Ο βασιλιάς Κωνσταντίνος,
ο Στρατηλάτης που διπλασίασε την Ελλάδα, αυτός που κατάφερε να κάνει λαοφιλή
τον θεσμό της βασιλείας στην πατρίδα μας, πέθανε εξόριστος, άρρωστος και μόνος στις
11 Ιανουαρίου του 1923, σένα ξενοδοχείο στο Παλέρμο της Σικελίας κι ενταφιάστηκε
στην κρύπτη της ρωσικής εκκλησίας της Φλωρεντίας.
Αργότερα, πολύ αργότερα,
το 1936 με την αποκατάσταση της μοναρχίας η τότε κυβέρνηση απέστειλε τον «Αβέρωφ»
στην Ιταλία για να παραλάβει τα οστά του, της μητέρας του και της συζύγου του
Σοφίας…..Το θωρηκτό κατέπλευσε στον Πειραιά στις 17 Νοεμβρίου 1936…..Την επόμενη
μέρα 18 Νοεμβρίου το ταχυδρομείο κυκλοφόρησε την σειρά «Πένθιμη Βασιλέως
Κωνσταντίνου» τον ανεπίσημο, πανέμορφο Φ.ΠΗΚ της
οποίας βλέπετε.
Γεώργιος
Βλάχος Ο ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ πρωτοδημοσιεύτηκε
στην «Καθημερινή» στις 17 Νοεμβρίου 1936…..εγώ
το αναδημοσιεύω «κλεμμένο» απ’ την ΕΥΡΩΠΗ
ΤΩΝ ΕΘΝΩΝ του φίλου μου του Θόδωρου
Όταν εγεννάτο, ολόκληρος η
Ελλάς, η ελευθέρα και δούλη, έκυψε εις το λίκνον του δια να ελπίση. Αι μακρυναί
Θάλασσαι και η απέραντος γη, όπου είχε σπαρή, κατακτήσεων και επαναστάσεων
και διωγμών θύμα, το Γένος, συνεστάλησαν εις έκτασιν μιας σπιθαμής, εις μίαν
γωνίαν του ελληνικού Ανακτόρου και εστάθησαν εκεί, και εκράτησαν σιωπηλαί την
αναπνοήν των, δια να μη ταράξουν τον πρώτον ύπνον του βρέφους, το οποίον
εξεπροσώπει την Ευτυχίαν, το Μέλλον. Γρήγορα, από της πρώτης στιγμής, έσπευσαν
ανάδοχοι μυριάδες παλμών, χιλιάδες ελπίδων και προσεκόμισαν, σμύρναν και
λίβανον, την πορφύραν των αιμάτων της από τον νότον η Κρήτη, από τον βορράν
την τελευταίαν λειτουργίαν της η Αγία Σοφία, εξ ανατολών και δυσμών αναμνήσεις
και πόθους και όνειρα ο Ελληνισμός. Και ωνομάσθη το Βρέφος, πριν καν ανοίξη
προς την ημέραν τους οφθαλμούς, Κωνσταντίνος. Ο παλαιός ποιητής εστάθη κοντά
του και έδωσε το ελληνικόν αίσθημα εις στίχους ωραίους.
Οι πόθοι
και οι ελπίδες μας εσμίξανε μαζί
Και, αλήθεια, οι πόθοι και
αι ελπίδες του Έθνους είχον γεννήσει τον Βασιλέα. Επί τέσσαρας αιώνας, μάρτυς,
υπόδουλος η Ελλάς, κάτω εις τα υπόγεια όπου ετέλει τας μυστικάς λειτουργίας
της, επάνω, εις κρυφά σχολειά, όπου εδίδασκε την παράδοσιν, αυτό το
όνειρον ύφαινε, αυτόν ητοίμαζε τον στρατάρχην, αυτού εσφυρηλάτει τα όπλα, αυτού
έτρεφε τον πολεμικόν ίππον, αυτού εχρύσωνε με ακτίνας ελευθέρων ηλίων το
Στέμμα.
Και παρήρχετο ο καιρός. Και
από της πρώτης οδοντοφυΐας του μέχρι των πρώτων του λαλημάτων, από των πρώτων βημάτων του μέχρι των πρώτων ωρών της μαθητικής του ζωής, ο κόσμος εκείνος των
κατάκοπων ηρώων και των γερόντων αγωνιστών, ο κόσμος των απομάχων της μεγάλης
Επαναστάσεως, οι οποίοι δια του αίματος και του χρήματος και του νου των
εθεμελίωσαν την ελευθέραν Ελλάδα, ύψωσε γύρω του πανύψηλον τείχος στοργής και
λατρείας: διότι θα ήτο Αυτός, ο αναμενόμενος εκ Θεού. Διότι θα ήτο αυτός ο
οποίος θα επραγματοποίει της Ειμαρμένης την παλαιάν προσταγήν. Διότι θα ήτο
αυτός ο οποίος με το γύρισμα του χρόνου, δια μέσου αγώνων, προσπαθειών και ατυχημάτων,
θα ωδήγει κάποτε επί κεφαλής χιλιάδων στρατού την Ελλάδα εις την χαράν και την
δόξαν. Διότι θα ηλευθέρωνεν αυτός την Μακεδονίαν, θα έδιδε αυτός την Κρήτην εις
την Ελλάδα, θα έπαιρνεν αυτός τα Γιάννενα. Διατί;... Παιδί δεν ήτο; Άνθρωπος
δεν ήτο καί αυτός;... Αλλά το Έθνος δεν εδέχετο με τους μεμψίμοιρους συζήτησιν.
Δεν ήτο παιδί, ούτε άνθρωπος, ούτε διάδοχος, ούτε θα ήτο βασιλεύς όπως όλοι ο
Κωνσταντίνος. Ο Κωνσταντίνος ήτο θρύλος, ήτο ψυχή, ήτο ο εντεταλμένος της Μοίρας.
Και ήλθε στιγμή κατά την
οποίαν αι ευχαί και οι ψαλμοί έγιναν θούρια και οι εθνικοί θρήνοι παιάνες
πολεμικοί και αντήχησε απ' άκρου εις άκρον από ιαχάς χαράς η Ελλάς, και
ωπλίσθησαν οι στρατοί, και έσπευσαν υψηλά προς τας υποδούλους θαλάσσας οι
στόλοι και το όνειρον επραγματοποιείτο: Τα φρούρια των πόλεων εκρημνίζοντο ως
εις άκουσμα υπερκοσμίων σαλπίγγων, και έφευγαν οι κατακτηταί, και
ηλευθερούντο η Κρήτη, η Θεσσαλονίκη, η Σάμος, η Χίος, η Μυτιλήνη, τα Ιωάννινα.
Και εις το μέσον του στρατού του,
επροχώρει και εκάλπαζε προς την δόξαν και ήτο πάντοτε πρώτος. Αυτός. Ήτο υψηλός
τώρα, και είχε γαλανούς οφθαλμούς και την ηλιοκαή του μορφήν εφώτιζε απεράντου
καλωσύνης μειδίαμα και είχε ευγένειαν, θάρρος, ευθύτητα, νουν, και υπέρ αυτόν
είχαν η στολή και το έθνος προσκομίσει πτερά, πτερά άσπρα και καταγάλανα, τα
οποία ανέμιζε ευτυχής η πνοή της ελευθερίας. Αλλ' έξαφνα, πώς έγινε η πνοή
καταιγίς; Και πώς διερράγησαν της στοργής και της λατρείας τα τείχη; Και πώς αι
ευχαί έγιναν πάθη και η ευλάβεια ύβρις, και κακία ο ενθουσιασμός και
διαδήλωσις διωκτών των υπηκόων η λιτανεία;... Ας μείνη το ερώτημα αναπάντητον
και ας πληρώση τώρα την αμαρτωλήν παρένθεσιν η σιωπή. Μόνος, εξόριστος, ζων
χωρίς θρόνον, χωρίς βασίλεια, χωρίς πατρίδα, νεκρός χωρίς τάφον, υποστάς και
τον κόλαφον του παράφρονος εις την ξένην, δακρύσας με την ιδίαν συμφοράν και
την συμφοράν της Ελλάδος, επιστρέψας εν μέσω φρενίτιδος, και απελθών εν μέσω
φλογών πυρκαϊάς, έζησε, εκουράσθη, εμαρτύρησε, έπαθε, εδοξάσθη, υψώθη και
έπεσε, και ανέμεινεν, ως άνθρωπος και ως σορός, επί έτη μακρά εις τον ήλιον
και το σκότος, Δικαιοσύνην.
* * *
Τώρα, τον φέρομεν πάλιν. Επάνω εις ένα κιλλίβαντα
παλαιού πυροβόλου —τις οίδε τίνος πυροβόλου του Δεκατρία, του Δώδεκα— του
οποίου τα ξύλα θα φρικιούν εις την σκέψιν ότι τώρα ορίζουν αυτά την πορείαν
του, οδηγείται εις τον τάφον ο Κωνσταντίνος, ο Διάδοχος των εθνικών μας
ονείρων, η Μεγάλη Ιδέα της χρυσής εποχής, ο Βασιλεύς των ενδόξων ωρών μας, ο
ευτυχής και ατυχής, ο ιδίω έργω υψωθείς εις τα σύννεφα και έργω άλλων
κρημνισθείς εις ερέβη, ιστορικός στρατηλάτης. Ας τον οδηγήσωμεν λοιπόν όλοι
μαζί εις τον Τάφον Του. Ας δώσωμεν περί την σορόν Του τας χείρας, και εις των
κοινών δακρύων το πλήθος ας ποτίσωμεν τον σπόγγον της λήθης, η οποία θα μας
οδηγήση αύριον προς δρόμους καλούς. Ο Βασιλεύς ήλθε εις την πατρίδα του και θα
κοιμηθή τώρα δια πρώτην φοράν. Ας ετοιμάσωμεν με άνθη την κλίνην του, ας ποτίσωμεν
με καλωσύνην το χώμα, ας κλίνουν αι καρδίαι μας εμπρός του γονυπετείς και ας
ταφούν μαζί του αι έριδες και αι κακίαι των οποίων υπήρξεν Αυτός, το πρώτον, το
μέγιστον, το αδικώτατον θύμα...
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου