Ο ΜΠΑΓΑΣΑΚΟΣ

ΠΙΝΑΚΑΣ ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΩΝ σύντροφοι ή μια πρώτη απόπειρα επικοινωνίας










Σάββατο 23 Οκτωβρίου 2010

Όταν ο ΜΠΑΓΑΣΑΣ βολτάρει.....Έκθεση του ΘΕΟΦΙΛΟΥ στο μουσείο Μπενάκη

Το Μουσείο Μπενάκη και η Εμπορική Τράπεζα αυτό το καιρό και μέχρι τις 31 Οκτωβρίου παρουσιάζουν την έκθεση: «Θεόφιλος. Έργα από τη συλλογή της Εμπορικής Τράπεζας», στο κεντρικό κτίριο του μουσείου, στο Κολωνάκι, την οποία και επισκέφτηκα σήμερα το πρωί. 
Η έκθεση περιλαμβάνει ένα σύνολο είκοσι πινάκων από τη συλλογή έργων τέχνης της Εμπορικής Τράπεζας- που της ανήκουν από τη δεκαετία του 80 και σαν σύνολο δεν έχουν εκτεθεί ποτέ- και δίνει την ευκαιρία στους επισκέπτες να δουν από κοντά ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα της δουλειάς του Θεόφιλου, στο οποίο αποτυπώνεται με χαρακτηριστικό τρόπο η ενασχόλησή του με τη ζωγραφική. Τα έργα της συλλογής περιλαμβάνουν μια επιλογή από τη συνήθη θεματογραφία του ζωγράφου: ιστορικές ή μυθολογικές σκηνές, παραστάσεις παρμένες από ταχυδρομικά δελτάρια και παλιές λιθογραφίες ή φωτογραφίες, τοπία και εικόνες της καθημερινής ζωής.
. Η έκθεση συνοδεύεται από την έκδοση της Εμπορικής Τράπεζας Θεόφιλος (Αθήνα 1967), σε επιμέλεια των Γιάννη Τσαρούχη και Γιώργου Μανουσάκη και κείμενα του Γιάννη Τσαρούχη, που συγκεντρώνει πάνω από 300 έργα του ζωγράφου.
Επίσης, κατά τη διάρκειά της έκθεσης θα προβάλλεται το αφιέρωμα της τηλεοπτικής εκπομπής της ΕΡΤ Παρασκήνιο με τίτλο «2003  Θεόφιλος ξανά?».
Ο Θεόφιλος γεννήθηκε στη Βαρειά Μυτιλήνης στα τέλη της δεκαετίας του 1860 ή στις αρχές του 1870. Η βραδυγλωσσία του και η αριστεροχειρία του καθώς και η δυσκολία του στο σχολείο ώθησαν τους γονείς του να τον στρέψουν σε κάποιο χειρωνακτικό επάγγελμα, παρά την έμφυτη κλίση του στη ζωγραφική.
Σε ηλικία δεκαπέντε-δεκάξι χρόνων έφυγε για τη Σμύρνη, όπου − σύμφωνα με τα λεγόμενά του − εργάστηκε ως «θυροφύλαξ-καβάσης» στο Ελληνικό Προξενείο. Δεν έχουν σωθεί δείγματα της δουλειάς του από την περίοδο της Σμύρνης, παρότι οι μαρτυρίες αναφέρουν ότι εκεί πρωτοξεκίνησε να ζει από τη ζωγραφική. Από τη Σμύρνη αναγκάστηκε να φύγει μετά από κάποιο επεισόδιο με τις τουρκικές αρχές, και μετά από ένα πέρασμα από την Αθήνα κατέληξε στη Θεσσαλία.
Εκεί παρέμεινε για τριάντα περίπου χρόνια στο Βόλο και στα γειτονικά χωριά, όπου εξασφάλιζε τα προς το ζην ζωγραφίζοντας τοίχους καφενείων, μαγαζιών, σπιτιών και ταβερνών αλλά και φορητά έργα και εικόνες. Από το 1925 και μετά την εγκατάσταση των προσφύγων από τη Μικρά Ασία ζωγράφιζε τις παράγκες και τα μαγαζιά τους με επιγραφές και παραστάσεις, μια παραγωγή που εξαφανίστηκε από την πυρκαγιά του 1939, ενώ οι σεισμοί του 1955 συμπλήρωσαν την καταστροφή του έργου του στη Θεσσαλία.
Παράλληλα με τη ζωγραφική του δραστηριότητα οργάνωνε λαϊκές θεατρικές παραστάσεις με αφορμή τις εθνικές επετείους ή την Αποκριά, πρωταγωνιστώντας σ’ αυτές πότε σαν ήρωας της Επανάστασης και πότε σαν Μεγαλέξανδρος, φτιάχνοντας τα κοστούμια και τα λοιπά χρειαζούμενα με δική του φροντίδα. Η εμφάνισή του με τη φουστανέλα ή τη στολή του Μεγαλέξανδρου, η ιδιόρρυθμη συμπεριφορά του και τα παράφωνα τραγούδια όταν ζωγράφιζε τον έθεσαν γρήγορα στο περιθώριο της τοπικής κοινωνίας, γεγονός το οποίο μαζί με τις δύσκολες συνθήκες διαβίωσης τον ώθησαν το 1927 να επιστρέψει στη Μυτιλήνη και έβαλαν τέλος στην πρώτη καλλιτεχνική του περίοδο.

Το 1925 ο ζωγράφος Γιώργος Γουναρόπουλος ανακάλυψε τοιχογραφίες του Θεόφιλου σ’ ένα φούρνο στο Βόλο και έδειξε  φωτογραφίες τους στον τεχνοκρίτη Στρατή Ελευθεριάδη (Tériade) στο Παρίσι, ανοίγοντας έτσι το δρόμο για την καλλιτεχνική αναγνώριση του ζωγράφου.

Ο Teriade  συνάντησε το Θεόφιλο το 1929 στη Μυτιλήνη, του εξασφάλισετη διαβίωση και τα μέσα να συνεχίσει τη δουλειά του, ζητώντας του ταυτόχρονα να παραδίδει ό,τι έργο ζωγραφίζει στο σπίτι του πατέρα Ελευθεριάδη, στη Βαρειά.
Η συνάντηση αυτή σηματοδότησε την τρίτη και τελευταία περίοδο της δημιουργίας του Θεόφιλου και έληξε με το θάνατό του το 1934.

Το 1976 το ελληνικό κράτος με απόφασή του χαρακτήρισε το έργο του Θεόφιλου ως «έργο ειδικής κρατικής προστασίας» σύμφωνα και με το Νόμο 1469/50 «περί ειδικής κατηγορίας οικοδομημάτων και έργων τέχνης μεταγενεστέρων του 1830», αναγνωρίζοντας και επίσημα την αξία ενός καλλιτέχνη τον οποίο είχε ήδη ανακαλύψει η γενιά του ’30.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου