Ο ΜΠΑΓΑΣΑΚΟΣ

ΠΙΝΑΚΑΣ ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΩΝ σύντροφοι ή μια πρώτη απόπειρα επικοινωνίας










Κυριακή 27 Νοεμβρίου 2011

Ένα μικρό λογοτεχνικό αφιέρωμα του ΜΠΑΓΑΣΑ στο ΕΠΟΣ του '40.....Παύλου Παλαιολόγου, "Το Σωφεράκι"

Είναι μεγάλη η συγκίνηση που αισθάνονται όλοι οι συμπατριώτες μας, όταν θυμούνται στιγμές απ’ τα μεγαλειώδη γεγονότα του ’40, που επισφράγισαν με ανεξίτηλη δόξα την ιστορική πορεία του Έθνους μας. 
Το Ελληνικό Έθνος αισθάνεται περήφανο για το μεγάλο ΟΧΙ της 28ης Οκτωβρίου του 1940, που αποτέλεσε την αρχή μιας εκστρατείας που όλοι σήμερα την ονομάζουν «Έπος», που κάλυψε ένα ένδοξο μέρος της Ελληνικής ιστορίας και που περιέχει σε αφθονία τα δύο στοιχεία που συνθέτουν -σε γενικές γραμμές- την ιστορία…..τα γεγονότα και το άρωμα της εποχής. Και τα γεγονότα έχουν καταγραφεί από ιστορικούς, ώστε αφενός  να μπορούν οι ενδιαφερόμενοι να «χωθούν» στα βιβλία για  γνώση και εξαγωγή συμπερασμάτων, αλλά και αφετέρου άλλοι μεταγενέστεροι ιστορικοί να μπορούν να τ’ αποκαταστήσουν έστω και αν έχουν περάσει χρόνια πολλά…..αιώνες. Το άρωμα όμως σύντροφοι, όπως κι όσο το αισθάνθηκαν οι πρωταγωνιστές -και στη δικιά μας περίπτωση ολόκληρος ο Ελληνικός λαός- την εποχή των γεγονότων, χάνεται απ’ τον άνεμο του χρόνου, ακόμη και γι αυτούς που τα έζησαν.
Κι είναι αλήθεια ότι το «Έπος του 40», ένα γεγονός ιστορικά απροσδόκητο για όλο το κόσμο, αδικήθηκε κατάφωρα από τα μετέπειτα γεγονότα…..την Κατοχή, την Αντίσταση, τις εκτελέσεις, τα Δεκεμβριανά του ’44, το Συμμοριτοπόλεμο, τη νίκη και την απαράδεκτη συμπεριφορά των νικητών…..γεγονότα γερά, γεγονότα δύσκολα που το σκέπασαν, το σφράγισαν βιαστικά και το κλεισαν στο αρχείο προτού καταλαγιάσει στις μνήμες των Ελλήνων και συνειδητοποιηθεί το μεγαλείο του…..άνοιξε αργότερα, πολύ αργότερα…..όμως άνοιξε γερά!!!, και μας έμαθε με το καλύτερο τρόπο ότι το πάθος για μια ελεύθερη Πατρίδα είναι το πρώτο καθήκον όλων των Ελλήνων.
Έτσι λοιπόν κι εγώ –μπαγάσας άλλωστε- με την ευκαιρία των ημερών –και στηριγμένος σε μια ιδέα του ΛΑΒΥΡΙΝΘΟΥ, τεύχος 28, Οκτώβριος 2005- προτίμησα να τη θυμηθώ μ’ ένα μικρό λογοτεχνικό αφιέρωμα διανθισμένο με τις αφίσες του ΓΕΣ για να τονίσω –αλλά και να νοιώσω- το άρωμα της εποχής. Τα κείμενα είναι μικρά γραμμένα –από Έλληνες διανοούμενους- εκείνη την εποχή, όταν ο Έλληνας φαντάρος έγραφε σελίδες ανεξίτηλης δόξας και πρωτοφανούς ηρωισμού.
Καλή ανάγνωση σύντροφοι!!!
Παύλου Παλαιολόγου, ΤΟ ΣΩΦΕΡΑΚΙ
Ο Παύλος Παλαιολόγος γεννήθηκε το 1895 στο Κουζουντζουκί του Βοσπόρου…..Από μαθητής ασχολήθηκε με τα γράμματα και κυρίως με τη δημοσιογραφία συνεργαζόμενος μ’ εφημερίδες και περιοδικά της Πόλης έως το 1915, χρονιά που εγκαταστάθηκε στην Αθήνα…..Σπούδασε στη Νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών – συνεργαζόμενος ταυτόχρονα με την «Ακρόπολη» του Βλάση Γαβριηλίδη και τον «Ελεύθερο Τύπο» του Ανδρέα Καβαφάκη- και δημοσιογραφία στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης. Διετέλεσε διευθυντής της εφημερίδας «Πατρίς» της Κωνσταντινούπολης και από το 1922 ως το 1924 συνεργάτης - ανταποκριτής στο Βερολίνο και το Παρίσι- της εφημερίδας «Ατλαντίς» της Νέας Υόρκης…..Από το 1928 κι ως το τέλος της ζωής του συνεργάστηκε με τον δημοσιογραφικό οργανισμό Λαμπράκη και διακρίθηκε στο χώρο του χρονογραφήματος από τις σελίδες της εφημερίδας «Ελεύθερον Βήμα»…..Στο χώρο της λογοτεχνίας ασχολήθηκε με την ταξιδιωτική λογοτεχνία και το θέατρο. Τιμήθηκε με τον Ταξιάρχη του Φοίνικα, τον Αργυρό Σταυρό του Σωτήρος και με τον τίτλο του Άρχοντος μεγάλου ρήτορος από το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. Πέθανε στην Αθήνα στις 16 Δεκεμβρίου 1984. 

Ούτε πότε θα ξεκινήσετε ξέρετε, ούτε η ώρα της επανόδου σάς είναι γνωστή. Ο σωφέρ κυβερνά στο μέτωπο τις τύχες σας. Αν θέλει σταματά το φορτηγό του και σας περισυλλέγει από το δρόμο, αν θέλει σας αφήνει στο χιόνι και στη βροχή. Τα μεγάλο βάσανο του απεσταλμένου. Περιμένει τον αγαθό Σαμαρείτη. Σας δέχεται με γκρίνια.
-Μα δε χωράει, είπαμε, συνάδελφε. 
Η αφίσα του ΓΕΣ για το 2007
 Εν τούτοις χωράτε. Και τότε όλα τελείωσαν. Από τη στιγμή που γίνεσθε «δεκτός» γίνεσθε και φίλος. Εχθροί είναι οι άλλοι, οι απ' έξω, τα έμψυχα και τ' άψυχα εμπόδια του δρόμου, αυτοί που κάμνουν νοήματα κι εκλιπαρούνε να τους παραλάβει, οι λακκούβες, οι απότομες κορδέλες, ο οδηγός που δεν κορνάρει, ο τσοπάνος που δεν απομακρύνει εγκαίρως το ποίμνιο, οι φάλαγγες που βραδυπορούν και - ο χειρότερος απ' όλους - ο πιλότος του εχθρικού αεροπλάνου που γυρίζει σα γεράκι επάνω απ' το κεφάλι του. Ακούει ο σωφέρ το βόμβο και σταματά, κατεβαίνει, καλύπτει βιαστικά με κλαριά το αυτοκίνητο και στρέφει το κεφάλι προς τον ουρανό, για να πει στον ιπτάμενο εχθρό.
 -Άτιμε άντρα!
Αθρόα κατανάλωσις του διεθνούς υβρεολόγιου. Μεγάλη ήταν η σπατάλη κι εκείνο το απόγευμα. Τσαγγός ο σωφέρ δεν άνοιγε το στόμα παρά για να εκδηλώσει δυσφορία και αγανάκτηση. Μην τον αδικείτε. Κανένα από τους σωφέρ των στρατιωτικών αυτοκινήτων να μην αδικείτε. Είναι οι αφανείς ήρωες που ζουν σε υπερένταση. Περνούν μερόνυχτα χωρίς να κοιμηθούνε. Κάποτε τους παίρνει ο ύπνος επάνω στο βολάν. Αν έχουμε τόσα λίγα δυστυχήματα στους δρόμους του μετώπου αποδώστε το κι αυτό στο θαύμα που είναι ο μεγάλος μας σύμμαχος σ' αυτόν τον πόλεμο.
Η νευρικότης όμως του σημερινού μας σωφέρ ξεπερνούσε τα συνηθισμένα όρια. Και τι δεν τον πείραζε; Κι ένα πετραδάκι που θα τύχαινε στο δρόμο του. Βρισιά κατάρα κι ανάθεμα.
Αλλά να κάποια στιγμή ανακωχής. Ένα εμπόδιο σοβαρό στη μέση του δρόμου και ο σωφέρ αντί να παρακάμψει βρίζοντας την ώρα και τη στιγμή του, σταματά, βγάζει το κεφάλι απ' το παράθυρο κι ενδιαφέρεται να μάθει:
-Τι έπαθες βρε μικρέ;
Ένα παιδάκι που θρηνεί απαρηγόρητα, χωριατόπαιδο ως οκτώ ετών, φτωχοντυμένο, με δυο αρβύλες διπλές από τα πόδια του, το πανταλόνι σχισμένο στα γόνατα, χωρίς κάλτσες και δίχως καπέλο με μουσκεμένα από τη βροχή τα κατσαρά του μαλλιά.
Εξηγεί με λυγμούς ο μικρός. Πήγαινε στο χωριό του και παραπλανήθηκε. Θα τον πάρει τώρα η νύχτα. Κι έχει αγρίμια το βουνό.
-Ανέβα, διέταξε ο σωφέρ.
Κάποιος από τους επιβάτας θέλησε να του υποδείξει ότι ο δρόμος του χωριού δεν ήταν ο δρόμος μας. Τον αποστόμωσε με αυστηρότητα.
-Εγώ κάνω κουμάντο μέσα στ' αμάξι μου.
Δέκα χιλιομέτρων λοξοδρομία. Την έκανε ευχαρίστως, αυτός που θα χαλούσε τον κόσμο για δυο λεπτών καθυστέρηση. Και πώς ημέρεψε το αγέλαστο εκείνο πρόσωπο,…
Τράβηξε το παιδί από το χέρι, το κάθισε κοντά του, έβγαλε απ' το σακίδιο του και γέμισε τις χούφτες του με σύκα και σταφίδες.
-Έχεις πατέρα βρε;
Ένευσε καταφατικά ο μικρός.
-Και τι δουλειά κάμνει;
-Στρατιώτης είναι.
-Στρατιώτης,… 
Η αφίσα του ΓΕΣ για το 1976
Παιδί και σωφέρ κοιτάχθηκαν με κατανόηση. Τίποτε άλλο δεν είπαν. Μόνον όταν πλησιάζαμε στο χωριό ο οδηγός ξεκούμπωσε την τσέπη του αμπέχονού του, έψαξε στο βάθος της, έβγαλε ένα πενηντόδραχμο και το 'σφιξε στην παλάμη του μικρού.
Πρέπει να ξέρετε τι θα πει πενηντόδραχμο στην τσέπη φαντάρου για να καταλάβετε την έκταση της προσφοράς.
-Να το δώσεις της μάνας σου...
Ο μικρός δεν ήξερε την χρήση του ευχαριστώ. Στήλωσε τα γαλανά ματάκια του στον ευεργέτη του.      
-Και να γίνεις καλός άνθρωπος, συμπλήρωσε με ραγισμένη τη φωνή ο σωφέρ. Ακούς;
-Ακούω, απάντησε ο μικρός κι αγκάλιασε με το βλέμμα τον προστάτη του.
Κατέβηκε από τ' αυτοκίνητο. Είχε νυχτώσει. Ο οδηγός τού έριχνε τους προβολείς για να φωτίζει το δρόμο του. Μέσα στις φωτεινές ακτίνες το βλέπουμε να τρέχει και κάθε τόσο να στρέφει το κεφάλι και να κοιτάζει με απορία κι έκσταση. Όταν πια άρχισε ο μικρός να χάνεται έβγαλε πάλι ο σωφέρ το κεφάλι απ' το παράθυρο και φώναξε:
-Καλή νύχτααααα. 
-Καληνύχτα, ακούστηκε η απάντησις του παιδιού.
-Καληνύχτα φουκαριάρικο, μονολόγησε ο οδηγός.
Και σα να ήθελε να δικαιολογηθεί για την απρόοπτη καλωσύνη του, έσκυψε προς το μέρος μου κι εξήγησε:
-Έχω κι εγώ ένα σαν κι αυτό, συνάδελφε. Ίσως κάποιος το βρήκε κλαμένο και να το ρώτησε: «Έχεις πατέρα, βρε μικρέ;»
Δεν ξανάνοιξε πια τα χείλη, ούτε και για να βρίσει ακόμα. Η φωτιά του τσιγάρου του εφώτιζε μια θλιμμένη μορφή γεμάτη νοσταλγία και γλυκύτητα.  

 Διαβάστε ακόμα σύντροφοι στο μικρό αφιέρωμα του ΕΠΟΥΣ,

Χρήστου Αγγελομάτη  Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ

Σίτσας Καραϊσκάκη  ΤΟ ΑΛΕΞΙΠΤΩΤΟ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου