![]() |
«ταχεία
μετακίνησις πυροβολικού»
|
Είναι
μεγάλη η συγκίνηση που αισθάνονται όλοι οι συμπατριώτες μας, όταν θυμούνται
στιγμές απ’ τα μεγαλειώδη γεγονότα του ’40, που επισφράγισαν με ανεξίτηλη δόξα
την ιστορική πορεία του Έθνους μας.
Το Ελληνικό
Έθνος αισθάνεται περήφανο για το μεγάλο ΟΧΙ της 28ης Οκτωβρίου του 1940, που
αποτέλεσε την αρχή μιας εκστρατείας που όλοι σήμερα την ονομάζουν «Έπος», που
κάλυψε ένα ένδοξο μέρος της Ελληνικής ιστορίας και που περιέχει σε αφθονία τα
δύο στοιχεία που συνθέτουν -σε γενικές γραμμές- την ιστορία…..τα γεγονότα και
το άρωμα της εποχής. Και τα γεγονότα έχουν καταγραφεί από ιστορικούς, ώστε
αφενός να μπορούν οι ενδιαφερόμενοι να «χωθούν»
στα βιβλία για γνώση και εξαγωγή
συμπερασμάτων, αλλά και αφετέρου άλλοι μεταγενέστεροι ιστορικοί να μπορούν να τ’
αποκαταστήσουν έστω και αν έχουν περάσει χρόνια πολλά…..αιώνες. Το άρωμα όμως
σύντροφοι, όπως κι όσο το αισθάνθηκαν οι πρωταγωνιστές -και στη δικιά μας περίπτωση
ολόκληρος ο Ελληνικός λαός- την εποχή των γεγονότων, χάνεται απ’ τον άνεμο του
χρόνου, ακόμη και γι αυτούς που τα έζησαν.
Κι
είναι αλήθεια ότι το «Έπος του 40», ένα γεγονός ιστορικά απροσδόκητο για όλο το
κόσμο, αδικήθηκε κατάφωρα από τα μετέπειτα γεγονότα…..την Κατοχή, την Αντίσταση,
τις εκτελέσεις, τα Δεκεμβριανά του ’44, το Συμμοριτοπόλεμο, τη νίκη και την
απαράδεκτη συμπεριφορά των νικητών…..γεγονότα γερά, γεγονότα δύσκολα που το σκέπασαν,
το σφράγισαν βιαστικά και το κλεισαν στο αρχείο προτού καταλαγιάσει στις μνήμες
των Ελλήνων και συνειδητοποιηθεί το μεγαλείο του…..άνοιξε αργότερα, πολύ αργότερα…..όμως
άνοιξε γερά!!!, και μας έμαθε με το καλύτερο τρόπο ότι το πάθος για μια
ελεύθερη Πατρίδα είναι το πρώτο καθήκον όλων των Ελλήνων.
Έτσι
λοιπόν κι εγώ –μπαγάσας άλλωστε- με την ευκαιρία των ημερών –και στηριγμένος σε
μια ιδέα του ΛΑΒΥΡΙΝΘΟΥ, τεύχος 28, Οκτώβριος 2005- προτίμησα να τη θυμηθώ μ’
ένα μικρό λογοτεχνικό αφιέρωμα διανθισμένο με τις αφίσες του ΓΕΣ,αλλά και σκίτσα του ζωγράφου του Έπους Αλέξανδρου Αλεξανδράκη για να τονίσω
–αλλά και να νοιώσω- το άρωμα της εποχής.
Τα
κείμενα είναι μικρά γραμμένα –από Έλληνες διανοούμενους- εκείνη την εποχή, όταν
ο Έλληνας φαντάρος έγραφε σελίδες ανεξίτηλης δόξας και πρωτοφανούς ηρωισμού.
Καλή ανάγνωση σύντροφοι!!!
«ΣΤΗΝ ΑΓΝΩΣΤΗ ΗΠΕΙΡΩΤΙΣΣΑ ΗΡΩΙΔΑ ΤΟΥ ΕΠΟΥΣ ΤΟΥ 1940-41»
Σύλλογος Ηπειρωτών Ηλιουπόλεως
|
Ο
Σπύρος Μελάς ήταν συγγραφέας, δημοσιογράφος και ακαδημαϊκός. Γεννήθηκε το 1882
στη Ναύπακτο και ξεκίνησε σπουδές στη
Νομική Αθηνών που ποτέ δεν ολοκλήρωσε μιας και στράφηκε στη δημοσιογραφία και
τη λογοτεχνία…..Ασχολήθηκε με όλα τα είδη της δημοσιογραφικής γραφής και
μάλιστα ίδρυσε τα λογοτεχνικά περιοδικά
«Ελληνική Δημιουργία» και «Ιδέα».
Στη
συνέχεια τον κέρδισε το θέατρο…..έγινε σκηνοθέτης, ηθοποιός κι έγραψε ένα
πλήθος από θεατρικά έργα…..Πολύπλευρη προσωπικότητα ο Μελάς, μέναν τεράστιο
όγκο συγγραφικής δουλειάς και ενεργή ανάμειξη στις πολιτικές και κοινωνικές
εξελίξεις της εποχής του…..Ξεκίνησε προοδευτικός, γύρω στα 1910 μεταπήδησε στο σοσιαλισμο,
στη συνέχεια τον κέρδισε ο Βενιζέλος και κατέληξε στην ιδεολογική συντήρηση,
γεγονός που –σωστά- προκάλεσε
αντιφατικές γνώμες των συγχρόνων του για το πρόσωπό του…..Τέλος πάντων, το 1925
ίδρυσε το θέατρο Τέχνης, και λίγα χρόνια αργότερα μαζί με την Μαρίκα Κοτοπούλη
και τον Δημήτρη Μυράτ την Ελεύθερη Σκηνή…..Το 1935 εκλέχτηκε μέλος της
Ακαδημίας Αθηνών κι απ’ το 1958 και μετά διετέλεσε πρόεδρος της…..Τα έργα του;
μα όλοι τα ξέρουμε!!!.....«Τα Ματωμένα Ράσα», «Ο Γέρος του Μωριά», «Δάσκαλοι
του Γένους», «Ο Ναύαρχος Μιαούλης», «Η Μαντώ Μαυρογένους», «Το λιοντάρι της
Ηπείρου», «Το Εικοσιένα και η Κρήτη», και τόσα άλλα!!!.....Πέθανε στην Αθήνα το
1966 σε ηλικία 83 ετών.
![]() |
«προετοιμασία
πυροβολικού»
|
Σπύρου Μελά, «Μηχανές και ψυχή»
Μεγάλες φράσεις, «Πιστεύειν, υπακούειν, μάχεσθαι!...» Αυτή
είναι η μεγάλη φασιστική επιγραφή που είδαμε στο Ιταλικό μεθοριακό τελωνείο,
καθώς βγαίνει από το Βατοχώρι για τη γραμμή του πυρός. Αλλά
κανένα από τα τρία απαρέμφατα δεν έχει σχέση με τους Ιταλούς στρατιώτες, Ούτε
πιστεύουν, ούτε υπακούουν, ούτε μάχονται. Και το τελευταίο αυτό γιατί τους
αποκοίμισαν οι θαυμάσιες μηχανές με τις οποίες είναι εξοπλισμένοι. Από τους
αιχμαλώτους που πιάσαμε στην περιοχή του Μοράβα, ξέρουμε, ότι οι Μεραρχίες που
κάμουν την άμυνα εδώ, είχαν τάγματα με τέσσερους λόχους, Ένα λόχο
τυφεκοβολιστών. Ένα λόχο πυροβολητών ελαφρών και βαρέων πολυβόλων ένα λόχο
ολμοβόλων και ένα λόγο αναχορηγητών. Όπως βλέπετε, μόνον το ένα τέταρτον είναι
τουφέκια.
Τα άλλα τρία τέταρτα είναι
μηχανές και υπηρέτες μηχανών. Σ' αυτές τις τρομερές μάχες του Μοράβα εδούλευαν, έξω από τα κανόνια, τα πολυβόλα και οι όλμοι. Και
οι Ιταλικοί όλμοι δεν είναι σαν τους δικούς μας. Μικροί εύχρηστοι, επάνω σε
βάσεις, ένα μαξιλαράκι πίσω, για να μη κουράζεται ο ολμοβολητής εργάζονται
ταχύτατα, σωστά πολυβόλα, που εξακοντίζουν, αντί σφαιρών, χαλάζι από μικρές
οβίδες, αποτελεσματικότατες, γιατί ρίχνονται από πολύ κοντά, στα σίγουρα.
-Με
τέτοιον οπλισμό - μου έλεγεν επάνω στις επιχειρήσεις, ένας από τους στρατηγούς
μας - εγώ θα εκρατούσα με μία διμοιρία το Ιβάν επί έξη μήνες.
Τι
τους έλειπε, λοιπόν; Ο αριθμός μήπως; Σήμερα που τελείωσε η υπόθεσις της
Κορυτσάς, μπορούμε ν' αποκαλύψουμε, ότι στις επιχειρήσεις του Μοράβα, είμαστε
κατά δέκα τάγματα λιγότεροι από τους Ιταλούς. Το μυστικό της νίκης ήταν η
ψυχή, το απαράμιλλο πνεύμα του πεζικού μας. Σε μια μάχη του Μοράβα, από τις
τελευταίες, μία οβίδα έσκασε μπροστά σε τρία φανταράκια, Το ένα σκοτώθηκε. Τ'
άλλα δύο τα πήραν οι φλόγες στο πρόσωπο. Τα 'καψαν ως τα μάτια, Τα είδα που
κατέβαιναν για το χειρουργείο. Τα μάτια τους ήταν πρησμένα. Ο ένας,
γεωργοκτηματίας από τα περίχωρα της Καλαμάτας και ο άλλος γεωργός απλός από
την Πυλίαν. Προσπαθώ να τους παρηγορήσω.
-Όχι!...,
μου λέει ο πρώτος, τώρα που τους είδα να φεύγουν σαν λαγοί, δεν με νοιάζει κι
αν χάσω τα μάτια μου!
Αυτό
είναι το πνεύμα της Ελληνικής θυέλλης που εσάρωσεν αμείλικτα τον εχθρό. Αυτός
έχει τέλεια μηχανήματα και τα χειρίζεται τεχνικά. Όταν ιδεί όμως το φανταράκι
να ζυγώνει στα τετρακόσια μέτρα, να βάζει λόγχη και να φωνάζει «Αέρα!...»
αφήνει και πολυβόλα και ολμοβόλα και κοιτάζει το συντομότερο μονοπάτι, για να
το στρίψει. Τίποτα δεν αντέχει στη λόγχη, κι όσα μηχανήματα και να εφευρεθούν,
το πεζικό θα 'χει πάντα την τελευταία λέξη.
Οι
πρόκριτοι της Κορυτσάς μας διηγούνται σήμερα τις καυχησιολογίες των Ιταλών,
όταν ήρχισεν ο πόλεμος, για τον εξοπλισμόν τους. Σύντομα όμως είδαν πόσο αξίζει
και τους κόπηκε δια μιας ο αέρας. Όταν στις 13 Νοεμβρίου, ημέρα Τετάρτη,
έφθασε το θλιβερό γι' αυτούς άγγελμα, ότι έπεσεν η Ερσέκα, την άλλη μέρα, τη
νύκτα, είδαν από τα παράθυρα τους οι κάτοικοι - γιατί δεν επετρέπετο να
κυκλοφορούν παρά μόνον ώς τις δέκα - μια πολυβολαρχία να φεύγει προς την
κατεύθυνση του Πόγραδετς. Είχε από τότε αρχίσει η υποχώρησις, το ξαλάφρωμα από
τις πιο δυσκίνητες μονάδες. Μετά τις πυροβολαρχίες άρχισαν να φεύγουν οι
γυναίκες των αξιωματικών και των υπαλλήλων, δια να βρεθεί ένα αυτοκίνητο έπρεπε
να δοθεί ολόκληρη περιουσία. Είναι ακριβά πάντα τα μέσα της φυγής. Μέσα σε μια
εβδομάδα είχαν φύγει όλες οι ωραίες κυρίες, που είχαν φέρει τόσες τουαλέτες από
τη Ρώμη.
Στις
είκοσι μία του μηνός, Πέμπτη βράδυ, κατέβηκαν οι Ιταλοί - μας διηγούνται οι
πρόκριτοι - από τα βουνά κι άρχισαν να διαρρέουν άλλοι προς τα όρη της
Βιθήκουου κι άλλοι προς τη Μοσχόπολη.
Η
Κορυτσά είχε σχεδόν αδειάσει από Ιταλούς. Και θα επάθαιναν ακόμη μεγαλύτερη ζημία απ' όση έπαθαν, αν εκείνη τη στιγμή δεν έβαζαν μπροστά τις Αλβανικές
δυνάμεις να κρατήσουν τα φανταράκια μας στις χαράδρες του Δρενόβου και του
Μπόρεση. Όλη την νύκτα της Πέμπτης λυσσούσε η μάχη, σ' αυτό τον τομέα, ώς τη
στιγμή που 'φτασε το πυροβολικό μας, τα χαράματα και τους σκόρπισε. Κι έσωσε
μεν τους Ιταλούς, αυτό το Αλβανικό τάγμα, με την καθυστέρηση που 'φερε στα
προχωρημένα τμήματα μας, αλλά ποια θα είναι, από δω και πέρα η θέσις της
Ιταλίας και του προτεκτοράτου της σε μια χώρα που είδε τους στρατούς της να
φεύγουν και να γλυτώνουν την αιχμαλωσίαν μονάχα με την παρέμβαση των εντοπίων,
της παληκαριάς και της αντοχής τους; Πώς θα μπορούσε, από δω και πέρα, να τους
κάμει τον οργανωτή και τον εκπολιτιστή, όταν και ο τελευταίος λόχος των Αλβανών
εγλύστρησε πέραν της Κορυτσάς, κάτω από τα πυρά του Ελληνικού Πυροβολικού, το
Ελληνικό Τάγμα επροχώρησε προς την πόλιν, ενώ μια πυροβολαρχία κανονιοβολούσε -
με άσφαιρα - το Δημαρχείο; Ο Αλβανός Δήμαρχος ο διορισμένος από τους Ιταλούς,
είχε φύγει μαζί τους. Οι Πρόκριτοι σήκωσαν μεγάλες άσπρες σημαίες και βγήκαν να
παραδώσουν την πόλη. Το Τάγμα μπήκε με τραγούδια, με δάκρυα από τα ωραιότερα
μάτια, με φιλιά, με λουλούδια, με φαιδρά σαλπίσματα.
Όταν μπήκαν στη μεγάλη Λεωφόρο του Αγίου
Γεωργίου, που οι Ιταλοί είχαν βαφτίσει «Κόρσο Ρετζίνα», ένα πλήθος άνδρες,
γυναίκες, παιδιά κάτω από το άγαλμα του «Λουφιετάρε Κομπιετάρ» -του εθνικού
πολεμιστού - ξέσπασαν σε μια πανηγυρική ιαχή, Ένα μυριόστομο «ΖΗΤΩ». Κατελύετο,
εκείνη τη στιγμή, και κατελύετο για πάντα - ο λαός έχει διαίσθηση μιας μαύρης
τυραννίας - η τυραννία του Ιταλικού φασισμού. Η ευλογημένη Ελληνική θύελλα
είχε κάμει το θαύμα της.
Διαβάστε
ακόμα σύντροφοι στο μικρό αφιέρωμα του ΕΠΟΥΣ του '40,.....
.....όμως διαβάστε κι αυτό.
Σαράντου Καργάκου Τ’ ΟΝΟΜΑ ΜΟΥ ΕΙΝΑΙ ΠΑΤΡΙΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου