
![]() |
Αλέξανδρος Αλεξανδράκης,
«παρατηρητήριον»
|
Καλή
ανάγνωση σύντροφοι!!!

Ο Γουλιέλμος
Άμποτ γεννήθηκε στην Αθήνα το 1906…..Σπούδασε φυσική και μαθηματικά στο Πανεπιστήμιο
Αθηνών και μετεκπαιδεύτηκε στο Γαλλικό Ινστιτούτο Αστροφυσικής, στο
Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν και στην Αλάσκα…..Διετέλεσε υφηγητής της Αστρονομίας
στο Πανεπιστήμιο Αθηνών το 1948, ενώ παράλληλα δίδασκε στην Αναργύρειο Σχολή
Σπετσών. Επίσης δίδαξε στο γεωφυσικό ινστιτούτο της Αλάσκα…..Μεταπολεμικά,
εργάστηκε σε έργα ανακατασκευής του βομβαρδισμένου λιμανιού του Πειραιά…..Όμως μαζί
με την επιστημονική του δραστηριότητα, ο Άμποτ ασχολήθηκε και με τη λογοτεχνία…..Το
μυθιστόρημα του «Γη και Νερό» (1936), με επίκεντρο τις ιστορίες των χανσενικών
κατοίκων της Σπιναλόγκας, προκάλεσε ευμενή σχόλια για το νεωτερικό του ύφος και
την προβληματική του πάνω σε σύγχρονα πολιτικά και κοινωνικά ζητήματα της
Ελλάδος και του κόσμου γενικότερα…..«Η Επιδρομή» (1946) ασχολείται με τον Μακεδονικό
Αγώνα…..Το «Δημήτριος Γαβριήλ» (1960), που είναι ένα χρονικό του ξενιτεμού, τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος…..Ακολούθησαν
τα μυθιστορήματα «Ιόλη» (1970) και «Συμεώνοφ» (1974), που τιμήθηκε με το
βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών και τα διηγήματα «Εγώ ο Νόμος», για το οποίο ο
συγγραφέας απέσπασε το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος (1977)…..Πέθανε στην Αθήνα το
2001.
Παιανία, 28 Οκτωβρίου
2012
|
Γουλιέλμος Άμποτ, «Κορυτσά»
Είχε
τελειώσει ο εσπερινός των Εισοδίων. Ο νεωκόρος Αντρέας αμπάρωσε με τη βοήθεια του
επιτρόπου την είσοδο, μετά έσβυσε τα κεριά, σχεδόν όλες τις καντήλες, και
βγήκε απ' τη βορεινή πόρτα, που τη διπλοκλείδωσε. Η νύχτα κατέβαινε, η σκάλα, η
αυλή, η πύλη, εγκαταλείπονταν απ' την ισχυρότατη συντεχνία των ζητιάνων και
τους όχι λιγότερο ισχυρούς πραματευτάδες εικονισμάτων και φυλαχτών. Ώσπου να
φτάσει στο σπίτι, σκοτάδι αδιαπέραστο είχε απλωθεί στο χωριό. Αφού έφαγε,
έμαθε τα καλά νέα από περαστικούς που είχαν ακούσει το ράδιο του καφενείου,
αλλ' η χαρά κράτησε λίγο, γιατί πλάγιασε κι ευθύς αποκοιμήθηκε. Συνήθως έκανε
μια βόλτα ως το λιμάνι, για να δει τι γίνεται, αλλά τώρα η Τήνος, όπως ολόκληρη
η Ελλάδα, βουτηγμένη στο σκοτάδι, κοιμότανε νωρίς επειδή ήτανε πόλεμος.
Ήτανε
περασμένα μεσάνυχτα και ψυχή ζωντανή έξω δεν εσάλευε, όταν χτύποι
αλλεπάλληλοι στο παράθυρο, όπως του φάνηκε, τονέ ξύπνησαν. Φώναξε, «Ποιος;»,
αλλά δεν έλαβ' απάντηση. Έγυρ' έξω απ' το κρεβάτι και άκουσε…..Το πάφλασμα των
κυμάτων στο γιαλό και στο χαλασμένο μώλο, ο αχός του πελάγου και το αεράκι που
φυσάει τέτοια ώρα στο παραθαλάσσιο, ήτανε ψίθυροι, απαλοί σα χάδια στο νησί,
και δεν αρκούσανε για να ξυπνήσει ένας Αντρέας τόσο υπναράς, που συχνά
χρειαζόταν τράβηγμα για να βγει απ' το βασίλειο του Μορφέως. Εξ άλλου,
αισθανόταν υγιέστατος…..Μήπως ήτανε συναγερμός;…..Μα αν ήταν, ο παρατηρητής θα
ξαναχτυπούσε και θα περίμενε, όπως έκανε πάντα, να τόνε δει να φεύγει τρέχοντας
για να σημάνει τις καμπάνες, προτού ξαναπάρει τη θέση του στο παρατηρητήριο.
Επιτέλους σηκώθηκε κι άνοιξε το παντζούρι. Στον όρμο ήταν ησυχία και ερημιά. Η
υγρασία του έδωσε ρίγος` έσβυσε το λυχνάρι και κουκουλωνόταν, όταν άκουσε μια
φωνή, τη φωνή της συνειδήσεως. Του είπε ότι γυρεύει υπεκφυγές και ότι, αν είναι
συναγερμός, για να μη χάσει το χουζούρι του αυτός, οι χωριανοί του ίσως
κινδυνέψουν. Και δεύτερη φωνή ακούστηκε που τον φοβέριζε αν δεν έκανε αυτό που
τον είχανε τάξει. Σηκώθηκε περίτρομος, φόρεσε το παλτό του, κι έτρεξε
καταδιωκόμενος απ' το φάσμα της ευθύνης, που την έτρεμε, όπως οι περισσότεροι.
Πίσ'
απ' τα ανατολικά βουνά του νησιού, το τελευταίο τέταρτο του φεγγαριού
ετοιμαζόταν ν' ανατείλει και να ντύσει το Αιγαίο στα χρυσά. Αλλά και οι πολλοί
ήλιοι, οι τόσο μακρυνοί, που η μικρή τους λάμψη μαρτυρεί το μέγεθος της
δημιουργίας, φέγγαν αρκετά για να μπορέσει ο Αντρέας να πάει τρέχοντας, μήπως
τονέ προλάβουνε τ' αεροπλάνα, στη Μεγαλόχαρη, και, με το σκοινί στα χέρια,
περίμενε.
Ήτανε
θαυμάσια νύχτα, χωρίς κρύο, με σύννεφα σκορπισμένα στον ουρανό, σα μαύρα
χάσματα της αστροφεγγιάς, Ορατό απ' το καμπαναριό, το στερέωμα έμενε αγνό, τα
πρωταρχικά του στοιχεία αλώβητα απ' τα έργα της μεγαλοφυίας, αφού τα μόνα
πετάμενα που φάνηκαν κοντά στον Αντρέα, ήταν άκακα κουνούπια. Με αίσθημα
ανακούφισης, αλλά και δυσαρέσκειας για το λάθος, ο Αντρέας ξαναβρήκε το κρεβάτι
του, αλλ' όχι και τον ύπνο του. Μόλις πλάγιασε, νάτηνε πάλι η αγωνία ότι
κάποιος τόνε γύρευε, τον ήθελε, ότι κάπου έπρεπε να πάει, ότι κάτι σοβαρό
συμβαίνει. Ξαναγύρισε στην εκκλησιά, ξεκλείδωσε τη βορεινή πορτούλα κι άρχισε
επιθεώρηση του εσωτερικού, μήπως είχαν πάθει τίποτα το σπίτι ή η περιουσία της
Θεοτόκου. Είχε ακούσ' ιστορίες για τηλεπάθεια και κακά προαισθήματα, και
κανένας δε θα του 'βγαζε τώρα απ' το νου ότι η αγωνία αυτή ήτανε μήνυμα κακού.
Στη
βασιλική μέσα καίανε δυο καντήλες, μια στο τέμπλο, η άλλη μπροστά στην εικόνα
της Μεγαλόχαρης, λιγοστός φωτισμός που δε φαινόταν απ' έξω. Οι κύκλοι του φωτός
αυτών των καντηλιών ήταν τόσο περιορισμένοι, που και το εσωτερικό της
εκκλησίας έμενε στο σκοτάδι. Ο Αντρέας έφερε με μέθοδο βόλτα όλες τις γωνιές,
και ο φωτεινός κύκλος του κλεφτοφάναρου που κρατούσε δεν παρέλειψε κανένα απ'
τα αναθήματα και τ' αφιερώματα που αιωρούνται απ' την οροφή και γεμίζουν, από
ενάμισυ ανθρώπινο μπόι κι απάνω, τον αέρα. Ο φόβος της κλοπής λιγόστευε, αλλ'
όταν τέλειωσε το γύρο χωρίς να σημειώσει την παραμικρή ανωμαλία, η αγωνία,
αντί να φύγει, έγινε πιο δυνατή.
«Τι
μπορεί να 'ναι», έλεγε και ξανάλεγε.
Άρχισε δεύτερο γύρο. Αυτή τη φορά φώτιζε τα αδύνατα σημεία του κτίριου, τα
τόξα, τις κολόνες, κι επειδή η δέσμη έφταν' ως εκεί, τα σημεία της οροφής απ’ όπου
κρέμονταν πολύ βαρειά αντικείμενα, πολυέλαιοι και μεγάλες καντήλες. Ποτέ η
εκκλησιά αυτή δεν του φάνηκε τόσο στέρεη. Δεν ήταν ούτ' αυτό. Συλλογίστηκε,
ξάφνου, τα πάμπολλα μικρά αναθήματα, διαμαντικά, δαχτυλίδια, σκουλαρίκια, περιδέραια,
που στολίζουνε την εικόνα, τόσο πολλά, που αν έλειπε κανένα, μονάχα απ' την
αδειανή θέση θα καταλάβαινε. Αυτά
συνήθως κλειδώνουνταν τη νύχτα σε χρηματοκιβώτιο, αλλ ίσως απόψε να ξεχάστηκαν,
και κανένας ιερόσυλος…..Η σκέψη τού έφερε φρίκη. Τους έτρεμε τους ιερόσυλους.
Όχι τόσο για το υλικό κακό, όσο για την ηθική άβυσσο που τους χώριζε απ' τους
άλλους ανθρώπους! Είχαν στα μάτια του κάτι το παραμορφωμένο, το άμορφο, το τερατώδες…..Μήπως
εφέτος, ανήμερα το Δεκαπενταύγουστο, δεν ήρθαν ιερόσυλοι; κρυφοί σα λωποδύτες,
μέσα στη σκοτεινή θάλασσα;…..Ένοιωσε φρίκη μόνο που το θυμήθηκε…..Να ένα
ασημένιο καράβι μέσα στο φως του φαναριού, αστραφτερό ανάθημα μετέωρο, με τα
φουγάρα, άγκυρες, γέφυρα, κατάρτια, δώρο ενός ναυτικού, ευχαριστήριο για τη
σωτηρία του καραβιού του…..Η θέα του τού θύμισ' εκείνες τις στιγμές προτού
αρχίσει η περιφορά της θαυματουργού εικόνας, κι ενώ τελείωναν οι ετοιμασίες,
φοβερός κρότος συγκλόνισε τα ουρανοθέμελα, έπειτα κραυγές του κόσμου,
σφυρίγματα βαποριών, και τέλος καπνοί με φλόγες που φεύγαν απ' τα ταραγμένα
νερά σα να έκαιγε στη θάλασσα από κάτω ηφαίστειο. Μετά το πνίξιμο της «Έλλης»,
ο κόσμος είχε παρακολουθήσει την εκφορά και έφυγε για να ξαναρθεί του χρόνου…..Αλλά
καθώς κοίταζε το ασημένιο καραβάκι που κρεμόταν από πάνω του λες και το ψηλόβλεπε πατώντας στο βυθό της
θάλασσας, του 'ρθε σαν έκλαμψη το κακό όνειρο που τον είχε ξυπνήσει, που είχε
ξεχαστεί και που τώρα το θυμόταν…..Περπατούσε, έβλεπε στον ύπνο του προτού
ξυπνήσει, στο βυθό της θάλασσας, κι ο ήλιος έξω έστελνε ανταύγεια πράσινη,
και γύρω του η άμμος ήτανε σπαρμένη με άστρα θαλάσσια, αχινούς και ανεμώνες,
και άλλα μακρυά πράματα σαν ίσκιους, ξάφνου τέσσερα κανόνια ορθώθηκαν, σιγανά
σα μέλη βρυκόλακα, και βάλλαν μαζί μια σιωπηλή ομοβροντία, και οι λάμψεις
φώτισαν κόκκινο τον τόπο γύρω. Ύστερα τα κανόνια ξαναγύραν μέσα στα φύκια, τα
ψάρια ταραγμένα φεύγαν δώθε-κείθε, κι ένα τόνε κούτρησε` τότε ξύπνησε... Αλλ'
αυτό δεν μπορούσε να 'ναι η αιτία της ανησυχίας του της μεσονύχτιας.....Κάτι
άλλο θα συμβαίνει, ήτανε βέβαιος.....Έριξε τη δέσμη στην εικόνα, για να 'ναι η επιθεώρηση πλήρης και να 'ναι ήσυχος κι αυτός.
Είδ'
αμέσως ότι τα τιμαλφή λείπανε` ο επίτροπος, τώρα μάλιστα με τα σκοτάδια και
τους συναγερμούς, δεν παρέλειπε να τα κλειδώνει στο χρηματοκιβώτιο κάθε βράδυ. Ώστε.....Του
ξέφυγε η φωνή, το φανάρι έπεσ' απ' τα χέρια του κι έσβυσε. Το καντήλι έφεγγε τ' ασημένιο πουκάμισο, την κορνίζα, όλα, εξόν απ' το πρόσωπο` το πρόσωπο δεν
υπήρχε. Η εικόνα ήταν στη θέση της, η Θεοτόκος όμως είχε φύγει από μέσα. Η
πρώτη σκέψη που έκανε όταν συνήλθε, - και άργησε να συνέλθει, - δεν ήταν ότι
έφυγε η πηγή του πλούτου του νησιού αυτού, καθώς και του ιδρύματος που ήταν
υπάλληλος του, Αν ήτανε τέτοιος άνθρωπος, ο Αντρέας ασφαλώς θα εξακολουθούσε
τον ύπνο του ατάραχος. Απόδειξη ότι κανένας επίτροπος δεν είχε ξυπνήσει από
αγωνίες, ούτε κανένας κάτοικος του νησιού. Μονάχ'
αυτός. Έκανε να τρέξει να σημάνει τις καμπάνες, αλλά όσο και να τραβούσε και να
πάλευε, η κλειδωνιά, που λειτουργούσε ως χτες θαυμάσια, είχε πάψει να δουλεύει
και η πόρτα δεν άνοιγε. Όσο και να φώναζε, όπως και φώναζε, ποιος να τον
ακούσει τέτοια ώρα; Με την ελπίδα ότι, αν κανένας περαστικός τον άκουγε, θα
'ταν αρκετά γενναίος να 'ρθει να δει τι τρέχει, βάλθηκε να βροντάει και να
ζητάει βοήθεια.
Όσοι απ' τους άντρες της
πρώτης ομάδας εξορμήσεως, χαμηλότερα απ' την οχυρωμένη κορυφή 1240 της
Μόροβας, λαγοκοιμούνταν πίσω από θάμνους και βράχια, ξύπνησαν από γδούπους
κοντά εκεί. Ήταν το πυροβολικό τους, το ελληνικό πυροβολικό, που χτυπούσε τις οχυρώσεις της κορυφής. Ανασηκώθηκαν απ' τη λάσπη που πήραν μαζί κολλημένη και
στα κράνη, και, σκυμμένοι για να μη φαίνονται, ανάψανε τσιγάρα, πράγμα που απαγορεύεται.
Και ετοιμάζονταν, γιατί, μόλις σταματούσε το σφυροκοπάνημα τούτο του εχθρού, θα
βγαίνανε. Το φεγγάρι, στο τελευταίο τέταρτο, φώτιζε το βουνό, επίσης και οι
εκρήξεις στα οχυρά του εχθρού ρίχνανε φως σε μικρή ακτίνα. Ξαφνικά ακούστηκε η
φωνή, «Τις ει;» Κι επειδή ξανακούστηκε χωρίς απάντηση, μερικοί ανασηκώθηκαν,
και κρατώντας γυρισμένα στη φούχτα τα τσιγάρα, κοιτάζανε χωρίς ν' απαντούνε σε
όσους, επειδή δεν τους έκανε κέφι ν' αφήσουνε το κάλυμμα τους, ρωτούσαν τι συμβαίνει.
Σε δέκα μέτρα περίπου
απόσταση, στεκόταν μια γυναίκα. Άλλοι τη βλέπανε με άσπρα, άλλοι μαυροφορεμένη.
Οι Ιταλοί θα την είδανε, γιατί αμέσως αρχίσανε θεριστική βολή προς το μέρος
της` ένας απ' τους Έλληνες φώναξε. «Ποια είσαι, μωρή, τι θες;» «Σσσ»! τον
κράτησε ο σύντροφος του. «Τήνε ξέρω, είναι η Μεγαλόχαρη, έχω πάει στην Τήνο,
ήμουνα κει φέτος.....» Προτού προλάβουνε να σχολιάσουνε τι σημαίνει αυτό, το πυροβολικό σώπασε. Μαγεμένος, ο ανθυπολοχαγός κοιτάζει, σα να περίμενε διαταγές. Εκείνη
έγνεψε, και έφυγε γρήγορα εμπρός, και χωρίς τάξη, χωρίς προφυλάξεις, οι
στρατιώτες την ακολούθησαν. Δεν τηνέ χάσαν ούτε στιγμή. Κρατούσαν ακριβώς το ρυθμό
της. Μέσα από σύρματα, από πολυβόλα, ημιμόνιμα οχυρά, κρατώντας το βήμα έτσι
που η απόσταση που τους χώριζε απ' αυτήν να μη μεγαλώνει, τα ρίξανε όλα τα
όπλα, τις μηχανές, τους γαιόσακκους, τα σύρματα και τα παλούκια, και φτάσανε
στην κορυφή απ' όπου φαινόταν ανυπεράσπιστη η Κορυτσά. Θ' ακολουθούσαν ακόμα
τη γυναίκα αυτή, αν τηνέ βλέπαν, μακάρι και στα πέρατα της οικουμένης. Αλλά
χάθηκε, όπως χάθηκε και η πνοή από τους σκοτωμένους που πέσανε για την εκπόρθηση
του τελευταίου οχυρού της Μόροβας. Έπειτα, όσοι ζωντανοί απ' τους νικητές,
κατέβηκαν στην Κορυτσά, κι ο Αντρέας γραφτό του ήταν να είν' ο μόνος άνθρωπος
που έμαθε τι κάναν και πού πήγανε οι άλλοι.
Αν έπαιρνε ο Αντρέας μια
δραχμή για κάθε χτύπημα, ασφαλώς θα είχε κάνει κομπόδεμα ως τη στιγμή που τα
χέρια του, πρησμένα και πονεμένα, βρήκανε το έλεος που από ώρα ζητούσαν. Και
κούραση γενικότερη άρχισε να αισθάνεται, και πεποίθηση ότι θα περνούσε το υπόλοιπο
της νύχτας εκεί μέσα. Είχε στήσει βίγλα στο παράθυρο, κι αν παρουσιαζόταν
ευκαιρία, καμιά ζωντανή ψυχή δηλαδή, θα την έβλεπε, γιατί το φεγγάρι είχε
ανατείλει και ανεβεί ψηλά, ο κόσμος έξω έφεγγε. Φύλαγε τις λίγες του δυνάμεις
να τις ξαπολύσει ενάντια στα παράθυρα, όταν θα είχε ελπίδα επιτυχίας. Κι ακριβώς όταν άρχισε να το παίρνει απόφαση ότι προτού χαράξει δε θα γεννιόταν τέτοια ελπίδα, είδε μέσ' στο φεγγαρόφωτο κόσμο πολύ να μπαίνει στην αυλή και ν'
ανεβαίνει τη μεγάλη μαρμάρινη κλίμακα που έφτανε στην πόρτα της βασιλικής.
Αυτό
ήταν ανέλπιστο, απροσδόκητο. Πώς και πώς να περιμένει άνθρωπο, και να του
έρθει, τέτοια ώρα μάλιστα, ολόκληρο ασκέρι!..... Έτριψε τα μάτια μήπως απ' την
κούραση και τη λαχτάρα του είχανε γελαστεί, και ξανακοίταξε. Δεν είχαν
γελαστεί. Δοκίμασε να σηκώσει την αμπάρα, αλλά ήτανε βαρειά. Γύρισε στο
παράθυρο· ο κόσμος ερχόταν. Αλλά πώς θ' ανοίξει; Πρέπει να τους φωνάξει ότι η
βορεινή πόρτα ήταν ξεκλείδωτη, από κει να δοκιμάσουν. Έδωσε γροθιές στο τζάμι,
αλλά κανένας δε γύρισε, ούτε τον πρόσεξε. Χωρίς να καταλαβαίνει, τους είδε
όλους να μπαίνουνε στην εκκλησιά. Και είδε ότι ήταν άντρες όλοι, στρατιώτες,
εκτός από μια γυναίκα που βάδιζε με τους πρώτους, στα σκούρα ντυμένη, και
μιλούσε ζωηρά και γελούσε μ' αυτά που της λέγαν. Οι δυο πιο ζωηροί ήταν αυτός
που είχε φωνάξει «ποια είσαι, μωρή», κι ο σύντροφος του που του 'πε «να
σωπάσει γιατί την ήξερε». Και οι δυο τής μιλούσαν μαζί, και από εκφράσεις και
χειρονομίες φαίνεται ότι ο πρώτος εξηγούσε στη γυναίκα τι λάθη είχε κάνει ο
διπλανός του, κι εκείνος με τη σειρά του τα 'ριχνε στον κατήγορο του, ή σε κάποιον
τρίτο, που δεν ήταν εκεί. Ωστόσο λόγια δεν άκουγε ο Αντρέας. Μόνο βουητό σαν
από μακρυνή κουβέντα, κι ήταν δίπλα του σχεδόν. Η γυναίκα παρακολουθούσε τι
της λεγόταν, δε φαινόταν να 'χει γνώμη, από το ύφος και το γέλιο της, όμως,
ήτανε φανερό ότι προσπαθούσε να συμβιβάσει τους δυο και το γύριζε στ' αστεία,
έτσι που η συζήτηση να μη γίνει ανάρμοστα βίαιη και σοβαρή. Όταν μπήκανε, τους
είπε να σωπάσουν.....Ο Αντρέας αναγνώρισε τη Μεγαλόχαρη. Κι' εκείνη γύρισε προς
το μέρος του και του χαμογέλασε σα σε φίλο. Ο κόσμος γέμισε την εκκλησιά, κι ο
Αντρέας ακίνητος στο παράθυρο, περίμενε να δει τι θα γίνει.
Στην
αρχή ήταν ακαταστασία, όπως όταν πλήθος μπαίνει σε αίθουσα, προτού ο καθένας
πάρει την ορισμένη του θέση. Ένα φέγγος διαχεόταν παντού. Κανένας απ' τους
στρατιώτες δεν είχε όπλα, μόνο τις στολές τους, ενώ το κάτω μέρος του
σώματος χανότανε σε ακαθόριστη σκιά, κοινή για όλους. Μόνο τ' απάνω ήταν
ξεχωριστά και καθαρά, κι εκφραστικά τα πρόσωπα, έναν-έναν τον ήξερες. Ήταν
ασκεπείς, χωρίς κράνη, κι ο Αντρέας έβλεπε στον καθένα τα ίχνη της πληγής του,
σα λεκέδες από αίμα.
Ο
ανθυπολοχαγός, ένα παιδάριο, που ήταν δίπλα στη Θεοτόκο, κάτι της είπε, κι
εκείνη απάντησε ζωηρά κι έμοιαζε σα να 'θελε να τονέ πείσει. Φανερό ήταν πως
κάτι έφταιξε του νέου και θα της έκανε παράπονα, αλλά όταν άκουσε τις εξηγήσεις,
πήρε ύφος ανθρώπου που συμφωνεί, αφού έτσι είχαν τα πράματα. Ο νέος αυτός, που
είχε τραύμα στο κεφάλι, γύρισε και είπε στους άλλους ότι η Μεγαλόχαρη δεν
ήρθε ανήμερα των Εισοδίων να κάνει το θαύμα της, όπως είχε τάξει, γιατί έπρεπε
να δώσει το «παρών» στο εκκλησίασμα του νησιού. Έπειτα ο νέος, που μόλις είχε
βγει απ' τη Σχολή των Ευελπίδων, πρόσθεσε ότι, αφού ήρθε, η αργοπορία μιας
μέρας δεν ήτανε τίποτα. Λέγοντας πήρε τη θέση του στο δεξιό χορό, συγυρίζοντας
τα μαλλιά του, λασπωμένα και ανάκατα, και περίμενε. Η Θεοτόκος παρακάλεσε πάλι
τους δυο καυγατζήδες, που είχανε ξαναπιαστεί, να σωπάσουν επιτέλους, στάθηκε
στη μέση της εκκλησίας κι αντίκρυσε τον Παντοκράτορα. Τότε ο Αντρέας κατάλαβε
ότι αυτοί ήταν οι νεκροί της Μόροβας και ότι θα κάνανε δοξολογία.
Η Παναγία εδόξασε τον Κύριο
για τη νίκη και ο ανθυπολοχαγός έψαλλε το «Σε υμνούμεν, Σε δοξολογούμεν, Κύριε»
με ωραία καθαρή φωνή, πολύ νεανική, φάνηκε του Αντρέα, και η δοξολογία προχώρησε,
χωρίς να τηρηθεί αυστηρά το τυπικό, που άλλωστε κανένας δεν το είχε σπουδασμένο εκεί μέσα. Κι ενώ ως το τέλος οι σκιές μέναν όπως ήτανε στη ζωή,
με τις στολές, τη μορφή, τα γαλόνια και τα τραύματα, ξαφνικά άρχισαν οι πληγές
να χάνονται, και χάθηκαν κι οι στολές, κι οι μορφές, αγιασμένες, γίνηκαν ακαθόριστες σα νέφη. Συγχρόνως, ενώ ως τότε κανένας, εξόν από τον αξιωματικό,
δεν έψαλλε, τώρα ένας ψίθυρος μελωδικός σηκώθηκε και αντήχησε παντού, «Μεσίτεψε για μας. Παρθένα, σώσε μας και διώξε μακρυά λύπες και έγνοιες». Και
σκέπαζε τις άλλες η καθαρή νεανική φωνή του ανθυπολοχαγού, που δεν είχε ούτε
γαλόνια, ούτε τραύμα, ούτε λάσπες, αλλ' ήταν σκιά όπως οι άλλοι
Αφού τελείωσαν τη δοξολογία
της νίκης, έψαλαν το «Ταις πρεσβείαις της Μητρός σου, δωρήσαι ελέη τω λαώ
σου.....» Το 'ψαλαν σκυμμένοι κάτω σα να ήταν γονατιστοί, απ' όσο μπορούσε ο
Αντρέας να καταλάβει απ' τη σίαση που είχαν οι σκιές. Κι η Θεοτόκος, που
διατηρούσε καθαρή μορφή και που δεν είχε γονατίσει, δεήθηκε αμέσως ύστερα, για
να δοθεί σε όσους ήταν εκεί παρόντες καλή θέση, ανάμεσα σ' όσους πέσαν υπέρ πατρίδος,
ανάμεσα στους Ιερολοχίτες και στους τόσους άλλους. Και δόξασε κατόπι τον
Πατέρα και το Γιο της και το Άγιο Πνεύμα, λέγοντας, «Τριάς, σώσε τις ψυχές
τους».
Ο
Αντρέας παρακολουθούσε και κοίταζε. Ήτανε απλός άνθρωπος, αγνός, αγαθός,
χωρίς μόρφωση, χωρίς πονηριά, και βρισκόταν εδώ επειδή θέλησε να κάνει το
χρέος του. Ήτανε μια εξαιρετική εύνοια, να μπορέσει να τα δει αυτά. αυτή την
προετοιμασία για την είσοδο στα Ηλύσια Πεδία, στον Παράδεισο. Μολαταύτα,
επειδή υπάρχει ιεραρχία στη θυσία και δεν ήταν ένας απ' αυτούς, αν και
δοκίμασε, δεν μπόρεσε να μιλήσει στους κοντινούς του. Του 'καναν νόημα να σωπάσει.
Και τι να τους πει; Τι ήτανε η μικρή θυσιούλα του ύπνου του. μπροστά στη θυσία
που 'χανε κάνει τούτοι; Ήταν τόσο μεγάλη η θυσία της ζωής! Ήταν παμμεγίστη!
Περιττό λοιπόν να τους κάνει το συνάδελφο. Δεν ήταν. Συλλογίστηκε τους
σταυρούς, τα κυπαρίσσια, την κουκουβάγια, και είχε την ψευδαίσθηση ότι αυτά τα
είχε περάσει, ότι το όνομα του ήταν κιόλας γραμμένο σε κανένα ξύλινο σταυρό,
έξω στον κόσμο. Εκστατικός και όλος απορία, παρακολούθησε τώρα την έξοδο. Σιγά-σιγά άρχισαν να πηγαίνουν προς το ιερό, προς ανατολάς, όπου ένα φως,
καταγάλανο, σα σύννεφο από άστρα λαμπερά, θάμπωνε τις λεπτομέρειες, τις
κολόνες, το τέμπλο, και το φέγγος αυτό απλωνόταν, και από πάνω μόνο φαινόταν ο
Παντοκράτωρ. Εκεί όπου χάνονταν ένας-ένας μέσα στο φέγγος αυτό, στεκόταν η
Παναγία και τους χαιρετούσε καθώς περνούσαν. Προτού χαθούνε μέσα στο φως του
ιερού, έλεγαν, «Χαίρετε, για χατήρι σας βρήκαμε παράδεισο, Ας είσαστε καλά». Τελευταία πέρασε η σκιά του αξιωματικού· σ' αυτόν η Παναγία χαμογέλασε με
ιδιαίτερη εύνοια, τον ρώτησε αν ήταν τώρα εντελώς καλά, όπως θα 'κανε μια
νοσοκόμα, κι εκείνος έγνεψε ναι. Κι ύστερα, καθώς αρχίσανε να λαλούνε τα
κοκόρια στους αυλόγυρους της Τήνου, το φέγγος χάθηκε, κι η εκκλησιά βρέθηκε
έρημη και βουτηγμένη στο φυσικό ημίφως από την έξω φεγγαράδα.
Μόνη πια, η Μεγαλόχαρη πέρασε τότε το νάρθηκα πηγαίνοντας προς την εικόνα, αλλά προτού φτάσει, έξαλλος ο Αντρέας έτρεξε και γονάτισε μπροστά της θέλοντας να ασπασθεί την άκρη του φορέματος.
Αλλά έπιασε αέρα. Μόνο άκουσε έναν ψίθυρο, -Όταν μ' ευχαριστούνε εμένα,
μεθαύριο, πες τους αυτούς να μνημονεύουν εσαεί.
Τώρα στον κύκλο της εικόνας η μορφή της Μεγαλόχαρης ήταν όπως πάντα, γαλήνια, όπως την ήξερε, Παραφύλαξε
μερικά βράδυα, και είδε ότι ταχτικά χάνονταν το πρόσωπο απ' την εικόνα, και
κάθε πρωί, προτού λαλήσουν τα ορνίθια, γινόταν η ίδια τελετή. Αλλά τα έβλεπε
μόνο αυτός ο Αντρέας. Έπλεξε ένα στεφάνι από πικροδάφνη και θαλασσιά φύκια και το κρέμασε γύρω στην εικόνα. Κανένας επίτροπος δεν μπόρεσε να μάθει ως
σήμερα ποιος είχε προσφέρει αυτό το παράξενο αφιέρωμα.
Πάρα πολύ καλό το "Κορυτσά"
ΑπάντησηΔιαγραφήΜΠΡΑΒΟ για την ανάρτηση