Ο ΜΠΑΓΑΣΑΚΟΣ

ΠΙΝΑΚΑΣ ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΩΝ σύντροφοι ή μια πρώτη απόπειρα επικοινωνίας










Τρίτη 6 Δεκεμβρίου 2011

Ένα μικρό λογοτεχνικό αφιέρωμα του ΜΠΑΓΑΣΑ στο ΕΠΟΣ του '40.....Αχιλλέα Κύρου "Ο Κοσμάς απ' την Πίνδο"

Είναι μεγάλη η συγκίνηση που αισθάνονται όλοι οι συμπατριώτες μας, όταν θυμούνται στιγμές απ’ τα μεγαλειώδη γεγονότα του ’40, που επισφράγισαν με ανεξίτηλη δόξα την ιστορική πορεία του Έθνους μας. 
Το Ελληνικό Έθνος αισθάνεται περήφανο για το μεγάλο ΟΧΙ της 28ης Οκτωβρίου του 1940, που αποτέλεσε την αρχή μιας εκστρατείας που όλοι σήμερα την ονομάζουν «Έπος», που κάλυψε ένα ένδοξο μέρος της Ελληνικής ιστορίας και που περιέχει σε αφθονία τα δύο στοιχεία που συνθέτουν -σε γενικές γραμμές- την ιστορία…..τα γεγονότα και το άρωμα της εποχής. Και τα γεγονότα έχουν καταγραφεί από ιστορικούς, ώστε αφενός  να μπορούν οι ενδιαφερόμενοι να «χωθούν» στα βιβλία για  γνώση και εξαγωγή συμπερασμάτων, αλλά και αφετέρου άλλοι μεταγενέστεροι ιστορικοί να μπορούν να τ’ αποκαταστήσουν έστω και αν έχουν περάσει χρόνια πολλά…..αιώνες. Το άρωμα όμως σύντροφοι, όπως κι όσο το αισθάνθηκαν οι πρωταγωνιστές -και στη δικιά μας περίπτωση ολόκληρος ο Ελληνικός λαός- την εποχή των γεγονότων, χάνεται απ’ τον άνεμο του χρόνου, ακόμη και γι αυτούς που τα έζησαν.
Κι είναι αλήθεια ότι το «Έπος του 40», ένα γεγονός ιστορικά απροσδόκητο για όλο το κόσμο, αδικήθηκε κατάφωρα από τα μετέπειτα γεγονότα…..την Κατοχή, την Αντίσταση, τις εκτελέσεις, τα Δεκεμβριανά του ’44, το Συμμοριτοπόλεμο, τη νίκη και την απαράδεκτη συμπεριφορά των νικητών…..γεγονότα γερά, γεγονότα δύσκολα που το σκέπασαν, το σφράγισαν βιαστικά και το κλεισαν στο αρχείο προτού καταλαγιάσει στις μνήμες των Ελλήνων και συνειδητοποιηθεί το μεγαλείο του…..άνοιξε αργότερα, πολύ αργότερα…..όμως άνοιξε γερά!!!, και μας έμαθε με το καλύτερο τρόπο ότι το πάθος για μια ελεύθερη Πατρίδα είναι το πρώτο καθήκον όλων των Ελλήνων.
Έτσι λοιπόν κι εγώ –μπαγάσας άλλωστε- με την ευκαιρία των ημερών –και στηριγμένος σε μια ιδέα του ΛΑΒΥΡΙΝΘΟΥ, τεύχος 28, Οκτώβριος 2005- προτίμησα να τη θυμηθώ μ’ ένα μικρό λογοτεχνικό αφιέρωμα διανθισμένο με τις αφίσες του ΓΕΣ για να τονίσω –αλλά και να νοιώσω- το άρωμα της εποχής. Τα κείμενα είναι μικρά γραμμένα –από Έλληνες διανοούμενους- εκείνη την εποχή, όταν ο Έλληνας φαντάρος έγραφε σελίδες ανεξίτηλης δόξας και πρωτοφανούς ηρωισμού.

Αχιλλέα Κύρου…..Ο ΚΟΣΜΑΣ ΑΠ’ ΤΗΝ ΠΙΝΔΟ
Ο Αχιλλέας Κύρου -γιος του δημοσιογράφου και εκδότη της εφημερίδας «ΕΣΤΙΑ» Άδωνι Κύρου- γεννήθηκε στην Αθήνα το 1898…..Φοίτησε στη Φυσικομαθηματική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, όμως από νωρίς στράφηκε στη δημοσιογραφία και το 1918 ανέλαβε –μαζί με τον αδερφό του Κύρο- τη διεύθυνση της «ΕΣΤΙΑΣ», ως διάδοχοι του πατέρα τους…..Η πολιτική της εφημερίδας διατήρησε το συντηρητικό και  φιλοβασιλικό της  προσανατολισμό, αλλά και την πολιτική της για πλήρη ενημέρωση του αναγνώστη, με αποτέλεσμα τ’ αδέλφια να αντιμετωπίσουν προβλήματα με τις Ελληνικές κυβερνήσεις, που τότε άλλαζαν σαν τα πουκάμισα…..Η «ΕΣΤΙΑ» έκλεισε –ή καλύτερα την έκλεισαν-τρεις φορές, μία την περίοδο της δίκης των έξι και δύο στην δικτατορία του Πάγκαλου….. Με την είσοδο των γερμανικών στρατευμάτων στην Αθήνα, οι Κύρου παραιτήθηκαν από τη διεύθυνση της Εστίας και μετά από εντολή των γερμανών ανέλαβε το συντακτικό προσωπικό, που για λόγους συνείδησης παραιτήθηκε λίγο αργότερα, προβάλλοντας ως λόγο οικονομικές δυσχέρειες. Κατά τη διάρκεια της κατοχής οι Κύρου αναμείχθηκαν στον παράνομο Τύπο. Ο Αχιλλέας Κύρου πρωτοεμφανίστηκε στο χώρο της λογοτεχνίας με το θεατρικό έργο Στα όπλα η λεβεντιά που παραστάθηκε το 1919 από το θίασο της Κυβέλης. Ακολούθησε η συλλογή διηγημάτων Όνειρα, που εκδόθηκε το 1929 και βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών. Ασχολήθηκε επίσης με τη λογοτεχνική μετάφραση και κυρίως τις μελέτες, ιστορικές, λογοτεχνικές και αισθητικές. Στο θεατρικό χώρο διετέλεσε μέλος του Δ.Σ. του Εθνικού Θεάτρου και Γενικός Γραμματέας του. Πέθανε στο Παρίσι.  
Συνταγματάρχης ΠΖ Κωνσταντίνος Δαβάκης (Κεχριάνικα Λακωνίας 1897 - Κάτω Αδριατική Ιανουάριος 1943),  Ο θρύλος της Πίνδου…..Σπούδασε στην Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων,  ονομάστηκε Ανθυπολοχαγός Πεζικού στις 1 Οκτωβρίου 1916 και συμπλήρωσε την στρατιωτική κι επιτελική του κατάρτιση στη Γαλλική Σχολή Αρμάτων και στις Ανώτερες Σχολές Πολέμου Αθηνών και Παρισιού…..Πολέμησε στον Α’ ΠΠ και το 1918 προβιβάστηκε σε λοχαγό επ’  ανδραγαθεία…..Έλαβε επίσης μέρος στην Μικρασιατική Εκστρατεία, διακρίθηκε στην μάχη των υψωμάτων του Αλπανός τον Ιούλιο του 1921) και τιμήθηκε με το Χρυσούν Αριστείο Ανδρείας…..Αποστρατεύτηκε για λόγους υγείας στις 30 Δεκεμβρίου 1937 ως Αντισυνταγματάρχης…..όμως τον Αύγουστο του 1940 ανακλήθηκε στην ενεργό υπηρεσία και τοποθετήθηκε διοικητής του 51ου Συντάγματος Πεζικού και λίγο αργότερα του Αποσπάσματος Πίνδου, με έδρα το Επταχώριο Πίνδου…..Όταν εκδηλώθηκε η Ιταλική εισβολή, αντιμετώπισε μ’ επιτυχία την 3η Ιταλική Μεραρχία Αλπινιστών «'Τζούλια»…..Στην Ελληνική αντεπίθεση τραυματίστηκε στο στήθος, ενώ βρισκόταν σε αποστολή αναγνώρισης εχθρικών θέσεων…..Ενώ νοσηλευόταν ακόμα, εισέβαλαν οι Γερμανοί, λήξαν οι επιχειρήσεις, υπογράφτηκε ανακωχή και ξεκίνησε η κατοχή…..Συνελήφθη τον Δεκέμβριο του 1942 απ’ τους Ιταλούς –όμηρος εξαιτίας της Αντίστασης που φούντωνε τότε- μαζί με πολλούς άλλους διακεκριμένους αξιωματικούς, μεταφέρθηκε στην Πάτρα κι επιβιβάστηκε  στο ατμόπλοιο «Πόλις της Γένοβα» για να μεταφερθεί σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στην Ιταλία…..Όμως το πλοίο τορπιλίστηκε από συμμαχικό υποβρύχιο –τον Ιανουάριο του 1943, βυθίστηκε στ’ ανοιχτά της νότιας Αλβανίας και πνίγηκαν όλοι…..Το πτώμα του Δαβάκη αναγνωρίστηκε, περισυλλέχθηκε και τάφηκε στον Αυλώνα…..Μεταπολεμικά τα οστά του διακομίστηκαν και τάφηκαν στην Αθήνα…..Ο Δαβάκης υπήρξε απ’ τους πρωτοπόρους της ιδέας της μηχανοκίνησης του πεζικού και της χρησιμοποίησης αρμάτων ως κύριου όπλου για την διάσπαση και καταδίωξη του εχθρού…..Τ’ όνομα του έγινε θρύλος στην λαϊκή ψυχή και ταυτίστηκε με την ηρωική  αντιμετώπιση των πρώτων ημερών της Ιταλικής επίθεσης απ’ τον Ελληνικό στρατό στην Ήπειρο…..Τιμήθηκε πολλές φορές απ’ την πατρίδα μας μετά το θάνατο του.


 
Δεν ήταν ακόμα καλά-καλά δώδεκα χρόνων ο Κοσμάς όταν τα ξημερώματα της 28 Οκτώβριου 1940 τον εξύπνησαν κάτι τρομεροί και πρωτογνώριστοι κρότοι. Το χωριό του το Επτάχωρον - Βουρβουτσικό το έλεγαν ακόμα μερικοί αδιόρθωτοι γέροι χωριάτες, αλλά ο Κοσμάς είχε μάθει καλά από τον δάσκαλο, ότι δεν έπρεπε να μεταχειρίζεται ποτέ το βαρβαρικό αυτό άνομα - ήταν χωριό που δεν υπέφερε πολύ από φτώχεια. Ο πατέρας του, όπως και πολλοί άλλοι χωριάτες, είχε το χωραφάκι του και τα πουλερικά του ακόμα. Δούλευαν ο πατέρας κι η μητέρα ως αργά τη νύχτα, όταν τα παιδιά κοιμόντουσαν κιόλας πολλή ώρα, αλλά τα παιδιά δεν επείνασαν ποτέ, το γάλα δεν έλειψε από τα μικρότερα του αδερφάκια, τα ρουχαλάκια τους ήταν ζεστά. Κι ο Κοσμάς, που ήταν ο μεγαλύτερος από τα τρία άλλα αδερφάκια του, ήταν υπερήφανος, όταν, γυρίζοντας απ' το σχολείο, μπορούσε να βοηθήσει τον πατέρα και την μητέρα σε κάποια από τις τόσες δύσκολες δουλειές τους.
Είχε όμως κι άλλον ένα λόγο να είναι υπερήφανος ο Κοσμάς. Εκείνες τις μέρες, καθώς στάθηκε μαζί με τα άλλα παιδιά του σχολείου μπροστά στο δίπατο σπίτι με το ξύλινο μπαλκόνι, όπου ήταν ο «Σταθμός Διοικήσεως του Αποσπάσματος Πίνδου», για να παρακολουθήσει μια επιθεώρηση του διοικητού, ο Συνταγματάρχης Δαβάκης, που τον ήξερε και τον καμάρωνε όλη η περιοχή, κατέβηκε από το όμορφο άλογο του, όταν ετελείωσε η επιθεώρησίς του, προχώρησε προς τα παιδιά και στάθηκε μπροστά στον Κοσμά:
-Πώς σε λένε, αγόρι μου; τον ρώτησε.
-Κοσμά, κύριε συνταγματάρχα, αποκρίθηκε ο μικρός και στάθηκε προσοχή, όπως είχε δει πριν να κάνουν οι στρατιώτες.
-Θέλεις να γίνεις και συ στρατιώτης;
-Θα γίνω, κύριε Συνταγματάρχα. Ο πατέρας μου είναι τραυματίας πολέμου. Κι έχει και τον πολεμικό σταυρό, κάτω απ' το εικονοστάσι.
-Μπράβο, λεβέντη μου, είπε ο Δαβάκης. Έτσι τα θέλω τα Ελληνόπουλα! Έννοια σου και θα το δείξουμε πάλι εμείς οι Έλληνες.
Εκείνη την στιγμή δεν κατάλαβε καλά-καλά ο Κοσμάς τι ήθελε να πει ο Συνταγματάρχης. Ήταν μόνο περήφανος, γιατί είχε μιλήσει σ' αυτόν κι όχι στα άλλα παιδιά. Τώρα όμως, που βροντούσαν από μακριά τα κανόνια, που βούιζαν από πάνω τα αεροπλάνα κι έμοιαζε να τραντάζει η γη, θυμήθηκε τα λόγια εκείνα και κατάλαβε ότι έπρεπε να δείξει πως ήταν αληθινός Έλληνας. Τα μωρά, που είχαν ξυπνήσει απότομα, έκλαιγαν με αναφυλλητά καθώς η μαννούλα τους προσπαθούσε να τα ντύσει και να τα παρηγορήσει. Ο Κοσμάς, ενώ ντυνότανε μόνος του, ένοιωσε ένα κόμπο στον λαιμό να τον πνίγει. Αλλά αυτός δεν έπρεπε να φοβηθεί. Έβαλε όλα τα δυνατά του και εφρόντισε να βοηθήσει την μαννούλα για να περιποιηθεί τα μικρά, ενώ τα κορόιδευε για τον φόβο τους και προσπαθούσε να τα κάνει να γελάσουν.
-Ευχαριστώ, Κοσμά μου, του είπε η μητέρα.
Βγήκαν έξω. Έκανε κρύο πολύ, ήταν σκοτάδι και μια υγρή ομίχλη που σκεπάζει τα πάντα, έμοιαζε να τους μουσκεύει ως το κόκκαλο. Ο πατέρας, που η υγρασία τον έκανε να κουτσαίνει πάλι από το παλιό του τραύμα, τους είπε:
-Καθήστε εδώ στη γωνίτσα να πάω εγώ να μάθω.
Θα πέρασε μισή ώρα, ώσπου να γυρίσει ο πατέρας. Τα παιδιά είχαν μαζευθεί γύρω από την μαννούλα τους, σαν να ήθελαν να πάρουν λίγο από το κουράγιο της και την ζεστασιά της. Άρχιζε να χαράζει κι οι σκοτεινοί όγκοι των κορυφών του Γράμμου απέναντι, άρχισαν να διαγράφονται απάνω στον ουρανό. Και εν τω μεταξύ το βουητό του πυροβολικού γινότανε ολοένα και πιο δυνατό. Κάπου εκεί κοντά, ένα πυροβόλο δικό μας γαύγιζε κάθε τόσο με έναν ήχο που ξεπερνούσε όλο το μακρυνό βουητό των άλλων κανονιών. Και χωρίς να ξέρει γιατί το γαύγισμα αυτό έδινε κουράγιο στον Κοσμά. Ήταν σαν να του έλεγε:
«Εδώ είμαστε εμείς! Μη σκιάζεσαι!»
Ο πατέρας εγύρισε. Με πολύ σοβαρό ύφος είπε στη γυναίκα του:
-Οι Ιταλοί μάς άρχισαν τον πόλεμο από την Αρβανιτιά. Θα τους κτυπήσουμε, όπως μπορούμε. Εσύ θα μείνεις στο σπίτι με τα παιδιά. Μη φοβηθείς καθόλου. Ο «τρανός» (έτσι έλεγαν όλοι οι χωρικοί τον ηρωικό Συνταγματάρχη Δαβάκη) είναι μαζί μας και θα μείνει μαζί μας ως το τέλος. Εγώ δεν μπορώ να πάω δυστυχώς στρατιώτης. Αλλά θα μείνω στο Στρατηγείο, κοντά στον «τρανό». Στείλτε μου το μεσημέρι τον Κοσμά με λίγο ψωμί και λίγο προσφάγι. Αν θέλω τίποτα θα σου το μηνύσω.
Πέρασαν δυο μερόνυχτα, που ήσαν αληθινά τρομερά. Οι κανονιές, οι ριπές των πολυβόλων, οι χαρακτηριστικοί κρότοι των ολμοβόλων δεν έπαψαν ούτε μια νύχτα και μέρα, Αληθινές μάχες εγίνοντο σε λίγες ώρες από το Επταχώρι, στην Καστάνιανη, στην Λυκόρραχη, στο Κεράσοβο, στη Φούρκα, στη Ζούζουλη. Θα 'λεγε κανείς πως το χωριό είχε περικυκλωθεί από παντού με τον εχθρό, που ζητούσε να ορμήσει και να το καταλάβει, Αλλά ο Δαβάκης ήταν πάντα κοντά στους κατοίκους του κι αυτό τους ησύχαζε. Όταν τη νύχτα οι κανονιές έμοιαζαν να πλησιάζουν ακόμα περισσότερο, οι χωριάτες έβγαιναν από τα σπίτια τους και εκοίταζαν το γραφείο του, όπου από το βράδυ ως το πρωί ήταν αναμμένο το φως. Κι αυτό το φωτάκι μέσα στο πυκνό σκοτάδι τούς έδινε καινούργιο κουράγιο:
-Ο «τρανός» δουλεύει! Θα τους φάει τους φρατέλλους.
Κι έβρεχε, έβρεχε αδιάκοπα. Τα δρομάκια μέσα στα χωριά είχαν γίνει αληθινά ποτάμια. Στρατιώτες πήγαιναν κι ερχόντουσαν. Ήρθε και ιππικό, ήρθαν και άλλοι μεγάλοι αξιωματικοί, ένας Στρατηγός, συνταγματαρχαίοι πολλοί, που υποδέχθηκε ο Δαβάκης με την αχώριστη μαγγούρα του, από κερασιά, στο χέρι. Αλλά έφθαναν τη νύχτα κι άλλοι στρατιώτες, κατάμαυροι από το μπαρούτι, πληγωμένοι, με τα ρούχα τους καταξεσχισμένα και ματωμένα.
Ο Κοσμάς δεν έπαψε εκείνες τις ημέρες να τρέχει από το σπίτι του στο Στρατηγείο και από εκεί σε όσες δουλειές τον έστελναν ο πατέρας του και διάφοροι αξιωματικοί. Όταν ο Στρατηγός εγκαταστάθηκε στο Στρατηγείο κι ο Δαβάκης μετέφερε το δικό του Στρατηγείο στο σπίτι του μπακάλη του χωριού, ο Κοσμάς έγινε επίσημα πια ο σύνδεσμος του. Ο Συνταγματάρχης, που τον ήξερε πια καλά, τον εχάιδευε στο κεφάλι, του έδινε κανένα μπισκότο και του έλεγε:
-Κοσμά, να πας να βρεις τον τάδε, ή τον δείνα αξιωματικό και να τους πεις να 'ρθει εδώ, ή να φύγει αμέσως για κει που ξέρει...
Κι ο Κοσμάς έτρεχε αμέσως, συχνά μέσα στο σκοτάδι, ενώ η γη έμοιαζε να τραντάζεται κάτω από τα πόδια του με όλες τις κανονιές. Συχνά τον έπνιγε εκείνος ο περίεργος κόμπος στο λαιμό. Αλλά ο Κοσμάς ήταν τόσο υπερήφανος για την δουλειά που έκανε, ώστε δεν άφηνε τον φόβο να τον κυριεύσει. Όταν στον δρόμο του έβρισκε στρατιώτες τραυματισμένους, ξενυχτισμένους, ζαλισμένους από το τρομερό εχθρικό πυροβολικό, τους έπαιρνε με προσοχή και αγάπη από το χέρι και τους πήγαινε στο σπίτι του, όπου η μαννούλα του είχε πάντα ένα ζεστό τσάι, λίγο φαΐ και πολλή καλωσύνη να τους προσφέρει και να τους κάνει έτσι να ξαναβρούνε το ηθικό τους. Ο ίδιος ο Κοσμάς τους έπαιρνε έπειτα για να τους οδηγήσει στους αξιωματικούς του Δαβάκη, που εχρειάζοντο για τον δύσκολο αγώνα κάθε στρατιώτη και τους έδιναν καινούργιες διαταγές. Πόσο τους λυπότανε και πόσο τους αγαπούσε τους στρατιώτες αυτούς ο Κοσμάς! Πόσο θα ήθελε να μπορέσει να τους βοηθήσει ακόμα περισσότερο!
Κι έτσι ήρθε η νύχτα της 1ης Νοεμβρίου. Ο Κοσμάς είχε καταλάβει από την εξαιρετική κίνηση στο Στρατηγείο πως κάτι μεγάλο ετοιμαζότανε. Αδιάκοπα έφευγαν τα τμήματα προς τα διάφορα υψώματα γύρω από το χωριό. Καινούργια κανόνια έφθαναν. Και τα ξημερώματα ο Δαβάκης καβάλησε το ωραίο του άλογο και ετοιμάσθηκε να ξεκινήσει. Ο μικρός Κοσμάς βρέθηκε κοντά του. Ένα μειδίαμα μαλάκωσε το συνοφρυωμένο πρόσωπο του Συνταγματάρχου:
-Τι έκανες σήμερα τη νύχτα. Κοσμά; τον ρώτησε.
-Άλλους δυο στρατιώτες μάζεψα, κύριε Συνταγματάρχα. Δώδεκα σας έφερα ως τώρα.
-Μπράβο, Κοσμά! Είσαι αληθινό παληκάρι. Έννοια σου κι εμείς θα τους μανδρώσουμε τους φρατέλλους... Αλλά σε θέλω να μου κάνεις μια σπουδαία δουλειά. Το ξέρεις το Μοναστήρι της Παναγιάς της Κλαδόρμης;
-Ναι, κύριε Συνταγματάρχα. Πήγαμε τρεις φορές με τον δάσκαλο φέτος.
-Θαυμάσια! Το μεσημέρι θα πας στον πατέρα σου να σου δώσει ένα χαρτί από τον Στρατηγό. Θα το κρύψεις στον κόρφο σου και θα μου το φέρεις στο Μοναστήρι που θα είμαι. Θα 'ρθεις μέσα από τις χαράδρες. Να φυλάγεσαι καλά και να προσέχεις γύρω σου. Αν δεις από μακρυά κανένα Ιταλό, μη κρατήσεις το χαρτί απάνω σου. Σκάφτο μέσα στο χώμα ή κρύψτο κάτω από κανένα κοτρώνι. Θα τα καταφέρεις, Κοσμά;
-Θα τα καταφέρω, κύριε Συνταγματάρχα.
-Μπράβο, Κοσμά. Είσαι σπουδαίος. Στην μάννα σου να πεις ότι θα μείνεις όλο το απόγευμα κοντά στον πατέρα σου.
Μονάχος του ξεκίνησε ο Κοσμάς λίγο μετά το μεσημέρι. Έβρεχε πάντα με το τουλούμι. Ο δρόμος που ήταν πάντα δύσκολος μέσα από τις απότομες χαράδρες και τις άγριες πλαγιές, είχε γίνει ακόμα πιο δύσκολος τώρα που η βροχή είχε γεμίσει με λάσπη τα πάντα. Η καρδιά του μικρού Ηπειρώτη ήταν σφιγμένη. Αλλά ένοιωθε κοντά στην καρδιά του το έγγραφο του Στρατηγού και αυτό του έδινε κουράγιο.
Ήταν πια πέντε το απόγευμα όταν έφθασε στο Μοναστήρι. Ο πανύψηλος λοχίας, που είχε πάντοτε μαζί του ο Δαβάκης, τον επήγε αμέσως στον Συνταγματάρχη. Αυτός επήρε πρώτα το χαρτί κι έπειτα σήκωσε το παιδάκι και το φίλησε στα δυο μάγουλα:
-Να 'ξερες, Κοσμά μου, τι υπηρεσία πρόσφερες στην Ελλάδα, θα 'σουν υπερήφανος...Έλα τώρα να κάτσεις να κοιμηθείς μαζί μας. Είναι αργά για να γυρίσεις πια στο χωριό.
Όλη την νύχτα το πυροβολικό, δικό μας και εχθρικό, δεν έπαψε ούτε μια στιγμή ολόγυρα στο Μοναστήρι. Ο Κοσμάς όμως δεν εσκιαζότανε πια καθόλου. Σ' ένα κελλί του Μοναστηριού είχε γνωρίσει ένα πολυβολητή, τραυματισμένο στο χέρι, που του είπε μια καταπληκτική ιστορία. Βρέθηκε μονάχος του μέσα στην φωτιά των ιταλικών ολμοβόλων και πολυβόλων. Οι άλλοι υπηρέτες του ελληνικού πολυβόλου είχαν σκοτωθεί. Ο ίδιος ενόμιζε πια ότι έφθασε η τελευταία του ώρα. Τότε προσευχήθηκε με όλη του την ψυχή στην Ευαγγελίστρια, στην Παναγία της Τήνου, που είχαν προσβάλει οι Ιταλοί με τον τορπιλλισμό της «Έλλης».
-Κι έξαφνα είδα μπροστά μου, είπε, μια πανώρηα μαυροφόρα. Έσκυψε στοργικά απάνω μου και σκούπισε το μέτωπο μου που έσταζε ιδρώτα, Ένοιωσα το ανάλαφρο άγγιγμα του χεριού της και ξαναγέμισα ζωή και κουράγιο. Σήκωσε έπειτα το χέρι της και μου 'δειξε προς την Ανατολή. Δυο οβίδες έπεσαν κοντά μου, αλλά βρόντησαν με ορμή καταγής χωρίς να σκάσουν. Οι άλλες έπεσαν πολύ μακρύτερα και δεν με πείραξαν...


Διαβάστε ακόμα σύντροφοι στο μικρό αφιέρωμα του ΕΠΟΥΣ,



Χρήστου Αγγελομάτη  Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ

Σίτσας Καραϊσκάκη  ΤΟ ΑΛΕΞΙΠΤΩΤΟ

Παύλου Παλαιολόγου, ΤΟ ΣΩΦΕΡΑΚΙ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου