Ο ΜΠΑΓΑΣΑΚΟΣ

ΠΙΝΑΚΑΣ ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΩΝ σύντροφοι ή μια πρώτη απόπειρα επικοινωνίας










Τετάρτη 26 Οκτωβρίου 2011

Ένα μικρό λογοτεχνικό αφιέρωμα στο ΕΠΟΣ του '40.....Μέρος Ι, 2011.....Χρηστος Αγγελοματης, "Ο πόλεμος από την Αθήνα"

«προέλασις στρατιώτη» 


Είναι μεγάλη η συγκίνηση που αισθάνονται όλοι οι συμπατριώτες μας, όταν θυμούνται στιγμές απ’ τα μεγαλειώδη γεγονότα του ’40, που επισφράγισαν με ανεξίτηλη δόξα την ιστορική πορεία του Έθνους μας. 
Η αφίσα του ΓΕΣ για το 2011
Το Ελληνικό Έθνος αισθάνεται περήφανο για το μεγάλο ΟΧΙ της 28ης Οκτωβρίου του 1940, που αποτέλεσε την αρχή μιας εκστρατείας που όλοι σήμερα την ονομάζουν «Έπος», που κάλυψε ένα ένδοξο μέρος της Ελληνικής ιστορίας και που περιέχει σε αφθονία τα δύο στοιχεία που συνθέτουν -σε γενικές γραμμές- την ιστορία…..τα γεγονότα και το άρωμα της εποχής. Και τα γεγονότα έχουν καταγραφεί από ιστορικούς, ώστε αφενός  να μπορούν οι ενδιαφερόμενοι να «χωθούν» στα βιβλία για  γνώση και εξαγωγή συμπερασμάτων, αλλά και αφετέρου άλλοι μεταγενέστεροι ιστορικοί να μπορούν να τ’ αποκαταστήσουν έστω και αν έχουν περάσει χρόνια πολλά…..αιώνες. Το άρωμα όμως σύντροφοι, όπως κι όσο το αισθάνθηκαν οι πρωταγωνιστές -και στη δικιά μας περίπτωση ολόκληρος ο Ελληνικός λαός- την εποχή των γεγονότων, χάνεται απ’ τον άνεμο του χρόνου, ακόμη και γι αυτούς που τα έζησαν.
Κι είναι αλήθεια ότι το «Έπος του 40», ένα γεγονός ιστορικά απροσδόκητο για όλο το κόσμο, αδικήθηκε κατάφωρα από τα μετέπειτα γεγονότα…..την Κατοχή, την Αντίσταση, τις εκτελέσεις, τα Δεκεμβριανά του ’44, το Συμμοριτοπόλεμο, τη νίκη και την απαράδεκτη συμπεριφορά των νικητών…..γεγονότα γερά, γεγονότα δύσκολα που το σκέπασαν, το σφράγισαν βιαστικά και το κλεισαν στο αρχείο προτού καταλαγιάσει στις μνήμες των Ελλήνων και συνειδητοποιηθεί το μεγαλείο του…..άνοιξε αργότερα, πολύ αργότερα…..όμως άνοιξε γερά!!!, και μας έμαθε με το καλύτερο τρόπο ότι το πάθος για μια ελεύθερη Πατρίδα είναι το πρώτο καθήκον όλων των Ελλήνων.
Έτσι λοιπόν κι εγώ –μπαγάσας άλλωστε- με την ευκαιρία των ημερών –και στηριγμένος σε μια ιδέα του ΛΑΒΥΡΙΝΘΟΥ, τεύχος 28, Οκτώβριος 2005- προτίμησα να τη θυμηθώ μ’ ένα μικρό λογοτεχνικό αφιέρωμα διανθισμένο με τις αφίσες του ΓΕΣ, αλλά και σκίτσα του ζωγράφου του Έπους Αλέξανδρου Αλεξανδράκη για να τονίσω –αλλά και να νοιώσω- το άρωμα της εποχής. Τα κείμενα είναι μικρά γραμμένα –από Έλληνες διανοούμενους- εκείνη την εποχή, όταν ο Έλληνας φαντάρος έγραφε σελίδες ανεξίτηλης δόξας και πρωτοφανούς ηρωισμού. 
«για το μέτωπο»
Καλή ανάγνωση σύντροφοι!!! 
O Xρήστος Aγγελομάτης γεννήθηκε το 1899 στη Σμύρνη. Πολύ νέος διηύθυνε στη Σμύρνη την εφημερίδα «Πρόοδος». Mετά τα γεγονότα του 1922 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα όπου εργάστηκε σε διάφορες εφημερίδες. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του ήταν αρχισυντάκτης της εφημερίδας «Εστία»…..Μετέφρασε απ’ τ’ Αγγλικά το «Το τριζόνι» του Ντίκενς, απ’ τα Ρώσικα το διήγημα  «Η αγωνία, μια σελίδα από τη ζωή ενός μυλωνά» του Γκόρκυ, πολλά ξένα θεατρικά έργα κι όλα τα σονέτα του Σαίξπηρ…..Εξέδωσε τ' «Άπαντα» του Κρυστάλλη…..Μερικά απ’ τα έργα του είναι, «Ο δημοτικισμός στο Βυζάντιο», «Ο αναγεννόμενος Φοίνιξ», «Χρονικό μεγάλης τραγωδίας (το έπος της Μικράς Ασίας),  «Ιστορία των Ελλήνων από του 1826 μέχρι του 1966». Πέθανε το 1979. 
Το «ηρώον» στην πλατεία Χαλανδρίου

Χρήστου Αγγελομάτη, «ο πόλεμος από την Αθήνα»

Ο πόλεμος είναι ένα πράγμα στο οποίο δεν καταφεύγουν οι τίμιοι λαοί για να διασκεδάσουν, ή να συντρίψουν και να υποδουλώσουν άλλα έθνη. Είναι ένα πράγμα, που αναλαμβάνουν για την τιμή και την ελευθερία τους, για την ακεραιότητα και την ανεξαρτησία τους. Εμείς οι Έλληνες δεν τον θελήσαμε τον πόλεμο- μας τον επέβαλεν η ατιμία και η δολιότης και τον δεχθήκαμε  με χαρά και απόφαση, γιατί ήταν για την ελευθερία μας, γιατί ήταν για τον μικρό μας αυτόν τόπο που τον ποτίσαμε με τόσο αίμα, με όσο δεν πότισε κανείς άλλος λαός τον δικό του, γιατί ήταν για το δικαίωμα μας να 'χομε τη γη μας, το σπίτι μας, το χωράφι μας, τα παιδιά μας, τις γυναίκες να 'μαστε υπερήφανοι που έχομε την Πατρίδα μας, που δημιουργήσαμε με το αίμα μας.
Ο πόλεμος άρχισε στις 28 Οκτωβρίου, μα νωρίτερα, πολύ νωρίτερα, ο πόλεμος διεξήγετο στα διπλωματικά παρασκήνια. Πολλοί δεν είναι, αλλά υπάρχουν οι άνθρωποι που ξεύρουν πόσα δεν έκαμεν η Ιταλία για να μας ταπεινώσει, να κάμψει το ηθικό μας, να κλονίσει την πίστη μας, πόσα δεν εμηχανεύθη να υπονομεύσει το ηθικό μας, η Ιταλία, που ένα μόνο ελησμονούσεν, ότι υπάρχουν πράγματα που δεν νοθεύονται. Το χρυσάφι, το διαμάντι, είναι πάντα χρυσάφι και διαμάντι, τίποτε δεν μπορεί να τα αλλοιώσει, ότι ο ελληνικός λαός είναι ο αριστοκρατικότερος της γης, στην κυριολεξία, και τίποτε δεν μπορεί να του παραμορφώσει τα ιδανικά και τα αισθήματα. Θα είναι έτοιμος για κάθε θυσία, όταν είναι να προασπίσει ό,τι του κληροδότησαν οι προγονοί του, την λαμπρότερη θεά στη γη, την Ελευθερία,
Ήξεραν λοιπόν αρκετοί Έλληνες τον πόλεμο, που διεξήγετο στα παρασκήνια, και όλοι τον διησθάνοντο. Έβλεπαν την προκλητικότητα των Ιταλών υπηκόων, που είχαν αυξηθεί για λόγους προπαγάνδας στα τελευταία χρόνια, άκουαν τους υπαινιγμούς των, διέκριναν την ειρωνεία και την περιφρόνηση που ήθελαν οι Ιταλοί αυτοί να έχουν τα λόγια τους, και δεν μιλούσαν μ' όλη την αγανάκτηση που ογκώνετο στην ψυχή τους περισσότερο μέρα με την ημέρα. Έβλεπαν όμως και τη στάση που τηρούσε το Κράτος και συνεμορφούντο μ' αυτή.
Κι έτσι έφθασε η 27η Οκτωβρίου. Στα παρασκήνια υπήρχεν αφάνταστη ανησυχία. Οι Ιταλοί είχαν δημιουργήσει καινούργιο επεισόδιο. Είχαμε, είπαν, στείλει ληστές, πράκτορες και ο,τιδήποτε άλλο στην Βόρειο Ήπειρο, για να τρομοκρατήσομε τον πληθυσμό και για να εξυπηρετήσομε τους Άγγλους. Μιλούσαν για συμπλοκές, για πολλά και διάφορα, και όταν εζητήσαμε να συναντηθούν, όπως επιβάλλουν οι διεθνείς κανονισμοί, οι διοικηταί των παραμεθορίων φυλακίων, για να διευκρινισθεί τι επί τέλους συμβαίνει, μας έστειλαν, προσβλητικά, έναν ανθυπασπιστή.
Έτσι καμιά δεν έγινε διευκρίνισις, παρά τη φιλική και ιδιωτική δήλωση του ανθυπασπιστού «καλύτερα να τα σκεπάσουμε». Έτσι πέρασε η μέρα της 27ης Οκτωβρίου και ήρθε η νύχτα. Όσοι μπορούσαν να ξέρουν κάτι περισσότερο, είχαν την αγωνία στην ψυχή. Θα μας επετίθετο η Ιταλία; Το πίστευαν. Όσα συνέβαιναν, η άτιμη και δόλια τακτική της Ιταλίας, σ' όλες τις δοσοληψίες της, αυτό μας έκανε να πιστεύουμε.
Τα θέατρα και οι κινηματογράφοι την Κυριακή 27 Οκτωβρίου ήταν γεμάτα, μα στα πρόσωπα έβλεπε κανείς την έγνοια, Στις επιθεωρήσεις δεν υπήρχεν η συνηθισμένη διάθεσις του κοινού και μόνο στις πατριωτικές σκηνές τα πλήθη διεδήλωναν τον ενθουσιασμό που έλεγε πολλά για τον αυριανό πόλεμο.
Πολλοί τη νύχτα της 27ης Οκτωβρίου κοιμήθηκαν αργά, γιατί περίμεναν κάτι που δεν ήξευραν πολύ καλά ποια μορφή θα είχε. Ήταν διάχυτη η ιδέα αυτή και όπως είναι γνωστό το λαϊκό αισθητήριο δεν απατάται. Υπήρχαν, άλλωστε, και μερικές άλλες ενδείξεις που ήσαν αρκετά χαρακτηριστικές. Οι Ιταλοί υπήκοοι των Αθηνών απροκάλυπτα πια μιλούσαν για την ιταλική εισβολή και δεν άφηναν λέξη υβριστική που να μην την χρησιμοποιούν εναντίον των Ελλήνων.
Σ' ένα σαλόνι αθηναϊκό Ιταλός, ο οποίος εζούσε εκμεταλλευόμενος τους Έλληνες σ' όλη του τη ζωή, έφθασε σε τόση θρασύτητα που να πει: «Πού βρέθηκαν Έλληνες οι Ηπειρώτες, που γι' αυτούς να θέλετε να πολεμήσετε; Αυτοί..,». Δεν επρόλαβε να συνεχίσει, ένας μεγαλοπρεπής μπάτσος τού έκοψε τη φράση στο στόμα, από κάποιον παριστάμενον Έλληνα, που δεν μπόρεσε να κρατηθεί,
Ένας άλλος Έλλην εδέχθη μια μέρα ένα περίεργο τηλεφώνημα από άλλον Iταλόν των Αθηνών, Η στιχομυθία διεξήχθη περίπου ως εξής:
-Γιατί δεν έρχεσαι στο σπίτι καμιά φορά;
-Δε μου το επιτρέπουν οι δουλειές. Κοιμάμαι πολύ νωρίς γιατί ξυπνάω πρωί.
-Καλά, κοίταξε όμως καλά' θα σε γράψω και σέναν στο μαύρο πίνακα, στον μαύρο κατάλογο...
Ο Έλλην φυσικά εξεπλάγη γιατί δεν περίμενε τέτοια παρατήρηση από έναν άνθρωπο, που τον ήξευρε φανατικό μεν Ιταλό, υπέθετε όμως κύριο και ανίκανο να διατυπώνει τέτοιες υπονοούμενες απειλές. Άφησε κι αυτός τις επιφυλακτικότητες και του παρετήρησε προφητικά,
-Όπως ξεύρεις, αγαπητέ μου, πίσω έχει η αχλάδα την ουρά. Πρόσεξε μη σε εγγράψω εγώ στον μαύρο πίνακα.
Αυτά συνέβαιναν δεκαπέντε ημέρες προ του πολέμου και το περίεργο είναι ότι όλοι οι Ιταλοί υπήκοοι των Αθηνών είχαν δημιουργήσει ένα ανάλογο επεισόδιο. Τόσο βέβαιοι ήσαν οι άνθρωποι για την γενναιότητα των στρατευμάτων τους και για την ισχύν της Ιταλίας, τόσο βέβαιοι, που εμείς θ' ανοίγαμε τις αγκάλες μας να τους δεχθούμε, που καμιά δεν ελάβαιναν προφύλαξη. Έβριζαν, σημαιοστόλιζαν τις κομβιοδόχες των, έλεγαν πως κι η Πάτρα ακόμη ήταν ιταλική, γιατί είχε μερικούς Ιταλούς υπηκόους, που όλοι μας ξέρουμε πώς εδημιουργήθησαν κι επερίμεναν, θρασύτεροι κάθε μέρα, την ώρα που θα 'βλεπαν τα κοκορόφτερα των βερσαλλιέρων ν' ανεμίζονται, αναιδώς, στην οδό Σταδίου.
28 Οκτωβρίου,
Ξυπνώ με τους ήχους των σειρήνων, ή μάλλον αναπηδώ από το κρεβάτι, όπου είχα ντυμένος πέσει πριν λίγη ώρα. Στην πόρτα διαγράφεται το ανάστημα φιλτάτου προσώπου.
-Σειρήνες, μου λέγει...
-Ο πόλεμος ήρθε, απαντώ.
Κάνουμε κι οι δυο το σημείο του Σταυρού,
-Ο Θεός ας ευλογεί τα όπλα μας και ας σκέπει τα παιδιά μας. Δεν αδίκησα κανένα. Δεν το θελήσαμε εμείς.
Οι σειρήνες εξακολουθούν στην πρωινή ατμόσφαιρα. Οι δρόμοι έχουν πλημμυρίσει, τα μάτια ατενίζουν τον ουρανό, μήπως εφάνη ο εχθρός - γιατί κανείς δεν  αμφέβαλλε ότι ο δόλιος Ιταλός άρχισε την επίθεση - τα χέρια ευλαβικά υψώνουν παντού το κυανόλευκο όνειρο κι από το ραδιόφωνο ακούεται η φωνή του Πρωθυπουργού: «Αυτά μου εζήτησε ο ύπουλος εχθρός. Του είπα «Μολών λαβέ»  -με τη βοήθεια του Θεού, με την προστασία της υβρισμένης Παναγίας, θα νικήσουμε. Το Ελληνικό Έθνος ποτέ μπροστά σε κανένα δεν εδίστασεν αγώνα τίμιο και ηθικό, αδιαφορώντας για τον αριθμό και τα μέσα του εχθρού...».
Στους δρόμους έχουν τοιχοκολληθεί προκηρύξεις, οι διαταγές για την επιστράτευση, χίλια άλλα ιστορικά έγγραφα. Το κυανόλευκο σκεπάζει την πόλη. Τα πρόσωπα λάμπουν, τραγούδια αντηχούν, ζητωκραυγές συγκλονίζουν τον αέρα, οι επιστρατευμένοι περνούν τους δρόμους με τη μορφή αστραπηβόλο, το βήμα στέρεο και κατευθύνονται στους στρατώνες. Μα πόλεμος είναι αυτός με Μεγάλη Δύναμη, ή πανηγύρι; Να μιλούν τάχα οι αιώνες για τους ανεξόφλητους λογαριασμούς που έχομε με την Ιταλία;…Ο νους μου γυρίζει δεν ξέρω σε ποιο συνειρμό ιδεών, είκοσι χρόνια πίσω. Θυμούμαι ένα ηλιόλουστο σαν σήμερα πρωί, που έφευγε ένα σύνταγμα ν' ανακαταλάβει την Κορυτσά. Η Αθήνα αντηχούσε από πυροβολισμούς και τραγούδια...Ελύσσαξαν όμως οι Ιταλοί, η Κορυτσά δεν μας παρεδόθη και υπεγράφη το πρωτόκολλο της Καπεσίτσας. Να γράφεται άραγε σήμερα ύστερα από είκοσι και πάνω χρόνια η συνέχεια της ιστορίας…
Στον ουρανό φαίνονται τα πρώτα αεροπλάνα. Τι να ναι, δικά μας ή ιταλικά; Ο λαός προεξοφλεί, δεν είν’ αυτοί ικανοί για τίποτε, δικά μας θα 'ναι. Από μακριά αντηχεί ο γδούπος των βομβών, που σκάζουν κι ολόγυρα από τα αεροπλάνα μικρά λευκά συννεφάκια. Το αντιαεροπορικό πυρ τα περιποιείται, είναι εχθρικά…
Ζούμε την πρώτη νύχτα του πολέμου. Η Αθήνα πλέει στο σκοτάδι, από όλους όμως του δρόμους υψώνεται μια θριαμβευτική ιαχή. Το φθινοπωρινό σκιόφως αιωρείται πάνω από την Ομόνοια. Την διασχίζουν επίστρατοι, εθελοντές, διαδηλώσεις με λάβαρα και πινακίδες. Η ιαχή όσο περνάει η νύχτα, αντί να μειωθεί, ογκώνεται! Μπρος στο ξενοδοχείο «Μέγας Αλέξανδρος» μια διαδήλωσις αλυτρώτων σταματά. Κάποιος νέος βγάζε, λόγο. Δεν χειρονομεί, η βαρειά του όμως φωνή υψώνεται ως τον έβδομο ουρανό, προάγγελος του θριάμβου, όρκος ιερός...«Θα ελευθερώσουμε τα Δωδεκάνησα μας. Θα μπούμε στα Τίρανα». Ναι θα μπούμε. Τα μάτια μου βουρκώνουν. Τίνος τάχα δεν βουρκώνουν; Ένα χέρι ακουμπά στον ώμο μου. Γυρίζω και στην αμυδρή ακτίνα που διαφεύγει από ένα ξενοδοχείο βλέπω ένα γνωστό και φίλο, από το εσωτερικό της Ανατολής:
-Φεύγω, μου λέει, απόψε. Α, ο Θεός μου έδωσε την ευτυχία να εκδικηθώ για όλα τα κακά που μας έκαναν οι Ιταλοί, εδώ και στον τόπο που γεννήθηκα. Η δική σου ηλικία δεν εκλήθη ακόμη. Δεν έχω τίποτε άλλο στον κόσμο από την γυναίκα μου και το παιδί μου. Έχε την έννοια τους, Κι όσο για μας εκεί πάνω, ησύχαζε, θα τους κάνουμε καλά.
Του υπόσχομαι να έχω την έννοια των δικών του.
-Καλή τύχη, του λέω, και καλή αντάμωση.
-Ζήτω η Ελλάς, μου απαντά και χάνεται στο αδιάκοπο κύμα που κατεβαίνει την οδό Αγίου Κωνσταντίνου για το σταθμό Λαρίσης...
Μου φάνηκε πως τα μάτια του αστραποβολούσαν σαν πελώριοι φάροι. Η θριαμβευτική ιαχή εξακολουθεί. Η Ελλάδα ορθώνεται μεγάλη, τρανή, δοξαστική ως τα ουράνια.
Παντοδύναμε, τι ώρες μου φύλαξες να ζήσω!..... 



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου