθρωπος, που ζει σε τούτη δω τη γη και ανέβηκε τα σκαλοπάτια του υπογείου καταφυγίου για να πάει αν μπορέσει μοναχός του και πάλι, δυο πράγματα κάθε τόσο συλλογιέται.
Πως ο πόλεμος τούτος δεν μοιάζει με κανέναν άλλον. Του καθενός μας κινδυνεύει το σπίτι του το ίδιο, τα παιδιά του, η μάννα του, ο εαυτός του! Είναι πλέον αγώνας υπάρξεως! Έπειτα είναι τόσο άνανδρες οι πράξεις του εχθρού μας, ώστε να προκαλούν την φρίκη. Η άνανδρος πράξις σε όλες τις εποχές χαρακτηρίζεται το ίδιο.
Πως ο πόλεμος τούτος δεν μοιάζει με κανέναν άλλον. Του καθενός μας κινδυνεύει το σπίτι του το ίδιο, τα παιδιά του, η μάννα του, ο εαυτός του! Είναι πλέον αγώνας υπάρξεως! Έπειτα είναι τόσο άνανδρες οι πράξεις του εχθρού μας, ώστε να προκαλούν την φρίκη. Η άνανδρος πράξις σε όλες τις εποχές χαρακτηρίζεται το ίδιο.
Η πράξις αυτή μιας αυτοκρατορίας να ρίχνεται σ' ένα μικρό κράτος που στην ιστορία του κόσμου προσφέρει την λάμψη του πολιτισμού του, είναι μια πράξις που αγανακτεί κάθε άνθρωπον, είτε Έλλην είναι είτε όχι. Φθάνει να έχει μέσα του λιγάκι ανθρωπισμό.
Και είναι κάτι το απείρως συγκινητικό όχι μόνον το κουράγιο που έδειξε ο κόσμος από την πρώτην ημέρα που οι εχθροί ηθέλησαν με τα αεροπλάνα τους να επιδράμουν στον τόπο μας, αλλά και ο ενθουσιασμός ακόμη, που δέχεται ο καθένας μας κάθε δοκιμασία γι' αυτό που λέμε πατρίδα.
Τώρα σε τούτη την κρίσιμη στιγμή είναι αδύνατο η ψυχή κάθε ανθρώπου, είτε νέος είτε γέρος είναι, να μην ένοιωσε βαθειά την αγάπη αυτή προς την πατρίδα που είναι τόσο φυσική όσο η αγάπη της ίδιας μας της μάννας!
Ξαφνικά η γη που γεννηθήκαμε, που μεγαλώσαμε, γίνεται πιο προσφιλής. Θυμόμαστε ξαφνικά κάποια καλοκαίρια που ξαπλωθήκαμε στα βουνά της, στα θυμάρια της...Θυμόμαστε σαν φευγαλέο όνειρο, μέσα στο σκοτάδι των καταφυγίων, μερικούς ξηρούς λόφους, που παίρνουν στο δειλινό το χρώμα του αμέθυστου! Θυμόμαστε μερικές ακρογιαλιές, που μεθυσμένοι από το φως του καλοκαιριού, παραδοθήκαμε μισόγυμνοι στον ήλιο, που ψήνει τα κορμιά των νέων και που ροδίζει το σταφύλι μας.
Τοπία της Ελλάδος, ακρογιάλια χαρωπά, θάλασσες γαλανές, που στεφανώνει ο αφρός του κύματος, σιγαλιές της νύκτας σε λιμανάκια των νησιών μας, άστρα του ουρανού αυτού που ύμνησαν οι ποιηταί όλου του κόσμου, χωριά με κατοίκους φιλόξενους, που έχουν μέσα τους χωρίς να τους διδάξει κανείς τον αληθινό πολιτισμό από γενιά σε γενιά.
Λαός λιτοδίαιτος, ξεραγκιανός, εύκολος στον θυμό, αλλά εύκολα ενθουσιώδης για ιδανικά μεγάλα. Λαός που άμα και ο ξένος ακόμη γνωρίσει από κοντά, είναι αδύνατο να μην αγαπήσει, να μη συγκινηθεί από τα χαρίσματα της ψυχής του.
Να όλα αυτά μαζί τι αποτελούν την λέξη Πατρίδα!
Οι προγονοί μας δίχως πολλές εξηγήσεις γνωρίζανε τι αγκαλιάζει η λέξις αυτή και για αυτό γράψανε με το αίμα τους τις ηρωικές σελίδες της ιστορίας μας του Εικοσιένα!
Ο Ελληνικός λαός του χωριού και των πόλεων δεν προδίνει εύκολα τις παραδόσεις που του άφησεν η κληρονομιά, οι παππούδες του που μας παραδώσανε την ελεύθερη γη που πατάμε!...Γι’ αυτό και αυθόρμητα ξεσηκώθηκε, σαν ένας άνθρωπος εναντίον ενός εχθρού μεγάλου που ζήλεψε την ησυχία του, το ψωμί του και την ομορφιά της χώρας του.
Με τι συγκίνηση βλέπει κανείς τον κόσμο των Αθηνών που είναι από κάθε μέρος της Ελλάδος με ησυχία να εξακολουθεί την δουλειά του, να πηγαινοέρχεται στους δρόμους γενναίος με το χαμόγελο στα χείλη.
Τα παιδάκια εξακολουθούν να παίζουν στο Βασιλικό κήπο, να ρίχνουν χαρτάκια, καραβάκια στο νερό. Οι γυναίκες, τα κορίτσια είναι έτοιμες για κάθε θυσία και όχι με κατσουφιασμένα μούτρα, αλλά με πρόσωπα που φωτίζονται εσωτερικά από ανθρώπινη συμπάθεια και αλληλεγγύη!
Μια γυναικούλα του λαού μέσα στο τραμ των Αμπελοκήπων φορτωμένο από παληκάρια που πηγαίνουν να φορέσουν το χακί έλεγε:
Εγώ παιδιά δεν έχω. Μα σεις, τα παιδιά του κόσμου είσθε όλα δικά μου, και χωράτε όλα στην καρδιά μου. Ας έχετε την ευχή μου και με το καλό να γυρίσετε.
Να τι λέγει η λαϊκή γριούλα στα παιδιά που της κάνουνε θέση μέσα στο συνωστισμό για να κατέβει από το τραμ.
Η ψυχή όλων μας λες και έχει πλατύνει τις μέρες αυτές ώστε να αγκάλιαζει όλων των μανάδων τα παιδιά και ο πόνος τους γίνεται δικός μας.
Η ψυχή όλων μας λες και έχει πλατύνει τις μέρες αυτές ώστε να αγκάλιαζει όλων των μανάδων τα παιδιά και ο πόνος τους γίνεται δικός μας.
Πλάτυνε ξαφνικά η καρδιά μας κι αγκαλιάζει τα ζωντανά όπως και τα άψυχα ακόμη πράγματα της γης που πατάμε!
Ξεχάσαμε για λίγο την ανεσούλα μας, τη ζωούλα μας, τον κύριο εαυτούλη μας, τις συνήθειες μας. Η ζωή παίρνει άλλες αξίες και η λέξις πατρίδα την πραγματική της έννοια. Παρεξήγησις πια δεν χωράει καμιά στην λέξη αυτή μια που έγινε ένα με τη λέξη μάνα!...
Γη αγαπημένη της Ελλάδος που έζησε κόσμος και ντουνιάς απάνωθε σου, οι άνθρωποι που φέρνεις σήμερα, γνωρίζουνε την γλύκα σου και είναι έτοιμοι να κάνουν το παν για να σε γλυτώσουν από κάθε τυχόν σκλαβιά!
Τη νύχτα ας μας ξαφνίζουν οι σειρήνες. Το σκοτάδι ας απλώνεται στην πόλη που αγαπά ο ήλιος. Στις ψυχές όλων μας, μικρών και μεγάλων, νοιώθουμε να φέγγει η αγάπη της μάνας μας γης!
Σαν βογγάνε οι σειρήνες σαν θέλουνε να κτυπήσουνε με βόμβες τα κορμιά των γυναικών, των γερόντων, των παιδιών μας που αποτελούν μέρος της πατρίδος, νοιώθουμε απεριόριστο πόνο και αγάπη για τον λαόν που ανήκουμε και που είναι μοναδικός στον κόσμο για τις θυσίες που είναι έτοιμος πάντα να υποστεί.
Το άρθρο αυτό, αγαπητοί μου αναγνώστες, το γράφω ύστερα από τον συναγερμό. Μέσα στο υπόγειο βρίσκονται δυο γυναίκες του λαού. Η μια βάσταγε το μωρό της αμίλητη μέσα στο σκοτάδι, καθισμένη σε ένα σκαλοπάτι. Η άλλη που έχει δυο γιους στον πόλεμο δεν έπαυσε να μουρμουρίζει καθώς σύριζαν οι σειρήνες:
Θεέ μου. Δώσε κουράγιο να βαστά η ψυχή του κόσμου που δεν έφταιξε σε τίποτα. Κάνε να μη λυγίσει ποτέ η καρδιά μας.
Να τι έλεγε αυτή η γυναικούλα.
Μου φαίνεται πως τα λόγια αυτά αξίζουν στην απλότητα τους και δείχνουν πολλά.
Είναι λόγια ακόμη που ο καθείς μας μπορεί να λέει στις κρίσιμες αυτές ώρες που περνάμε.
Κάνε Θεέ την καρδιά μας να μην λυγίσει ποτέ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου