Tα ΕΛ.ΤΑ. υποστήριξαν και ανέδειξαν την πρωτοβουλία που ανέλαβε το φιλανθρωπικό
Ίδρυμα «Ιnternational Foundation for Greece» -που ιδρύθηκε από τον Γιώργο και την Ασπασία Λεβέντη και εδρεύει στο
Λονδίνο -να βραβεύσει τους Έλληνες που
διαδραματίζουν ενεργό ρόλο στη διαμόρφωση της παγκόσμιας κοινωνικής,
οικονομικής και πολιτιστικής πραγματικότητας. Τα βραβεία του Ιδρύματος (ΙFG
AWARDS) απονέμονται κάθε τρία χρόνια σε διακεκριμένους Έλληνες του εξωτερικού,
που όχι μόνο δεν ξέχασαν την ελληνική τους υπόσταση, αλλά προβάλλουν και
ζωντανεύουν ο καθένας με το δικό του έργο, την ιδέα της Ελλάδος, θυμίζοντας με
τη δράση τους ότι η Ελλάδα ήταν και παραμένει η κοιτίδα του δυτικού πολιτισμού.
Ο ΜΠΑΓΑΣΑΣ
Ένα ιστολόγιο που αγαπάει τους Ντακ.....αναπολεί τον Τεν Τεν.....
Ο ΜΠΑΓΑΣΑΚΟΣ
ΠΙΝΑΚΑΣ ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΩΝ σύντροφοι ή μια πρώτη απόπειρα επικοινωνίας
Πέμπτη 1 Σεπτεμβρίου 2016
Τρίτη 23 Αυγούστου 2016
Ο καθηγητής Λούντβιχ
Φον Ντρέηκ είναι θείος του Ντόναλντ απ’ την Αυστρία, ειδικός σόλες
τις γνωστές και άγνωστες επιστήμες, κάτοχος εκατοντάδων πτυχίων, γνώστης
μυριάδων επαγγελμάτων, νόμιμος ιδιοκτήτης του Τριώροφου καπέλου της λέσχης των υπερπτυχιούχων
που μετακόμισε στην Λιμνούπολη την
δεκαετία του '50 ανοίγοντας τα ομώνυμα εργαστήρια, μια επιχείρηση που
βρίσκεται κοντά στο δεύτερο Θησαυροφυλάκιο του Σκρουτζ…..Δικαιολογημένα
θεωρείται ο πιο μορφωμένος πολίτης της Λιμνούπολης και ίσως όχι μόνο!!!.....κάτι
που δε χάνει την ευκαιρία να το υπενθυμίζει συνεχώς κι εκνευριστικά.
Ο Λούντβιχ πρωτοεμφανίστηκε στα κόμικς στις 24 Σεπτεμβρίου του 1961 δια χειρός Αλ Ταλιαφέρρο (29 Αυγούστου 1905 Κολοράντο, 3 Φεβρουαρίου 1969 Καλιφόρνια) που έγινε γνωστός για τα σκίτσα με πρωταγωνιστή το Ντόναλντ, αλλά και για τη δημιουργία -όπως κι ο Μπαρκς αργότερα-, ενός ολόκληρου κόσμου γύρω απ’ αυτόν…..Στα σκίτσα του εμφανίστηκαν για πρώτη φορά η γιαγιά Ντακ, ο Πασχάλης χήνος, ο σκύλος Μπολιβάρ, καθώς και τα πανέξυπνα ανιψάκια του.
Ο Λούντβιχ πρωτοεμφανίστηκε στα κόμικς στις 24 Σεπτεμβρίου του 1961 δια χειρός Αλ Ταλιαφέρρο (29 Αυγούστου 1905 Κολοράντο, 3 Φεβρουαρίου 1969 Καλιφόρνια) που έγινε γνωστός για τα σκίτσα με πρωταγωνιστή το Ντόναλντ, αλλά και για τη δημιουργία -όπως κι ο Μπαρκς αργότερα-, ενός ολόκληρου κόσμου γύρω απ’ αυτόν…..Στα σκίτσα του εμφανίστηκαν για πρώτη φορά η γιαγιά Ντακ, ο Πασχάλης χήνος, ο σκύλος Μπολιβάρ, καθώς και τα πανέξυπνα ανιψάκια του.
Κυριακή 1 Μαΐου 2016
Όταν ο ΜΠΑΓΑΣΑΣ γράφει ιστορία.....ΧΡΗΣΤΟΣ ΜΗΛΙΩΝΗΣ ο κλέφτης που
Αγαπημένοι μου σύντροφοι, ο Παπαδιαμάντης -το πιστεύετε ή όχι- ήταν ένας κλασικός τύπος μποέμ.....Έζησε μια ζωή μοναχική, μέσα στη φτώχεια, με πίστη στην τέχνη του,
αδιάφορος για το χρήμα και την κοινωνική καταξίωση.....Έζησε τη ζωή του ανάμεσα
στα καπηλειά και στις εκκλησιές, σχεδόν ρακένδυτος.....¨Ηταν μάστορας της Ελληνικής γλώσσας και της
αφήγησης.
Αρχικά το έργο του εξυμνήθηκε,
όμως αργότερα δεν έτυχε της ίδιας αποδοχής και η αξία του σιγά σιγά μειώθηκε,
καθώς τα γραπτά του θεωρήθηκαν λαογραφικά ηθικά κείμενα χωρίς ιδιαίτερη
λογοτεχνική αξία και μάλιστα με γλώσσα αναχρονιστική.....Από την άλλη, οι εκπρόσωποι της εκκλησίας
τον θεώρησαν και τον θεωρούν απλά εκπρόσωπό τους.
Όμως τα τελευταία χρόνια μελετητές, συγγραφείς και ποιητές με αγάπη στον ίδιο και στο έργο του ανέδειξαν
πολλά στοιχεία και όψεις του κυρ’ Αλέξανδρου.....Τον κοινωνικό
Παπαδιαμάντη, αυτόν που εχθρεύεται την αδικία, που στηλιτεύει τους
πολιτικάντηδες, που υπερασπίζεται τη γυναίκα που την ξεφορτώνονται μένα γάμο, που
είναι υπέρ του πολιτικού γάμου.....Τον χιουμορίστα Παπαδιαμάντη, με την
ειρωνεία και τον σαρκασμό σε πολλές καταστάσεις της εποχής του.....Τον
ερωτικό Παπαδιαμάντη,-που άλλωστε πέθανε ανέραστος- με τις αισθησιακές εικόνες
των αβάσταχτων ερώτων.....Τον ποιητή Παπαδιαμάντη, με τη μαγεία των
λέξεων και των φράσεων που χρησιμοποιεί.
Α. Αστείαν αληθώς ιδέαν συνέλαβε
πρωίαν τινά Κυριακής ο Τούρκος κατής εν Άρτη, όστις αφού ηθώωσε πανδήμως και σκανδαλωδώς
δύο ομοεθνείς του, απαγαγόντας άκουσαν Ελληνίδα κόρην εκ των παρακειμένων
χωρίων, απήλθεν ως καλός μουσουλμάνος να πάρει αμπτέστι, προς
αγνισμόν και απολύμανσιν.
Ο άξιος Τούρκος δικαστής, προς
ταις άλλαις αρεταίς υφ’ ων εκοσμείτο, ήτο δεξιότατος εις το ν’ ανακαλύπτει,
προς πρόχειρον δικαιολογίαν των αποφάσεών του, πάμπολλα εδάφια του ιερού νόμου
αγνοούμενα συνήθως υπό των αμαθεστέρων συναδέλφων του, και δεινός εις το να
εκτείνει και να συστέλλει εκάστοτε, ως έμπειρος σκυτοτόμος, το γράμμα και το πνεύμα
των ιερών ρητών. Ηδύνατο, εν ελλείψει άλλου προτύπου, να χρησιμεύσει ως
υπογραμμός των νομολόγων και των δικορράφων παντός χρόνου και τόπου. Είναι
αληθές ότι, ως είχον τότε τα πράγματα, το ζήτημα ήτο πολύ απλούστερον ή όσον
σήμερον δύναται να είναι, διότι ο αυτός ήτο συνήγορος άμα και διαιτητής.
Κατά την περίστασιν εκείνην, το
εδάφιον της ιεράς βίβλου, όπερ ανεκάλυψεν η εύκολος οξυδέρκεια του δικαστού
τούτου, είχεν ως εξής, κατά την ακριβή εκ του αραβικού μετάφρασιν: Αίνος
τω Θεώ. Εάν νέα γυνή άπιστος αλλάξει κύριον, και από των χειρών απίστου μεταβεί
εις αληθή πιστόν, ο δεύτερος κύριος είναι ενδικότερος. (Όρα Κοράνιον, εν
κεφαλαίω η Κάμηλος επιγραφομένω.)
Το εδάφιον δεν ήτο σαφές, ουδ’
εφηρμόζετο αβιάστως εις την προκειμένην περίπτωσιν. Αλλ’ ο άξιος λειτουργός τής
Θέμιδος δεν εδυσκολεύθη να εύρει και άλλο και να το συγκολλήσει με το πρώτον
ούτως, ώστε να πείθει πάντα αληθή μουσουλμάνον περί του ασφαλούς τής
κρίσεως: Εάν αληθής πιστός έχει δούλην άπιστον και δεν την έπεισε να
επιστρέψει εις την αληθή πίστιν, δεν δύναται να την μεταπωλήσει εις άπιστον,
αλλ’ εις πιστόν. (Όρα κεφ. η Βους ιερού νόμου.)
Σημειωτέον ότι αμφότερα τα
αποσπάσματα ταύτα και τα κεφάλαια εις α ανήκουσι, δεν είναι εκ των γνησιοτέρων.
Οι σοφοί σχολιασταί του Κορανίου ουδέποτε συνεφώνησαν περί του αριθμού των
κεφαλαίων ουδέ περί της γνησιότητος του περιεχομένου. Αλλ’ ομολογητέον ότι
ουδείς λειτουργός της δικαιοσύνης οφείλει να ερμηνεύει άλλως τα κείμενα των
νόμων ή όπως προχείρως αντιλαμβάνεται την έννοιαν αυτών, και το δικαστήριον της
Άρτης δεν ήτο βεβαίως ακαδημία νομοδιδασκάλων.
Αλλ’ όμως παρά την τόσην
εμπειρίαν και ευθυκρισίαν του, ο ειρημένος Τούρκος δικαστής έκαμνε τον
λογαριασμόν άνευ ξενοδόχου. Η αρπαγείσα Ελληνίς κόρη ήτο αναδεκτή του Χρήστου
Μηλιόνη, του περιβοήτου της Ακαρνανίας αρματολού, όστις ατυχώς ήτο αμαθής και
δεν ήξευρε να ερμηνεύει τα ρητά του Κορανίου. Δεν ενόει δε και ως αστείον το
πράγμα, όπως ημείς το περιεγράψαμεν εν αρχή, διότι φύσει δεν ηγάπα ν’
αστεΐζηται.
Η νεάνις ήτο μνηστή του Νίκου
Ντάσκα, ειρηνικού αγρότου κατοικούντος εις παρακείμενον χωρίον. Ήτο φιλόπονος
και από πρωίας μέχρις εσπέρας ησχολείτο εις τα έργα του οίκου, επιμελουμένη και
τριών νεοτέρων αδελφών, ων ο μεγαλύτερος ήγε το δωδέκατον έτος. Αύτη δε ήτο
δεκαοκταέτις. Η μήτηρ αυτής είχε γνώμην να μη την υπανδρεύσει ακόμη, και
ήλπιζεν ότι και μετά τον αρραβώνα ο γάμος έμελλε να βραδύνει αρκούντως, ώστε να
προλάβει η νεοτέρα αδελφή να ηλικιωθεί προς ανακούφισιν και χαράν της μητρός.
Μίαν βοηθόν είχε, μόνην την Βάσω της, και όχι άλλην. Διατί να βιασθεί ο σύζυγός
της να την δώσει; Αλλ’ εκείνος άλλως εφρόνει, και διά λόγους, ων μόνον το έν
εκατοστόν ηδύνατο να εξηγηθεί, επεθύμει να υπανδρεύονται ως τάχιστα αι νέαι.
Όσον γρηγορότερα τόσον καλύτερα. Τι το θέλεις το βάρος αυτό εις την οικίαν; Δεν
είναι καλύτερον να το ξεφορτωθείς; Όποιος ευρίσκει πρόθυμον αναδέκτην του
φορτίου και δεν το μεταβιβάζει ευθύς, άκραν εμπιστοσύνην έχει εις τους ιδίους
ώμους, αν δεν είναι ανόητος. Ταύτα εφρόνει ο Κώστας Μαντάς, ο πατήρ της
Βασίλως, την οποίαν ετόλμησε πονηρόν γραΐδιον †ν’ αποτολμήσει† μίαν
ημέραν, όπως ρίψει αυτήν εις τας χείρας Τούρκου, όστις ήθελε να την έχει εις το
χαρέμι του.
Εν τούτοις η Βασίλω δεν ήθελε
πιστεύσει τους λόγους της, διότι η γραία Κυπαρισσού είχεν ανέκαθεν κακήν
φήμην εις το χωρίον. Αλλά ψευδείς τινες διηγήσεις τόσον καλώς συνιστώνται και
τόσον ευχερώς συμπίπτουσιν, ώστε σατανικόν έργον φαίνεται η συναρμογή αυτών.
Ποίος της είπε της γραίας Κυπαρισσούς, ότι η μήτηρ της κόρης είχε λησμονήσει το
δείνα ύφασμα εις την οικίαν, και δεν το έλαβε μεθ’ εαυτής την πρωίαν,
απερχομένη εις τον ποταμόν; Ποίος το ήξευρεν, αφού κανείς δεν την έστειλε;
Διότι είναι αληθές ότι η μήτηρ Μελάχρω είχε μεταβεί από πρωίας εις τον ποταμόν
μετ’ άλλων γυναικών, διά να λευκάνει. Ωσαύτως είναι αληθές ότι το μικρότερον
κοράσιον και ο υστερότοκος υιός μετέβησαν εις το σχολείον της μικρόν απεχούσης
Άρτης, διότι είχεν ήδη η Άρτα σχολείον κατ’ εκείνον τον χρόνον. Ο δε πατήρ,
όστις ήθελε τους ανθρώπους φιλοπόνους, ως υποκειμένους εις την πρώτην εκείνην
και παλαίφατον των πρωτοπλάστων αράν, είχε παραλάβει μεθ’ εαυτού εις τους
αγρούς τον δευτερότοκον υιόν, ώστε η νεάνις ευρίσκετο μόνη οίκοι. Ενώ λοιπόν
εκάθητο επιρράπτουσα παλαιά φορέματα παρά την εστίαν, και είχε κλειδωμένην
έσωθεν την θύραν διά της διπλής στροφής, διότι συνήθεια ήτο να κλείνονται αι
κόραι όταν ήσαν μόναι, ακούει την θύραν κρουομένην. Η νεάνις εξεπλάγη. Αι
γειτόνισσαι όλαι σχεδόν έλειπον, ήσαν εις τα έργα των. Ποίος να είναι;
-Άνοιξε, είπε μεμψίμοιρός τις
φωνή, ήτις εφαίνετο εκπεμπομένη εκ βαθέος μυχού και ως να διήρχετο δι’ αόπλων
και νωδών ούλων.
-Ποίος είσαι; επανέλαβε το
δεύτερον η κόρη δυσπιστούσα.
-Εγώ, η θεια-Κυπαρισσού.
-Η θεια-Κυπαρισσού, είπεν η
νεάνις διστάζουσα. Τι θέλεις;
-Μ’ έστειλεν η μάννα σου.
Η νεάνις εγερθείσα απήλθε και
ήνοιξε την θύραν και εισήλθεν η Κυπαρισσού. Το γραΐδιον ήτο εβδομηκονταετές
περίπου, ρικνή, κεκυφυία και απαίσιος. Το μειδίαμά της, δι’ ου εζήτει να
θωπεύσει την κόρην, ενεποίει φρικίασιν.
-Σ’ έστειλεν η μάννα μου;
ηρώτησεν η νέα. Και πού την ηύρες;
-Εις τον ποταμόν.
-Και τι σε είπε;
-Μου είπε να της πας το πανί.
-Το πανί; Ποίο πανί;
-Το δίμιτο. Το ξέχασε να το πάρει
μαζί της το πρωί.
Η κόρη στρέψασα το βλέμμα προς
την γωνίαν, παρ’ ην ίστατο κεκοσμημένος ο σωρείτης των στρωμάτων και σινδόνων,
είδε των όντι ότι υπήρχεν εκεί το δίμιτον ύφασμα, το οποίον η μήτηρ της πρέπει
να ελησμόνησε βεβαίως, διενοήθη. Αφού μετέβη εις τον ποταμόν διά να ενεργήσει
γενικήν γνάφευσιν, δεν έμελλε να παραλίπει ποτέ την νεοΰφαντον ταύτην οθόνην.
Και δεν είχεν ακούσει μεν παρά
της μητρός της ρητώς ότι είχε σκοπόν να λάβει μεθ’ εαυτής και το δίμιτον, αλλά
συλλογιζομένη εύρισκεν ότι ούτως έπρεπε να έχει το πράγμα, αφού το ειρημένον
ύφασμα ευρίσκετο εις την πρόχειρον εκείνην θέσιν. Εν τούτοις είχεν η κόρη
ενδοιασμούς.
-Σ’ έστειλεν η μάννα μου διά να
το πάρεις… να της το φέρεις;
-Εμένα; Όχι, είπεν η γραία. Εσύ
να της το πας.
-Εγώ!
Και η νέα ήρχισε να σκέπτηται.
Μιας ώρας οδοιπορία! Και από πολλού η μήτηρ της την είχε συνηθίσει να μη
εξέρχηται σχεδόν εκ της οικίας. Ήτο δυνατόν να δώσει τώρα τοιαύτην παραγγελίαν;
Κόρη νεαρά, δειλή, μεμνηστευμένη, να πορευθεί μόνη εις το μέρος του ποταμού
όπου λευκαίνουσι; Τότε λοιπόν διατί να θέλωσι να την υπανδρεύσωσιν; Αυτή
ευτυχής θα ήτο, αν έζη ακόμη τον κατ’ αγρούς βίον, όστις ήτο τόσον φαιδρός και
άφροντις, και συνέτεινε τόσον πολύ εις το να καθιστά εύρωστον το σώμα και
ροδίνας τας παρειάς. Αλλ’ αφού την εμνήστευσαν, διατί απαιτούσι παρ’ αυτής
τοιαύτην ανήκουστον εκδρομήν; Πώς να το μάθει ο μνηστήρ της;
-Άκουσε να σου πω, γιαγιά, είπεν
η νέα. Θέλεις να το πάρεις μόνη σου το πανί αυτό να το φέρεις; Θα σε πληρώσει ο
αφέντης (πατήρ) μου.
-Εγώ; Γριά γυναίκα, εμορμύρισεν η
Κυπαρισσού, ημπορώ εγώ να τρέχω;
-Δεν ηξεύρεις κανένα παιδί, να
μου κάμεις την χάρη, να του πεις να το πάρει;
-Δεν βλέπω παιδιά εις το χωριό,
είπεν η γραία, τα μικρά είναι στην Άρτα, στο σχολειό, και τα άλλα τα μεγαλύτερα
είναι εις τα χωράφια.
-Ω, Χριστέ μου, βάσανα. Και τώρα
τι να κάμω;
-Μου είπε να της το πας γρήγορα,
επέμεινεν αδυσωπήτως η γραία.
Και στρέψασα τα νώτα απήλθε,
καταλιπούσα εν αμηχανία την ατυχή κόρην. Αφού εσκέφθη επί μακρόν και έλαβε
πολλάς αντιφατικάς προς αλλήλας αποφάσεις, ενόμισεν ότι το καλύτερον ήτο να
υπακούσει εις την μητέρα. Διότι δεν αμφέβαλλεν ότι η μήτηρ της τω όντι είχε
πέμψει την παραγγελίαν ταύτην. Άλλως ήτο αδύνατον να ηξεύρει η γραία αύτη, ότι
υπήρχεν ύφασμα δίμιτον προς λεύκανσιν, και ότι η μήτηρ της το είχε παραλίπει εκ
λήθης. Ενόμιζεν ότι ήτο αδύνατον, αλλ’ εις τα γραΐδια ουδέν αδύνατον υπάρχει,
και τούτο ηγνόει η αμαθής και άπειρος κόρη. Τω όντι εύκολον ήτο να μάθει η
γραία ότι είχεν υφάνει αρτίως η Μελάχρω ύφασμα τοιούτον ή τοιούτον, εύκολον ήτο
να συναντήσει τυχαίως ή επίτηδες την σύζυγον του Μαντά φέρουσαν την αποσκευήν
της την πρωίαν και να παρατηρήσει την εκ της αποσκευής ταύτης έλλειψιν ενός
υφάσματος. Διότι η μεν κατασκευή οθόνης ή εσθήτος ή σινδόνος συνεζητείτο
πάντοτε, ως εικός, μεταξύ των γυναικών εις τας κώμας, όπου ο γυναικείος βίος
ευήλιος πάντοτε διέρχεται επί των ανδήρων, εις τα προαύλια και παρά τας κρήνας,
και δεν φθείρεται μονοτόνως εις πολυορόφους και βαθυσκίους οικοδομάς και
όπισθεν φυσικών ή ηθικών δρυφάκτων ή κοινωνικών προχωμάτων. –Τέλος η νέα
έλαβε την οθόνην και εξελθούσα εκλείδωσε την θύραν. Έλαβε την ανώμαλον και
ελικοειδή εκείνην οδόν, ην ελαφρά ως στρουθίον διήρχετο άλλοτε ανυπόδητος, μη
φοβουμένη να πατεί επί λεπτών ακάνθων και χαλίκων, διότι οι πόδες της, αφότου
εξ ανάγκης εφόρεσαν περικνημίδας, δεν είχον λεπτυνθεί αρκούντως, ώστε να
καταστώσιν ευπαθείς και δυσκίνητοι.
Είχε διαβεί ήδη την κρημνώδη
ατραπόν, την άγουσαν από του υψηλού χωρίου εις την πεδιάδα και κατήλθεν εις το
ρεύμα. Ο ήλιος εμεσουράνει ήδη, και η νέα ασθμαίνουσα έστη όπως ανασηκώσει
μικρόν το κράσπεδον της εσθήτος της και περιδέσει αυτό δι’ ιμάντος περί την
οσφύν, καθιστώσα ελευθερότερον το βήμα. Εφάνη δε ο μακρός και ποδήρης χιτών,
κατάλευκος, καλύπτων τας ευμελείς κνήμας, και το μεσοφόριον κατερχόμενον μέχρι
μέσων των κνημών. Ψυχή ανθρώπου ουδαμού εφαίνετο, και διά τούτο είχε νομίσει η
νέα ότι ηδύνατο ουχί άνευ κοσμιότητος να καταστήσει την ενδυμασίαν της
ευζωνοτέραν. Αίφνης ελαφρός θόρυβος ηκούσθη όπισθεν των φύλλων, και ο θάμνος
εκινήθη. Η νέα πτοηθείσα εστράφη δι’ ορμητικού κινήματος. Μόλις επρόλαβε να
αφήσει να πέσει πάλιν εις τους πόδας το κράσπεδον του φορέματός της.
Β. Ο εκπηδήσας εκ του θάμνου άνθρωπος πρέπει να ήτο τρομερός την θέαν, διότι η νέα αφήκε κραυγήν. Τω όντι δε ήτο Τούρκος ο άνθρωπος ούτος, Τούρκος με σαρίκιον.
Γ. Φρικώδης βεβαίως πρέπει να ήτο η αγανάκτησις του Κωστα, τρομερά πρέπει να ήτο η απελπισία της συζύγου του, ότε επανελθόντες την εσπέραν εύρον έρημον τον οίκον. Αλλά και η λύπη του Νίκου, του μνηστήρος, υπήρξεν απερίγραπτος.
Β. Ο εκπηδήσας εκ του θάμνου άνθρωπος πρέπει να ήτο τρομερός την θέαν, διότι η νέα αφήκε κραυγήν. Τω όντι δε ήτο Τούρκος ο άνθρωπος ούτος, Τούρκος με σαρίκιον.
Σαρίκιον με διπλάς και τριπλάς
στροφάς, λευκόν και χρυσοκέντητον, σαρίκιον υπερμέγεθες καλύπτον όχι μόνον την
κεφαλήν, αλλά και τον τράχηλον και τους ώμους. Ω, πόσον τρόμον ησθάνοντο αι
νέαι χωρικαί, αι ζώσαι εις τας κώμας όπου δεν υπήρχον Τούρκοι, εις την θέαν
ενός τούτων! Και πόσον τρόμον πάλιν ησθάνοντο αι ζώσαι εις όσας κώμας υπήρχον
και Τούρκοι, αν συνήντων ένα τούτων εξ απροόπτου, εις μέρος όπου δεν το
επερίμενον! Αλλ’ όμως ο Τούρκος περί ου ενταύθα ο λόγος, δεν είχεν άγριον και
βλοσυρόν το βλέμμα, τουναντίον εμειδία. Έφερε την χείρα εις το στόμα, διά να τή
επιβάλει σιγήν και τή ένευσε να μη φοβήται. Αλλ’ η κόρη εξέπεμψε δευτέραν
κραυγήν και αυτομάτως εκινήθη να φύγει. Αλλά τότε ο Τούρκος, διά στιβαρού
βραχίονος την ήρπασεν εκ του ώμου. Η νέα έστη ασπαίρουσα.
-Ω, άφησέ με, αγά μου, ηδυνήθη να
είπει και ήτο έτοιμη να γονυπετήσει ενώπιον του Τούρκου.
-Μη φοβήσαι, τή είπεν ελληνιστί.
Συγχρόνως δ’ ένευσε προς το μέρος
του θάμνου και δεύτερος Τούρκος εξήλθεν εκείθεν, πενιχρώς ενδεδυμένος και
κρατών τον χαλινόν πλουσίως εστολισμένου ίππου. Ο αγάς έλαβε τότε τρέμουσαν την
κόρην, διά να την αναβιβάσει εις την σέλαν. Η νέα απεπειράθη ν’ αντιστεί αλλά
δεν είχε τόσην δύναμιν, ώστε να υπερισχύσει κατά δύο ανδρών.
Ο αγάς ανέβη όπισθέν της και έλαβεν
από των χειρών του θεράποντος τας ηνίας. Η κόρη έκραξε τελευταίαν φοράν εις
βοήθειαν, αλλ’ ο αγάς την εφίμωσε διά της χειρός. Ο ίππος έλαβε διεύθυνσιν
αντίθετον εκείνης, προς ην έμελλε να πορευθεί η πτωχή κόρη. Ο αγάς επτέρνισε
σφοδρώς την πλευράν του υποζυγίου. Ο ίππος εκάλπασε δρομαίως φέρων το διπλούν
φορτίον και ο θεράπων τρέχων όπισθεν παρηκολούθει όσον ηδύνατο τον καλπασμόν.
Γ. Φρικώδης βεβαίως πρέπει να ήτο η αγανάκτησις του Κωστα, τρομερά πρέπει να ήτο η απελπισία της συζύγου του, ότε επανελθόντες την εσπέραν εύρον έρημον τον οίκον. Αλλά και η λύπη του Νίκου, του μνηστήρος, υπήρξεν απερίγραπτος.
Ο αγάς Χαλήλ,
ο άρπαξ, δεν ήτο εκ των ασήμων του τόπου. Ήτο ισχυρός, πλούσιος, και είχε το
χαρέμιον πλήρες. Αλλ’ επεθύμει να πλουτίσει το ανθοκομείον μ’ ένα κάλυκα.
Τυχαίως χωρικοί τινες είδον μακρόθεν τον ίππον φεύγοντα, εγείροντα την κόνιν
εις νέφη και ήκουσαν την τελευταίαν κραυγήν της απαχθείσης κόρης. Ούτοι
διηγήθησαν το πράγμα εις τους γονείς.
Τή επαύριον ο
πατήρ, έχων εις τους οφθαλμούς δάκρυα λύσσης και μανίας, απεπειράθη να πνίξει
τους λυγμούς της απογνώσεως, να χαλινώσει τας ορμάς του πάθους και να
παρουσιασθεί με ειρηνικούς λόγους εις τον κατήν της Άρτης. Όσον ασυνάρτητος και
αν ήτο η άξεστος ευγλωττία του, όφειλεν όμως να φανεί περιπαθής.
-Αγά μου, κατή
εφένδη μου, είναι μεγάλο άδικο αυτό που μου έκαμε ο Χαλήλ αγάς. Αυτό και ο Θεός
δεν το θέλει και οι άνθρωποι το μισούν. Μήπως η πίστις σας λέγει άλλα από την
ιδικήν μας; Θεός φυλάξει! Όλοι οι άνθρωποι το ίδιον είναι και όλοι αισθάνονται
το άδικον. Τι κακόν του έκαμα εγώ του Χαλήλ αγά διά να μου κάμει τέτοια ύβρη,
τέτοια ατιμίαν στο σπίτι μου; Αν ήτον εις την θέσιν μου ο Χαλήλ αγάς, ήθελε να
του πάρω εγώ την κόρην του;…
-Σιωπή, τω
είπεν ο κατής. Μη βγαίνεις έξω από την υπόθεσιν.
-Βγαίνω έξω
από την υπόθεσιν;
-Τα πολλά
λόγια τι τα θέλεις; Όλοι εσείς οι Ρωμιοί αγαπάτε τα πολλά λόγια.
-Γιατί εμένα
μου πονεί, κατή μου.
-Το ξεύρω,
αλλά τα περιττά τι χρησιμεύουν; Πρέπει να κριθείτε.
-Να κριθούμε;
-Ναι οι δύο με
τον Χαλήλ. Θα στείλω αύριον να τον φέρουν.
-Και έως
αύριον το κορίτσι μου θα είναι στα χέρια του;
-Βέβαια.
-Και διατί όχι
σήμερον;
-Είναι μακριά
το χωριό του. Ποιος θα πάγει τώρα;
-Πηγαίνω εγώ.
-Άμα υπάγεις
εσύ, δεν θα σε δεχθεί, είναι το ίδιον ως να τον καλείς εις πόλεμον.
Ο Κώστας
εσκέφθη τω όντι και εύρεν ότι αν ήτο να μεταβεί ο ίδιος προς τον Χαλήλ, έπρεπε
να έχει μεθ’ εαυτού δύναμιν εκατόν ανδρείων, διά να καύσει την οικίαν του
Τούρκου.
-Αχ! είπε καθ’
εαυτόν, κλέφτης εις τα βουνά καλύτερον, το έλεγα εγώ!… Α, κλέφτης, κλέφτης!…
Τίς δεν ευρέθη
εις την ανάγκην να το είπει χιλιάκις εις την ζωήν του;
Φρικώδης ήτο η
δευτέρα εκείνη νυξ, νυξ πυρετού και αγωνίας, νυξ παραλήρου και πνιγηρών
οραμάτων, νυξ οδύνης και απογνώσεως. Και ήδη ήτο ίσως αργά. Αλλ’ ο Νίκος, ο
Νίκος!…
Και όμως ο
κατής δεν ετήρησεν αυστηρώς τον λόγον του. Φαίνεται δεν ήτο σπουδαία η
προταθείσα αιτία. Ο κατής έστειλε κρυφίως άνθρωπον προς τον Χαλήλ. Ίσως τον
έστειλε χάριν προδικαστικού τινος ζητήματος.
Τη επαύριον ο
Χαλήλ, γαλήνιος και πλήρης γαυριάματος, προσήλθε προς τον κατήν και
εδικαιολόγησε την πράξιν του. Όταν ήρπασε την Βάσω, δεν ήξευρεν ότι ήτο αρραβωνιασμένη.
Τώρα το μανθάνει. Δυστυχώς είναι αργά τώρα. Και αυτή τα έχασε τόσον πολύ, ώστε
δεν του είπε λέξιν περί του μνηστήρος της. Αν το εμάνθανε εγκαίρως ότι η κόρη
είχε μνηστήρα, ήτο τίμιος μουσουλμάνος ο Χαλήλ και δεν θα κατεδέχετο ν’ αρπάσει
την μνηστήν άλλου. Αλλ’ εις τούτο πταίουσιν αι προλήψεις των χριστιανών. Ο
Χαλήλ είχε ζητήσει εις γάμον την Βάσω, αλλ’ οι γονείς της τον απέκρουσαν. Τι
πειράζει τούτο, αν μουσουλμάνος νυμφευθεί χριστιανήν; Πού ηκούσθη ποτέ ότι είς
πιστός μουσουλμάνος δεν δύναται να έχει ελληνίδα κόρην εις το χαρέμι του; Αυτός
δεν θα την αναγκάσει ποτέ ν’ αλλάξει την πίστιν της. Αν ήτο ομόπιστός των ο
Χαλήλ, έμελλε ν’ αποκρουσθεί; Ποτέ, διότι είναι νέος πλούσιος και ισχυρός, και
η κόρη είναι μεν εύμορφη αλλά πτωχή. Και τέλος ο Χαλήλ είναι έτοιμος να
πληρώσει αποζημίωσιν εις τους γονείς της.
Ο κατής
ηκροάσθη τα επιχειρήματα ταύτα μετά προφανούς ευμενείας. Ακολούθως έδωκε τον
λόγον εις τον πατέρα της κόρης, όστις παραφερόμενος υπό αισχύνης και
αγανακτήσεως κακώς συνήρθρου τας λέξεις:
-Ω!… κατάρα…
ακούς εκεί… τον… εγώ θέλω το κορίτσι μου, ακούς; Αυτά εγώ δεν τα ξέρω… Το
κορίτσι μου θέλω… το κορίτσι μου, να μου δώσει το κορίτσι μου…
Ο κατής τον
προέτρεψε να καθησυχάσει και να εκφράσει σαφέστερον τους λόγους του. Ο Χαλήλ
αγάς τω φαίνεται ότι έχει μερικά δίκαια, ας είπει και αυτός τα δίκαιά του.
-Τα δίκαιά
μου!… Είμαι πατέρας… και δεν ημπορεί η κόρη μου να υπανδρευθεί χωρίς την άδειάν
μου… ούτε Τούρκον ούτε Χριστιανόν… Η κόρη μου είναι ανήλικη…
-Είναι αληθές,
ηρώτησε κατά τους τύπους ο κατής, ότι ο Χαλήλ αγάς σου είχε ζητήσει την κόρην
σου;
-Δεν ξεύρω εγώ
τέτοια, είπεν ο πατήρ παραφερόμενος…
-Είναι ανάγκη
να ομιλήσεις καλά… Ομιλείς με τον κατήν… Μη το λησμονείς…
-Και αν μου
την εζήτησε, δεν είμαι κύριος;… Ημπορεί η κόρη μου να υπανδρευθεί χωρίς την
άδειάν μου… και χωρίς να θέλει…
-Ο ιερός
νόμος, είπε πομπωδώς ο κατής, δεν απαιτεί την συναίνεσιν της κόρης.
-Του πατέρα
όμως…
-Τέλος δεν
ημπορεί να γίνει συμβιβασμός; είπεν ο κατής, μετά μικράν σκέψιν.
-Τι
συμβιβασμός;
-Χαλήλ αγά,
θέλεις να δώσεις την κόρην με το καλόν;
Το βλέμμα του
Χαλήλ εξέφρασεν έκπληξιν, αλλά καθησύχασεν ευθύς, συναντήσαν του κριτού το
βλέμμα.
Το πρόσωπον
του Κώστα εξέφραζε τουναντίον ελπίδα.
Ο Χαλήλ
απήντησε μετά σταθερότητος.
-Ο
κατη-εφέντης μοι προτείνει λοιπόν να δώσω την σύζυγόν μου; Ολμάς (αδύνατον).
-Ήκουσες,
Κώστα, είπεν ο κατής, τι αποκρίνεται ο Χαλήλ αγάς. Εσύ τι λέγεις; Δέχεσαι
αποζημίωσιν;
-Την κόρην μου
θέλω! έκραξε πνέων λύσσαν ο ατυχής πατήρ.
-Καλά, φθάνει,
είπεν ο κατής.
Και διατεθείς
ανετότερον επί του σοφά, εφ’ ου εκάθητο, ήνοιξε το ιερόν βιβλίον και
ήρχισε ν’ απαγγέλλει την γνωστήν απόφασιν, δι’ ης ανεγνωρίζετο ο Χαλήλ αγάς ως
νόμιμος κάτοχος της κόρης Βάσως, απηλλάσσοντο δε πάσης αιτίας αυτός και ο
συνεργός του εις την αρπαγήν.
Ο Κώστας αφήκε
μανιώδη κραυγήν και ήτο έτοιμος να ορμήσει κατά του κατή. Αλλ’ ούτος διέταξε
τους σερδαρέους του να τον απαγάγωσιν εις το
σωφρονιστήριον…
Καθ’ ην
στιγμήν απήγετο ο Κώστας, νέος τις μελαγχροινός με υψηλόν και εύστροφον
ανάστημα τω έκραξε:
-Θάρρος,
πατέρα μου! υπάρχει εκδίκησις!…
Και λαβών
πλαγίαν τινά οδόν εξήλθε της Άρτης και έγινεν άφαντος.
Δ. Η οικία του
Χασάν εφένδη, του κατή της Άρτης, έκειτο εις μίαν των στενοτέρων οδών εις το
άκρον της πόλεως. Πλησίον της οικίας του ευρίσκετο και το κυριότερον τέμενος
της πόλεως, όπερ είχε λάβει, ως έλεγον, παρά του Ταχήρ Μουράτη, αγίου ανδρός
προσφιλούς εις τον προφήτην, το προνόμιον του ιερού και του ασύλου. Πους
αλλοπίστου δεν επετρέπετο να πατήσει εις τον ιερόν εκείνον χώρον. Πτωχός πλάνης
εβραίος, όστις ετόλμησε ποτέ εξ αγνοίας να βεβηλώσει τον ιερόν περίβολον,
απηγχονίσθη άκριτος εις τον πυλώνα του φρουρίου.
Ήτο περί δύσιν
ηλίου και η λιγυρά φωνή του κήρυκος της πίστεως ετόνιζεν από του πτερυγίου του
μιναρέ τα σοβαρά και πλήρη μελαγχολίας εκείνα έπη, άτινα ους απίστου ουδέποτε
δύναται άνευ φρίκης ν’ ακούσει: Λα-ιλ-λαχ-ιλ αλλάχ, βε Μωχαμέτ
ρεσούλ-ουλ-λαχ. «Εις είναι ο Θεός και ο Μωάμεθ είναι ο προφήτης του».
Ήτο Παρασκευή,
ημέρα εορτής, καθ’ ην αι πέντε νενομισμέναι προσευχαί τελούνται πομπωδέστερον…
Ότε ενωτίσθη
τους ευμόλπους και ηχηρούς εκείνους φθόγγους ο Χασάν εφένδης, αφήκεν επί του
τάπητος του σοφά το βιβλίον του Σερή, όπερ νυχθημερόν εμελέτα, και εγερθείς
περιεβλήθη την μηλωτήν και απήλθεν εις το προσκύνημα.
Μόλις οι πιστοί
είχον συναχθεί και ήρχισαν τας συνήθεις επί της ψιάθου γονυκλισίας, προτού
ακόμη τις εκ των δερβισών να φθάσει εις βαθμόν ενθουσιώδους παροξυσμού, ώστε να
εκβάλλει αφρούς εκ του στόματος, νεαρός Τούρκος εισήλθεν ορμητικός και τόσον
έξαλλος εφαίνετο, ώστε ελησμόνησε να αφήσει τα σάνδαλα παρά τον ουδόν της θύρας και εισήλθεν υποδεδεμένος
εις το τέμενος. Οι πιστοί ανέκυψαν έκπληκτοι και οι ενθερμότερον δεόμενοι
απεσπάσθησαν εκ της ευσεβούς εκείνης προσηλώσεως.
-Τι είναι;
ηκούσθη ψιθυρισμός.
-Κλέφτες!
Κλέφτες έρχονται! έκραξεν ο άρτι εισελθών.
-Κλέφτες!
επανέλαβον διάφοροι φωναί.
Η έκπληξις
ολόκληρος δεν είχεν εκφρασθεί ακόμη. Ακτίς φωτός δεν είχεν εισδύσει εις τας
διανοίας ταύτας, ώστε να κατανοήσωσι πώς ήτο δυνατόν να έλθωσι κλέφτες εις
την πόλιν. Και συγχρόνως εισήλθεν ανήρ φορών λερήν φουστανέλαν,
κρατών γυμνόν ξίφος εις την δεξιάν, μελαψός την χροιάν, πελώριος το ανάστημα,
έχων μακράν κόμην περί τους ώμους. Κατόπιν αυτού εφάνη δεύτερος και τρίτος
κλέφτης.
Οι
μουσουλμάνοι έρρηξαν λυσσώδεις κραυγάς φρίκης και
μίσους. Η αγανάκτησις διά την βεβήλωσιν, η ιδέα πώς ήτο δυνατόν να έλθει
άπιστος να βεβηλώσει τον ιερόν χώρον, έπνιγε παν άλλο αίσθημα.
-Έξω! έξω! έξω
απ’ εδώ! ηκούσθησαν ωρυόμεναι συμμιγείς κραυγαί.
Αλλ’ ο υψηλός
φουστανελοφόρος πάλλων το ξίφος εν τη δεξιά και απείργων τους αόπλους
μουσουλμάνους, όσοι επρόλαβον ν’ ανορθωθώσιν, ήλθε κατ’ ευθείαν προς τον Χασάν
εφένδην και τω είπε:
-Συ είσαι ο
κατής της Άρτης;
-Εγώ,
απήντησεν εμβρόντητος ο Χασάν.
-Σηκώσου,
πάμε, τω είπεν ο κλέφτης.
Και τον έσυρε
διά της βίας. Οι δύο σύντροφοί του προσελθόντες τον εβοήθησαν.
Εις ολίγας
στιγμάς το σύμπλεγμα είχε διασκελίσει τον ουδόν. Ο πρώτος κλέφτης προεπορεύετο
σύρων και τον κατήν και οι δύο σύντροφοί του ηκολούθουν οπισθοβατούντες,
αμυνόμενοι διά των ξιφών κατά των μουσουλμάνων, όσοι όρμησαν να επιτεθώσιν
άοπλοι.
Ότε εξήλθον
εις τον περίβολον, όστις απετέλει πολυάνδριον πλήρες τάφων και μνημείων,
περιβαλλομένων υπό τινων κυπαρίσσων, ανεζήτουν τινές λίθους να επιτεθώσιν.
Άλλοι, όσοι κατώκουν εγγύς του τζαμίου, έσπευσαν εις τας οικίας των να λάβωσιν
όπλα. Αλλ’ οι τρεις κλέφται είχον πολύ ανοικτόν το βήμα. Ότε απεμακρύνθησαν
ολίγον και εξήλθον εκ της πόλεως, οι δύο σύντροφοι εσχημάτισαν διά των χειρών
φορείον και έβαλαν τον Χασάν να καθίσει επ’ αυτού, ο δε πρώτος κλέφτης εβάδιζεν
ατάραχος. Αλλά τότε επήλθε κατ’ αυτών πολυάριθμον άθροισμα ενόπλων Τούρκων.
Συγχρόνως δε ηκούσθη κραυγή:
-Χτυπάτε μονόματοι!
Τω όντι ο
Χρήστος Μηλιόνης (διότι εκείνος ήτο ο αρχηγός της εισβολής) δεν συνήθιζε να
κάμνει ατελή σχέδια. Εμίσει την βραδείαν μεταμέλειαν και διά τούτο επροτίμα να
προνοεί καλώς τα ενδεχόμενα. Προτού ν’ αποφασίσει το τολμηρόν τούτο διάβημα,
είχε φροντίσει να οπλίσει χριστιανούς τινας επικούρους εκ της Ακαρνανίας, εξ
εκείνων των γνωστών υπό το όνομα οι μονόματοι, οίτινες δεν ήσαν κυρίως
αρματολοί, αλλά ειρηνικοί αγρόται, δεν απηξίουν όμως να ζώνονται ενίοτε την
σπάθην, οσάκις είχον αφορμήν να βαρυνθώσι το μονότονον έργον των. Ούτοι οι
ανδρείοι ενήδρευον έξωθεν της πόλεως περιμένοντες τους συντρόφους. Ούτοι οι μονόματοι απήντησαν
εις την καταδίωξιν των Τούρκων διά ραγδαίου και ανδρικού πυρός.
-Χτυπάτε μονόματοι!
έκραξεν ο Χρήστος Μηλιόνης.
Και ηκούετο το
καρυοφύλλι βροντών και ο Μηλιόνης εγέμιζε με την μίαν χείρα και εκένου με την
άλλην και οι μονόματοι ημιλλώντο να φθάσωσιν εις την ταχύτητα τον
απαράμιλλον τούτον μαχητήν. Όσον διά την ακρίβειαν του σκοπού, ουδείς ηδύνατο
ν’ ανταγωνισθεί προς αυτούς τους ατρομήτους, οίτινες επαξίως επωνομάσθησανμονόματοι.
Όσον κρατερά
και αν ήτο η καταδίωξις των Τούρκων, ο ήλιος είχε δύσει, η νυξ έπιπτε, το ρεύμα
και ο κρημνός εβοήθει τους αποχωρούντας, και οι μονόματοι ευκόλως δεν
κατεβάλλοντο. Πάσα βολή μονομάτου εμετρείτο με μίαν κεφαλήν Τούρκου
πίπτουσαν. Σπανίως ηκούσθη ν’ αστοχήσωσι του σκοπού οι γενναίοι ούτοι ορεινοί.
Μετ’ ολίγον οι
διώκται ετράπησαν εις άτακτον φυγήν αποβαλόντες νεκρούς περί τους δέκα. Εκ του
κλεφτικού δύο ή τρεις έπεσον.
Ο Μηλιόνης
είχεν υπολογίσει ορθώς. Ένα Ακαρνάνα τον εστάθμιζε με τρεις Τούρκους και
ήμισυν. Εκ των αποτελεσμάτων λαμπρώς ανεδείχθη και πάλιν η δεδοκιμασμένη
εμπειρία του αρχηγού.
Ε. Παράδοξος
τρόμος είχε διαδοθεί τας ημέρας εκείνας εις τας τουρκικάς κοινότητας της Άρτης
και των εγγύς μερών, ότε εγνώσθη ότι πλην του κατή της Άρτης, ον τόσον
παραβόλως είχεν
αρπάσει ο φοβερός κλέφτης της Ακαρνανίας εξ αυτού του τζαμίου, όπου τον εύρε
προσευχόμενον, δύο άλλοι Τούρκοι εκ πλησιοχώρου κώμης απήχθησαν αυθημερόν
αιχμάλωτοι. Οι εκτελέσαντες το δεύτερον τούτο ανδραγάθημα ήσαν οι αυτάδελφοι
Μήτρος και Λάμπρος Τσεκούρας, σύντροφοι του Μηλιόνη αμφότεροι.
Το
περιεργότερον είναι ότι, ως απεδείχθη ύστερον, τους δύο τούτους αγάδες, κατά
λάθος τους απήγαγον οι ρηθέντες κλέφται. Εκείνοι ους είχον σκοπόν να συλλάβωσιν
ήσαν άλλοι, ο Χαλήλ, ο άρπαξ της Βάσως, και ο σύντροφός του Εμίν, όστις τον
είχε βοηθήσει εις την αρπαγήν. Αλλά τα γενόμενα δεν απογίνονται. Είτε κατά
λάθος τους ηχμαλώτισαν, είτε απήγαγον αυτούς μη ευρόντες τους ζητουμένους, το
αληθές ήτο ότι και άλλοι δύο Τούρκοι πλην του κατή ήσαν αιχμάλωτοι εις τα όρη
της Ακαρνανίας.
Έν πράγμα
ελύπησε τον Χρήστον Μηλιόνην, ότι οι δύο Τσεκουραίοι, οι άριστοι εκείνοι
σύντροφοι, δεν κατόρθωσαν να του φέρωσιν αυτόν τον Χαλήλ εις τας χείρας του.
Αλλά τι να πράξει; Αυτός επροτίμησε να μεταβεί εις Άρταν και ν’ αρπάσει τον
κατήν, ως δυσκολότερον το πράγμα. Δεν ηδύνατο να προΐδει ότι οι δύο αδελφοί
Τσεκουραίοι δεν έμελλον να εύρωσι τον Χαλήλ εις την έπαυλίν του. Αλλά περί
τούτου εσκόπει τάχιστα να οργανίσει εκστρατείαν.
Ο ατυχής Νίκος
δεν ετόλμα να κλαύσει ενώπιόν του. Διότι ευρίσκετο εις το στρατόπεδον του κλέφτου
από της ημέρας εκείνης, καθ’ ην εξεδόθη η απόφασις του κατή, μεθ’ ην ο Νίκος
έκραξεν εις τον απορφανισθέντα πενθερόν του «Θάρρος!» και έλαβε την οδόν του
όρους, όπως μεταβεί και κομίσει το άγγελμα εις τον κλέφτην. Ο Μηλιόνης, ότε
έμαθε το ατύχημα της αναδεκτής του, ουδέν είπεν, αλλά το βλέμμα του εξετόξευσε
κεραυνόν οργής. Πέντε μόλις παρήλθον ημέραι, και ο δεξιός ερμηνευτής
του Κορανίου ευρίσκετο εις την εξουσίαν αυτού.
Ο κατής δεν
ανησύχει πολύ, διότι δεν τον εκακοποίουν. Ήλπιζεν ότι ηδύνατο να σώσει την ζωήν
του αντί λύτρων. Αλλά περί τούτου δεν είχεν αποφασίσει ακόμη ο Χρήστος.
Όσον διά τον
Κώσταν, ούτος είχεν ελευθερωθεί από της φυλακής τη αυθορμήτω επινεύσει του
κατή, την επαύριον ευθύς της καθείρξεως. Ο Μηλιόνης τω είχε παραγγείλει λάθρα
να φύγει νύκτωρ εκ του χωρίου και να πορευθεί πανοικεί μακράν
οδόν, είς τινα κολίγαν του να καταφύγει, διότι αυτός είχεν απόφασιν
να τιμωρήσει σκληρώς τον κατήν. Ηδύνατο ο Κώστας, καίπερ ηδικημένος, να
κινδυνεύσει και αύθις εκ μέρους των Τούρκων, και διά τούτο υπήκουσεν.
Η δε Βάσω, η
δύστηνος, τι είχεν απογίνει; Ατυχής Νίκος, να την έφθανον οι στεναγμοί του
άραγε; Οσάκις ήκουε το όνομά της, έφερε τον βραχίονα εις το μέτωπον και έκρυπτε
την μορφήν υπό την μακράν χειρίδα. Ιδών ο Μηλιόνης την συνήθειάν του ταύτην,
έπαυσε να τω ομιλεί περί της μνηστής του. Ο Νίκος, αν και δεν εφαίνετο
εξησκημένος εις τα όπλα, μίαν χάριν εζήτησε παρά του Μηλιόνη, ήτοι, αν
αποφασίσει τον θάνατον του κατή, να τω επιτρέψει να τον φονεύσει αυτός. Ο
κλέφτης εμειδίασε.
ΣΤ. Βεβαίως φύσει
εραστής του καλού πρέπει να ήτο ο πλούσιος γαιοκτήμων Χαλήλ εφένδης, όστις είχεν
οικοδομήσει την φωλεάν του επί γραφικοτάτης κοιλάδος, περιβαλλομένης πανταχόθεν
υπό φυτειών, θάμνων και αναδενδράδων. Και πολύ δύσκολος πρέπει να ήτο η νέα
Βάσω, αν δεν ήτο ευχαριστημένη εκ της ευαρέστου ταύτης κατοικίας. Ο μάλιστα
αμερόληπτος των διαιτητών, ο ειλικρινέστατος των ανθρώπων, αν προσεκαλείτο να
συγκρίνει την πενιχράν οικίαν του πατρός της με την ανθηράν ταύτην έπαυλιν,
αυθορμήτως σχεδόν έμελλε ν’ αποφανθεί ότι η Βάσω ήτο πολύ ευτυχής αλλάξασα
κατοικίαν.
Η έπαυλις
απείχε περί τα δισχίλια βήματα από της εγγυτέρας κώμης. Περιεβάλλετο δε υπό
ελαιώνων και αμπέλων χιλιάδων πλέθρων την έκτασιν, ων το τρίτον σχεδόν ανήκεν
εις τον Χαλήλ.
Αλλά πτωχαί
τινες νεάνιδες ήσαν πάλαι ποτέ, ως φαίνεται, δύσκολοι και ποτέ δεν
ευχαριστούντο. Η Βασίλω έκτην ήδη ημέραν έκλαιεν αδιακόπως ενθυμουμένη τους
γονείς της.
Εις μάτην η
μαύρη Φατμά, η οικονόμος του χαρεμίου, τη απέτεινε θωπευτικότατα τον λόγον. Εις
μάτην τη εδείκνυε τα κάλλη της φύσεως και τη προσέφερεν άνθη να οσφρανθεί. Επί
ώρας ολοκλήρους συμπεριπάτουν εις τον υπό δικτυωτού περιβαλλόμενον μέγαν κήπον.
Η Βάσω σπανίως απήντα εις τας αφθόνους παρακελεύσεις της εβενόχρου γυναικός.
-Κοίταξε τι
ωραία γαρούφαλα, Βάσω, κοίταξε και τα τριαντάφυλλα κοντεύουν ν’ ανθήσουν. Ιδέ
γάστρες, βασιλικό, δεντρολίβανα, μενεξέδες. Όλα αυτά ιδικά σου, κόρη μου. Θα
γένεις μεγάλη χανούμη, παιδί μου. Κανείς δεν θα έχει το ριζικό σου. Όλες θα σε
φθονούν. Θα είσαι η σεβιλμέ, η
πλέον αγαπημένη του εφένδη. Θα έχεις όλα τα αγαθά εις τους πόδας σου. Κλαίεις
πάλι;
Τω όντι η νέα
είχε κρύψει το πρόσωπον εις τας χείρας ακούουσα ταύτα.
Η Μαύρη της
έλαβε την χείρα και ανεσήκωσεν αυτής την κεφαλήν.
-Είναι
παράξενο να έχεις όρεξη να κλαίεις, παιδί μου. Και τι σου κάμαμε; Ποιος σ’
εμάλωσε; Μη δεν είσαι η πλέον καλότυχη και η γκιουζέλ μπας του
χαρεμίου;
Αντίρροπον
αίσθημα λύπης, η άμπωτις αύτη της οργής, της πλημμυρούσης τας θλιβομένας
καρδίας, είχεν αποξηράνει τα δάκρυα εις τους οφθαλμούς της νέας, ως ν’
απερροφήθησαν υπό της καιούσης τας παρειάς της φλογός.
-Και όλοι σε
αγαπούν εδώ, Βάσω, όλοι σε ζηλεύουν. Και θα είσαι ευτυχής, θα ζήσεις υπερήφανα
ως Σουλτάνα εις το σαράγι τούτο, Βασίλω. Και τι σου λείπει; Να, κοίταξε από το
καφάσι να ιδείς… όλα τα βλέπεις έξω, και τίποτε δεν σε βλέπει, πάρεξ ο ουρανός.
Διατί στενοχωρείσαι; Μήπως τάχα θαρρείς, για να σου πω… (και η Μαύρη
προσελθούσα εγγύτερον, εταπείνωσε τον τόνον της φωνής) μήπως θαρρείς ότι οι
χανούμισσες δεν έχουν την άδεια να βλέπουν και τους άνδρες; Διατί τάχα είναι τα
καφάσια; Διά να κρύφτουν την χανούμισσα από τα μάτια των ανδρών, αλλ’ οι άνδρες
δεν ημπορούν να κρυφτούν από τα μάτια της χανούμης. Οι χανούμισσες είναι σαν τα
λούλουδα, οπού ανθούν μέσα εις τες γάστρες, σαν τα πουλιά που κελαδούν μες στα
κλουβιά, σαν τ’ αστέρια που φέγγουν εκεί επάνω. Η κάθε μια χανούμισσα είναι
ευτυχεστέρα από χίλιες χριστιανές, οπού ανακατώνονται με τους άνδρες και χάνουν
την δρόσον τους, κι οπού κάμνουν όλες τες δουλειές και υποφέρουν όλα τα βάσανα
των ανδρών.
Η νέα έβλεπεν
αλλαχόσε και δεν ήκουε πλέον τα λεγόμενα υπό της Μαύρης∙ την στιγμήν εκείνην
ηκούσθη κρότος άνωθεν του δικτυωτού, εκ του μέρους του χαρεμίου. Η Φατμά, ήτις
ήτο έμπειρος των πραγμάτων, ένευσε προς την νέαν. Αύτη ουδέν ενόησε.
-Δεν κατάλαβες
τι τρέχει; τη είπεν η γυνή αύτη. Άκουσες απάνω στο καφάσι; Είναι μία από τας
γυναίκας του εφένδη, η Σουλμινιέ. Σ’ενόησε πως ευρίσκεσαι εις τον κήπον και
ήλθε να σε περιεργασθεί. Δεν ξέρεις πόσον σε ζηλεύουν! Πολύ καλά έκαμεν ο
εφένδης να σε βάλει χωριστά να κατοικήσεις. Ημπορούσαν να σε φαρμακώσουν.
Η νεάνις
εφρικίασεν. Η προς την ζωήν έμφυτος ορμή διηγέρθη εν αυτή.
-Να με
φαρμακώσουν; είπε∙ τι κακό τες έκαμα;
-Δεν εξετάζουν
εκείνες τι τες έκαμες, βλέπουν οπού σε αγαπά πλειότερον ο εφένδης.
Η νεάνις έκυψε
και ήρχισε πάλιν να κλαίει. Πάλιν το κύμα της οργής την απέπνιγε και δεν
ηδύνατο να λαλήσει. Ησθάνετο παράδοξον και φρικώδη αποστροφήν ότε ήκουε την
λέξιν ταύτην, ότι ο Χαλήλ την ηγάπα. Άλλην ερμηνείαν παρά τα δάκρυα δεν εύρισκε
του αισθήματος τούτου.
Εν τούτοις
βήματα ηκούσθησαν την στιγμήν ταύτην και μετ’ ολίγον ενεφανίσθη ο Χαλήλ
προσερχόμενος. Η Φατμά ηγέρθη και ως εφαίνετο ηρώτα διά του βλέμματος αν όφειλε
ν’ αποχωρήσει. Αλλ’ ο Χαλήλ τη ένευσε να μείνει.
Προσελθών δε
εις την νέαν ήρχισε να την φιλοφρονείται, ερωτών αυτήν περί της υγιείας της.
Αύτη ουδέν απήντα.
-Ήθελα να σ’
είπω κάτι άλλο, τη είπεν ο αγάς.
-Τι άλλο;
-Έπρεπε να
μείνομεν μίαν στιγμήν μόνοι.
Τότε η νέα,
ήτις δεν είχε σεισθεί από της θέσεώς της, ιδούσα ορθίαν την Μαύρην τη είπε:
-Μείνε, Φατμά,
μην πας πουθενά.
Και προσέθηκε
προς τον αγάν στραφείσα:
-Είπαμεν, η
Φατμά θα είναι πάντοτε μαζί μου.
Ο αγάς έφερε
την χείρα επί του στήθους και είπε:
-Ας γένει το
θέλημά σου, κουζούμ,
αλλ’ ήθελα να σου πω κάτι…
-Ημπορείς να
μου το πεις να είναι κι η Φατμά εδώ.
-Είναι πολύ
καλό… και πολύ κακό διά σένα.
-Πολύ καλό και
κακό…
-Είναι διά
τους γονείς σου…
-Διά τους
γονείς μου; είπε τρέμουσα η κόρη. Δεν μου το λέγεις; Τι σε πειράζει η Φατμά αν
είν’ εδώ;
-Ας είναι,
είπεν ο αγάς, αφού το θέλεις. Σ’ είπα ότι οι γονείς σου έφυγαν απ’ το σπίτι
τους.
-Μου είπες.
-Και δεν
ήξευρε κανείς πού βρίσκονται.
-Μου είπες.
-Τώρα όμως το
ξεύρουν. Η εξουσία ηύρε το καταφύγι τους.
Η νέα ενέτεινε
την προσοχήν.
-Και οι αγάδες
ζητούν εκδίκησιν.
-Εκδίκησιν!
επανέλαβε μετ’ αγανακτήσεως η νεάνις.
-Εκδίκησιν διά
τον κατήν, οπού τον άρπαξεν ο κλέφτης από το τζαμί.
-Και τι
φταίγουν οι γονείς μου;
-Ο κλέφτης
αυτός δεν είναι νονός σου;
-Ποιος σου το
είπε;
-Το έμαθα.
Η νέα έκαμε
νεύμα ενδοιασμού.
-Ε, και αν
είναι νονός μου; εψέλλισε.
-Δεν λέγω εγώ
ότι φταίγει ο πατέρας σου τίποτε. Οι αγάδες φωνάζουν ότι ο Μηλιόνης το έκαμε
διά να ικανοποιήσει σέ, και ότι ο πατέρας σου ήτον συνεννοημένος.
Η νέα εσκέφθη
επί στιγμήν και είπε μετ’ αρκούσης ευστοχίας:
-Δυνατόν να το
έκαμεν ο … νονός μου διά να ικανοποιήσει εμέ… αλλά τούτο δεν θα πει ότι ο
πατέρας μου ήτον συνεννοημένος.
-Διατί λοιπόν
έφυγεν από το χωριό; αντέλεξεν ο αγάς.
-Και πάλιν δεν
φαίνεται και από τούτο ότι ήτον συνεννοημένος. Διότι ίσως εφοβήθη κι έφυγε.
-Τι να
φοβηθεί;
-Τι να
φοβηθεί! επανέλαβε μετ’ αηδίας η νέα∙ και η λέξις αύτη εξέφραζεν όλην την οργήν
και την αποστροφήν της προς τον αγάν. Τω όντι δεν είχε να φοβηθεί τίποτε,
προσέθηκεν ειρωνικώς.
-Βέβαια, είπεν
ο Χαλήλ, κατά γράμμα ερμηνεύων, ώστε δεν είχε λόγους να φύγει.
Η νέα
εσιώπησε.
-Δι’ αυτό οι
αγάδες λέγουν ότι είχεν είδησιν από τον Μηλιόνην, επανέλαβεν ο αγάς.
-Τέλος, και αν
είχεν είδησιν, ανέκραξεν η νεάνις, ήτον εις το δίκαιόν του.
-Διατί;
-Δεν μου είπες
ότι ο κατής αυτός είχε δικαιώσει την διαγωγήν σου;
-Ναι.
-Τότε καλά τον
έκαμε κι ο νονός μου, είπε τολμηρώς η νέα. Και ο πατέρας μου, αν ήτο
συνεννοημένος, καλά έκαμε.
Ο αγάς
περιήλθε και αυτός εις αμηχανίαν και δεν ήξευρε τι ν’ απαντήσει. Εν τούτοις
έλαβε θάρρος κι ήρχισε ν’ απολογείται διά μακρών. Αυτός δεν έπταιεν ότι την
απήγαγεν, αλλ’ ο πατήρ της, όστις δεν ήθελε να τω τη δώσει. Αυτός δεν επεθύμει
το κακόν της, δεν ήθελε να την βλάψει. Και αν με τον καιρόν δεν την έπειθε να
γίνει σύζυγός του, είχε σκοπόν να την απολύσει, οικειοθελώς.
-Διατί όχι
τώρα; είπεν η κόρη.
-Ελπίζω, γιαβρούμ,
απήντησεν ο αγάς. Εάν η ελπίδα μου ευρεθεί απατημένη, τότε θα σ’ αφήσω.
-Και τι σου
φταίγει ο πατέρας μου και τον κατατρέχεις; Δεν φτάνουν όλα τα άλλα;
-Εγώ δεν
κατατρέχω, μικρή μου, τον πατέρα σου. Εγώ κακόν δεν του θέλω. Διά καλόν σου το
είπα. Φταίγουν οι αγάδες, οπού τον κατηγορούν ως συνένοχον των κλεφτών, οπού
άρπαξαν τον κατήν. Φταίγεις εσύ, αν επήρε σκλάβον τον κατήν ο νονός σου; Άλλο
τόσο φταίγω κι εγώ, αν κατατρέχουν οι αγάδες τον πατέρα σου. Όπως κι αν είναι,
ημπορείς εσύ να του κάμεις καλόν, διότι κινδυνεύει.
-Και πώς
ημπορώ; είπε τρέμουσα η νέα.
-Να με δεχθείς
δι’ άνδρα σου, είπεν αυθαδώς ο αγάς.
Η νέα ήθελε να
είπει ποτέ! αλλ’ ο φόβος της έκλεισε το στόμα.
-Έχεις καιρόν
να συλλογισθείς, επανέλαβεν ο Χαλήλ. Θα πασχίσω κι εγώ να εμποδίσω τους αγάδες
να μη τον εγκαλέσουν.
Η νέα
εταπείνωσε την κεφαλήν. Ο αγάς απήλθεν αφήσας αυτήν άκρως αδημονούσαν.
Ήρχισε να
εννοεί την θέσιν της και να πείθηται ότι δεν είχεν όπλα να ανθίσταται κατά του
αγά. Ο ήλιος έκλινε προς την δύσιν και η νέα απεσύρθη μετά της Φατμάς εις τον
θάλαμον.
Το σκότος
καταπίπτον επί την γην, τη εκόμιζε πάντοτε βαθείς και μυστηριώδεις φόβους. Αλλ’
ο καλύπτων την ψυχήν αυτής ζόφος διεσχίζετο ενίοτε υπό αστραπιαίων ελπίδων. Αν
ο νονός της, αν ο μέγας αυτός κλέφτης, ου το όνομα εφοβούντο οι Τούρκοι, ήρχετο
με το ασκέρι του να διαρρήξει τας θύρας της βδελυράς εκείνης ειρκτής και να την
ελευθερώσει!…
Ζ. Τας ημέρας
εκείνας ο Χρήστος Μηλιόνης, πρώτος αρματολός της Ακαρνανίας, έπεμψε κρύφα
χωρικόν διαγγελέα προς τον Χαλήλ αγάν.
Ο διαγγελέας
ούτος ήτο κομιστής γραφής, ην είχε παραγγείλει να γράψωσιν ο Μηλιόνης. Η γραφή
έλεγε περίπου:
«Χαλήλ Αγά, σε
χαιρετώ. Ηξεύρεις ότι η νέα οπού επήρες εις το σαράγι σου, είναι βαφτιστική
μου. Η κόρη αυτή ήτον αρραβωνιασμένη και έκαμες πολύ κακά να την αρπάξεις. Αλλ’
αν εσύ έκαμες κακά, ο κατής της Άρτας έκαμε χειρότερα, να σε βγάλει αθώον εις
αυτήν την περίστασιν. Απ’ όλους καλύτερα έκαμα εγώ, οπού υπήγα την Παρασκευήν
με δύο παλληκάρια μου και με καμπόσους μονόματους και άρπαξα τον κατήν από μέσα
απ’ το τζαμί της Άρτας. Είχα διάθεσιν να κάμω και εις εσέ το ίδιον, αλλ’ οι σύντροφοί
μου δεν το κατάφεραν. Δεν πειράζει. Τώρα αν θέλω, ημπορώ να σε κάμω στάχτη μέσα
στο σπίτι σου, σου το λέγω ακάκιωτα. Δεν το κάμνω, διατί θέλω να μου δώσεις
οπίσω την βαφτιστικήν μου και να σου δώσω κι εγώ οπίσω τον κατήν της Άρτας.
Χέρι με χέρι. Γράψε μου γραφήν με τον ίδιον άνθρωπον να ξεύρω. Ταύτα και μένω. Χρήστος
Μηλιόνης».
Την φοράν
ταύτην χειρότερον του κατή της Άρτης έπραξεν ο Χαλήλ αγάς, όστις χωρίς μηδέ ν’
ανακοινώσει προς την ενδιαφερομένην νέαν την γραφήν ταύτην του κλέφτου, έπιασε
και αυτός κι έγραψε γραφήν ιδιοτελεστάτην και επισφαλεστάτην, ούτως έχουσαν:
«Χρήστο
Μηλιόνη, σε χαιρετώ. Έλαβα το γράμμα σου και είδα να μου γράφεις να σου δώσω
οπίσω την βαφτιστικήν σου, διά να μου δώσεις τον κατήν της Άρτας. Δεν ηξεύρω αν
η βαφτιστική σου σού είναι χρήσιμη, αλλ’ ο κατής της Άρτας δεν μου χρειάζεται
εμένα. Και την βαφτιστικήν σου δεν ημπορώ να σου την δώσω, διότι με θέλει ως
άνδρα της και είναι γυναίκα μου και ο ιμάμης ευλόγησε τους γάμους μας. Αν δεν
ήθελε να γίνει γυναίκα μου, θα σου την έδινα. Αλλ’ αυτή ηθέλησε μοναχή της.
Όσον διά να κάψεις το σπίτι μου, καθώς με φοβερίζεις, φεύγω από σήμερα από την
εξοχήν, και κλείομαι εις την πόλιν της Άρτας και αν θέλεις, εκεί έλα. Δεν θα
εύρεις άλλον κατήν διά να τον πάρεις σκλάβον. Ταύτα και μένω. Χαλήλ αγάς».
Τώρα εάν ο
Χρήστος Μηλιόνης έδιδεν ευθύς διαταγήν να θανατώσωσι τον κατήν και τους δύο
αγάδες (οι δεύτεροι όμως δεν ευρίσκοντο εις την εξουσίαν του, διότι οι
Τσεκουραίοι εστρατοπέδευον αλλαχού τας ημέρας εκείνας), βεβαίως δεν θα ήτο ένοχος.
Και όμως δεν έπραξε τούτο. Εις το γράμμα του αγά, δι’ ου ανήγγελλεν ούτος
πομπωδώς ότι η νέα είχε γίνει εκούσα σύζυγός του, ο έμπειρος κλέφτης ωσφράνθη
το ψεύδος. Εάν έγραφεν ειλικρινώς ότι εκβιασθείσα κατέστη η κόρη σύζυγος του
Τούρκου, τότε θα τον επίστευεν ο Χρήστος. Αλλά το στομφώδες της επιστολής
ταύτης τον κατέστησε φιλύποπτον.
Ο Χρήστος
έβαλε κατασκόπους ίνα δυνηθώσι ν’ ανακαλύψωσί τι. Αλλ’ ουδεμίαν ασφαλή είδησιν
τω εκόμισαν και ούτοι.
Ο Μηλιόνης
είχεν ευκρινή συνείδησιν της θέσεώς του απέναντι των Τούρκων. Προέβλεπεν ότι
έμελλε να κηρυχθεί αντάρτης παρά της εξουσίας. Διότι μέχρι του χρόνου εκείνου ο
Χρήστος ήτο υπόσπονδος και ενομίζετο σύμμαχος και υποτελής της Πύλης. Η
παρασπονδία προήλθεν εκ μέρους των Τούρκων. Η αρπαγή της κόρης εκείνης και η
παράδοξος απόφασις του κατή απετέλουν την παρασπονδίαν, καθ’ ην έννοιαν είχεν ο
κλέφτης περί του πράγματος. Δεν ηδύνατο πολεμιστής αυτός να υπομείνει τοιαύτην
ύβριν γενομένην προς την αναδεκτήν του. Όφειλε να τιμωρήσει το έγκλημα τούτο,
αν και μετά την τιμωρίαν, τα πράγματα δυσκόλως ηδύναντο να επανέλθωσιν εις το
πρότερον καθεστώς.
Διότι ο
Χρήστος είχε βεβηλώσει το τζαμίον του Ταχήρ, τόπον άβατον και απάτητον εις τους
απίστους, τόπον υπέρ παν άλλο μωαμεθανικόν τέμενος ιερόν και άσυλον, έχοντα ως
ιδιαίτερον προνόμιον την ιδιότητα ταύτην. Και ομολογουμένως ο κλέφτης, ότε
είχεν αποφασίσει να εισβάλει βιαίως εις το τζαμίον, διά ν’ αρπάσει τον κατήν,
όφειλε ν’ αναλογισθεί ταύτα πάντα. Διά τούτο δεν παρεπονείτο σήμερον, αν
εκινδύνευεν.
Εγίγνωσκε δε
καλώς ότι και αν απέδιδε τους αιχμαλώτους, όπερ μόνον αντί της απολυτρώσεως της
αναδεκτής του ηδύνατο να πράξει, πάλιν δεν εξησφαλίζετο απέναντι της Τουρκικής
εξουσίας. Αλλ’ όμως επεθύμει διακαώς ν’ αποδοθεί η απαχθείσα κόρη εις τους
γονείς της, ν’ απολύσει και αυτός τους τρεις Τούρκους και τότε ευχαριστημένος
θα ήτο αν απεκηρύττετο. Διότι έμελλε να έχει το θάρρος του καθήκοντος και την
ανάπαυσιν του συνειδότος. Αλλ’ η επιστολή εκείνη του Χαλήλ ήτο άλλη
απροσδόκητος αναβολή της λύσεως.
Εν τω μεταξύ
έμαθεν ότι οι αγάδες της Άρτης και των περιχώρων παρεσκεύαζον στρατείαν κατ’
αυτού. Περιεμένετο δε η αποκήρυξις να έλθει εκ Κωνσταντινουπόλεως, αλλ’ επειδή
ηδύνατο να παρέλθει μην, οι φανατικότεροι επέμεναν να προλάβωσι την αποκήρυξιν
ταύτην, βεβαίαν άλλως νομιζομένην. Προσέτι έλαβε και αλλαχόθεν επιβεβαίωσιν της
ειδήσεως ότι συνήνεσεν η αναδεκτή του να καταστεί του Τούρκου σύζυγος.
Μετά δύο ή
τρεις ημέρας μανθάνει ότι η εκστρατεία, εξ Άρτης ορμωμένη, είχεν ήδη εκκινήσει
κατ’ αυτού.
Τότε ο κλέφτης
επήρε την απόφασίν του, και διέταξε να θανατώσωσι τον κατήν και τους δύο
αγάδες.
Η. -Μάννα μου, μη
με καταράσαι! Μάννα μου με ηπάτησε! Μάννα μου, το έκαμα διά να σας γλιτώσω!
Τας λέξεις
ταύτας μόνας εύρισκεν η Βασίλω, πίπτουσα εις τον τράχηλον της μητρός της και
χύνουσα πύρινα δάκρυα. Διότι η Μελάχρω είχε κατορθώσει κατ’ απαίτησιν της
θυγατρός της να εισαχθεί εις το σαράγι του Χαλήλ εφένδη, μετοικήσαντος από
πολλών ημερών εις Άρταν. Ολίγαι λέξεις παρά της Βάσως, αν ηδύνατο να ομιλήσει,
ήρκουν να εξηγήσουν πώς είχον τα πράγματα.
Ο Χαλήλ αγάς,
όσον θρασέως και αν έγραψε την επιστολήν εκείνην εις απάντησιν της γραφής του
Μηλιόνη, δεν εψεύδετο όμως καθ’ όλα. Διά των καθημερινών απειλών περί της τύχης
των γονέων της, διά της αγνοίας εν η διετέλει αύτη, υπό τον πέπλον όστις
εκάλυπτε τους οφθαλμούς της, κατόρθωσε να εκβιάσει την ορφανήν (διότι τω όντι
ήτο αύτη πάσης ορφανίας ελεεινοτέρα) να συναινέσει όπως τον νυμφευθεί. Αι
εξηγήσεις δε αύται μεταξύ μητρός και θυγατρός αμηχανοτέραν καθίστων την θέσιν εκατέρας.
Και η μεν Μελάχρω ευκόλως εσυγχώρει ως πάσα μήτηρ, τα δάκρυα δε άτινα
κατεφέροντο επί τας ακμαίας εισέτι παρειάς της μήπω τεσσαρακονταετούς ταύτης
γυναικός, ήσαν δρόσος και αγίασμα. Αλλ’ έφριττεν αναλογιζομένη την τρικυμίαν,
ην θα εξήγειρεν εις τα πατρικά σπλάγχνα η είδησις αύτη.
Ο Κώστας ήτο
είς των ειλικρινεστέρων Ηπειρωτών και των φανατικοτέρων χριστιανών, οίτινες
εμίσησάν ποτε την τουρκικήν δυναστείαν. Η γυνή είχε καταλίπει τον σύζυγον και
τα τρία τέκνα, ουχί εις το κρυσφύγετον, εις ο είχον καταφύγει τας πρώτας
ημέρας, αλλ’ εις άλλην φιλικήν οικίαν πόρρω της Άρτης και απήλθεν εις την πόλιν
διά να μάθει περί της αγαπητής κόρης. Και τώρα πώς θα ετόλμα να επιστρέψει προς
τον εξηγριωμένον σύζυγον; Δεν ήρκει το πρώτον όνειδος επί τη αρπαγή της κόρης;
Δεν ήρκουν τα δάκρυα της λύσσης και της αγωνίας, δεν ήρκει η αδικία του κατή;
Δεν ήρκει η δευτέρα εκείνη ύβρις της καθείρξεως του ηδικημένου πατρός; Δεν
ήρκει τέλος η τελευταία επιβουλή και το μίσος των μουσουλμάνων, οίτινες εζήτουν
τον θάνατον του Κώστα, ως συνενόχου του Χρήστου Μηλιόνη; Ο ατυχής πατήρ, ουχί
εξ οικείας ικανότητος, αλλ’ εκ προνοίας Θεού, μόλις έσωσε την ζωήν του εκ της
τηλικαύτης καταφοράς, ήτις υπετράφη διά του προδοτικού εναύσματος ομοπίστου και
ομοφύλου.
Ω, καλά το
έλεγεν ο Κώστας, ότι άνευ προδοσίας χριστιανού ουδέν κακόν ηδύνατό ποτε να
γίνει εκ μέρους των αγάδων. Ο Κώστας είχε πάντοτε ιδέας σαφείς και ορισμένας,
και ο χαρακτήρ του ήτο ευθύς και αυθέκαστος.
Μόλις, μετά την εμπιστευτικήν παραγγελίαν του συντέκνου, ην ούτος είχε
διαβιβάσει προς αυτόν δι’ αγνώστου και πιστού φίλου, ου το στόμα διά ν’ ανοίξει
τις έχρηζε γιγαντιαίας ψαλιδωτής λαβίδος μετά σιδηρού μοχλού, μόλις κατέλιπεν ο
Κώστας μετά της οικογενείας του την κατάρατον του λοιπού εκείνην στέγην, ήτις
υπήρξε μάρτυς της επί τη αρπαγή της κόρης απελπισίας των γονέων, και μόλις
έφθασεν εις το φιλόξενον ορεινόν δώμα του ποιμένος Νάσκα, όστις τον υπεδέχθη με
ανοικτάς αγκάλας, και η προδοσία, ήτις εφαίνετο ότι ηκολούθει αυτόν κατά βήμα,
ουδ’ εκεί τον άφησε ν’ αναπαυθεί ήσυχος. Την τρίτην από της κατασκηνώσεως
ημέραν τα δύο νεότατα παιδία <του> έπαιζον εις τα πρόθυρα της αγροικίας,
πλήρη χαράς, διότι απηλλάχθησαν τέλος της φρικώδους ενοχλήσεως του σχολείου,
λησμονήσαντα δε μετά τρεις ημέρας την λύπην των διά την απουσίαν της Βάσως, ης
δεν ενόουν το αίτιον. Η μήτηρ, ήτις εστέναζεν αδιακόπως μετά την αρπαγήν της
αγαπητής αυτή θυγατρός, εκάθητο αντικρύ νήθουσα με
την ηλακάτην της. Την στιγμήν εκείνην άνθρωπός τις βραχύς το ανάστημα, με
πυκνήν και μακράν κόμην και μελανόν γένειον, έχων σχεδόν καλογήρου σχήμα, με
τον μακρόν μαύρον επενδύτην και την σκούφιαν ην εφόρει, επλησίασε, τυχαίως ως
εφαίνετο, εις το μέρος εκείνο.
Τα δύο παιδία
απείχον ολίγα βήματα από της αγροτικής οικοδομής, ήτις εκρύπτετο όπισθεν πυκνών
θάμνων, εντός βαθείας κοιλάδος, και ομοίαζε με ασκητήριον. Ο εξαετής Στέφος και
η οκταετής Φρόσω, αποκαμόντες, είχον διακόψει την παιδιάν των και ήρχισαν
συνομιλίαν. Ενθυμήθησαν τον διδάσκαλόν των, όστις ήτο αρκετά κωμικόν πρόσωπον,
ότε εδίδασκεν αυτούς πώς ν’ αναγινώσκωσι την Οκτώηχον, το αλφαβητάριον τούτο
της τότε διδακτικής μεθόδου.
-Θυμάσαι τα
δασκαλούδια; έλεγεν η Φρόσω.
-Θυμάσαι και
τον δάσκαλο, τσάκαλο; έλεγεν ο Στέφος.
-Και τον Αδάμ
και την Εύα;
-Θυμάσαι και
τα γυαλιά του; είπεν ο Στέφος.
-Και την
ταμπακέρα του; προσέθηκεν η Φρόσω.
-Έβηχεν
ολοένα.
-Εφτερνίζετο
πέντε ώρες την ημέρα.
-Ενύσταζεν εις
την καρέκλα του, ενώ μας έβγαζε να πούμε το μάθημα.
-Και ημείς του
εβάζαμε στάχτη απάνω στην καθέδρα.
-Και τον
εζωγραφίζαμε στον μαύρο πίνακα, ενώ εκοιμάτο.
-Και του
ερρίχναμε σκόνη μέσα στην ταμπακέρα του.
-Και πώς
ετραβούσε τον ταμπάκο, πω πω πω!
-Χα χα χα!
Η Φρόσω ήτο
πάντοτε προθυμοτέρα εις τον γέλωτα, και ο φαιδρός τόνος ανήρχετο παρ’ αυτή εις
το διπλάσιον ή παρά τω αδελφώ της. Το πλάσμα τούτο ήτο τόσον ιλαρόν, τόσον
φιλόγελων, ώστε και ο σκυθρωπότατος των ανθρώπων εις μόνην την θέαν αυτής
ησθάνετο ακατανίκητον όρεξιν να γελάσει. Και αν μεν αυτή ηγνόει τον λόγον, δι’
ον εγέλα, ουδέν θαύμα, αλλά το παράδοξον είναι ότι και τον άλλον τον γελώντα
ούτως εική επί τη θέα αυτής, αν ηρώτας διατί εγέλα, δεν θα ήξευρε τι να σοι
απαντήσει. Την στιγμήν εκείνην της παιδικής διαχύσεως ενεφανίσθη αιφνιδίως ο
απαίσιος μελανείμων εκείνος άνθρωπος, περί ου ελέγομεν ανωτέρω.
Τα δύο παιδία
δεν επτοήθησαν επί τη θέα αυτού, ησθάνθησαν μόνον περιέργειαν και ουδέν πλέον.
Η Μελάχρω ήτο
αντικρύ με την ηλακάτην της, αλλά συστάς δένδρων και πυκνός καλαμών απέκρυπτεν
εν μέρει αυτήν από της όψεως των δύο παίδων. Διά τούτο δεν είδε κατ’ αρχάς τον
άγνωστον, ότε ενεφανίσθη ούτος.
-Τι κάνετε
εδώ, παιδιά; ηρώτησεν ο παράδοξος άνθρωπος.
-Τι κάνομε;
Παίζομε, απήντησεν η Φρόσω, ήτις δεν ηδύνατο ευκόλως να εγκαταλίπει την
φαιδρότητα αυτής.
-Και τίνος
είσθε;
-Τίνος
είμεθα;… ήρχισε να λέγει ο Στέφος. Είμεθα του…
-Μην το λέγεις
τίνος είμεθα, είπεν η Φρόσω, ήτις ήτο πονηροτέρα.
-Και διατί
ερωτάς τίνος είμεθα; είπε τότε λαβών θάρρος ο Στέφος.
-Διατί δεν
φαίνεσθε σαν τσομπανόπουλα, απήντησεν ο ξένος.
-Και τι σε
μέλει δι’ αυτό; είπεν η Φρόσω.
-Διά καλόν
ερωτώ, είπεν ο άγνωστος.
-Τότε λοιπόν
τράβα τον δρόμο σου, είπεν ανδρείως ο Στέφος.
-Και μη σε
μέλει για μας, προσέθηκεν η Φρόσω.
-Δεν θέλω το
κακό σας, είπεν ο ξένος.
-Δεν μας
μέλει, απήντησεν η Φρόσω.
-Και να
κοιτάζεις τη δουλειά σου, είπεν ο Στέφος.
Η άσχημος
μορφή του ξένου εξέφρασε παράδοξον αίσθημα οργής.
Την αυτήν
στιγμήν η Μελάχρω, είτε είχεν υψώσει τυχαίως το βλέμμα από του έργου της, είτε
ήκουσε την φωνήν των παιδίων, παρετήρησε την παρουσίαν του αγνώστου. Ανωρθώθη
και επλησίασε.
-Τι τρέχει;
ηρώτησεν ανήσυχος. Διότι από ολίγων ημερών πάντα, και τα ελάχιστα, ενεποίουν
ανησυχίαν εις το ευαίσθητον της γυναικείας αυτής φύσεως.
Ο ξένος είχε
παρατηρήσει και πρότερον την παρουσίαν της γυναικός εκείνης, αλλ’ έδειξεν ότι
το πρώτον ήδη την έβλεπε.
-Περνούσα από
δω, κυρά, απήντησε, και δεν ξέρω και καλά τους δρόμους και ήθελα να ερωτήσω.
-Κι εμείς
ξένοι είμαστε, απήντησεν ειλικρινώς η σύζυγος του Κώστα και δεν ξεύρομε κι
εμείς καλύτερα τους δρόμους.
-Α, είναι
ξένοι λοπόν, διενοήθη ο άγνωστος. Ιδού φιλαλήθης γυνή. Αλλά το ήξευρα τούτο.
-Δι’ ολίγας
ημέρας θα μείνομεν εδώ, επέφερεν η Κώσταινα.
-Και τούτο
καλόν είναι να το μάθω, είπε καθ’ εαυτόν ο άγνωστος.
-Μάννα, είπε
μετά πονηρίας η Φρόσω, δεν μας ρώτησε το δρόμο.
-Εμείς του
είπαμε να τραβήξει τον δρόμον του, προσέθηκεν ο τέφος.
Η μήτηρ
περιήλθε τότε εις αμηχανίαν και δεν είχε τι να είπει. Ο ξένος, όστις ήτο
φαίνεται επιτήδειος, ενόησεν ευκόλως ότι όφειλε να δώσει πέρας εις την
συνδιάλεξιν ταύτην.
-Εγώ φταίγω,
κυρά, είπε, και θα τραβήξω τον δρόμον μου. Αδίκως σας πείραξα.
Και τω όντι
λαβών την ράβδον και την πήραν του,
άτινα είχεν αποθέσει παρά την ρίζαν δένδρου, απεχαιρέτισε την Μελάχρω και
απήλθε.
Τα δύο παιδία
εξηκολούθησαν την παιδιάν, όπου την είχον αφήσει.
Θ. Ο Καμπόσος, ή
κατ’ άλλους Καμπίσος, ούτως εκαλείτο, ήτο τρομερός άνθρωπος. Ουδείς ήξευρεν εις
τα περίχωρα ούτε την καταγωγήν του ούτε το επάγγελμά του ούτε την κατοικίαν
του. Το όνομά του μόνον είχεν ανακοινώσει εις γέροντά τινα παντοπώλην και ούτος
το είχε μεταδώσει είς τινας.
Ουδείς καθ’
όλην την μεσημβρινήν Ήπειρον είχέ ποτε τόσας σχέσεις με τους Τούρκους, όσας
αυτός. Το αίτιον και ο σκοπός των σχέσεων τούτων ηγνοείτο. Οι χριστιανοί τον
εφοβούντο και οι Τούρκοι τον ηυνόουν. Ουδέν άλλο ήτο γνωστόν εκ του βίου του.
Υπεψιθύριζόν
τινες ότι μετήρχετο το έργον του κατασκόπου και του προδότου. Αλλ’ ουδείς
ηδύνατο ν’ αποδείξει αν το πράγμα ήτο αληθές. Ορισμένη κατηγορία δεν υπήρχε.
Τον εφοβούντο μόνον, και ουδείς τω ενεπιστεύετο.
Εν γένει αι
γυναίκες και τα παιδία τον εμίσουν, διότι είχεν ήθος καλογήρου, χωρίς να είναι
κατατεταγμένος εις μονήν τινα. Αλλά διότι εφόρει μαύρα και έφερε σχήμα
μετανοίας, δεν ήτο τούτο αποχρών λόγος όπως καταφέρονται κατ’ αυτού. Αλλ’ όμως
η καταφορά ήτο υψωμένη εις το έπακρον. Είναι αληθές ότι ο άνθρωπος ούτος ήτο
κατεσκευασμένος ούτως, ώστε να εμπνέει δυσπιστίαν.
Ουδείς βλέπων
αυτόν άπαξ και ανταλλάσσων ολίγας μετ’ αυτού λέξεις ηδύνατο να είναι τόσον
ήσυχος, όσον ήτο προ της συναντήσεως. Αλλ’ όλοι όσοι ησθάνθησαν την τοιαύτην
ανησυχίαν, δεν είχον την θλιβεράν τύχην να ίδωσιν ευθύς επαληθεύον το
αδικαιολόγητον τούτο προαίσθημα, όπως συνέβη το πράγμα εις την σύζυγον του
Κώστα, ήτις μετά την αναχώρησιν του αγνώστου, αν και τα δύο τέκνα της
εξηκολούθησαν να παίζωσι, δεν εξηκολούθησε και αύτη το έργον της ησύχως.
Η εμφάνισις
του ανθρώπου εκείνου, το παράδοξον σχήμα, όπερ περιεβάλλετο, το έτι
παραδοξότερον ήθος και οι λόγοι του, η αναχώρησίς του αυτή τόσον συντόμως
επελθούσα, τη επροξένουν ανεξήγητον αίσθημα φόβου κα υποψίας.
Η δυστυχής
αύτη γυνή, ήτις είχε τόσον σκληρώς δοκιμασθεί ήδη, δεν έμελλε να περιμένει επί
μακρόν την επαλήθευσιν τω ζοφερών προαισθημάτων της. Την πρωίαν της επιούσης,
τέσσαρες Τούρκοι, αληθείς Τούρκοι, φορούντες σαρίκια και λευκάς χλαίνας,
πάνοπλοι και πλήρεις αποφάσεως, ως εφαίνοντο, εξημέρωσαν έξωθεν της φιλοξένου
ποιμενικής επαύλεως.
Πρώτος είχεν
εξέλθει εκ της οικίας ο αγαθός ποιμήν Νάσκας, όστις κατεπλάγη ιδών απροσδοκήτως
σταθμεύοντας παρά την οικίαν του τους δυσαρέστους εκείνους επισκέπτας.
-Έλα δω,
κουζούμ, τω ένευσε είς των Τούρκων.
-Τι τρέχει;
είπεν ο Νάσκας, αγωνιζόμενος να φανεί ατάραχος.
-Μη φοβήσαι,
είπεν ο αυτός Τούρκος, όστις εφαίνετο ως αρχηγός, εννοών ότι η αταραξία του
ποιμένος ήτο επίπλαστος.
-Δεν φοβούμαι
τίποτε, είπε μετ’ αγροτικής υπερηφανίας ο Νάσκας.
-Πάει καλά,
απήντησεν ο αρχηγός. Φαίνεσαι ότι είσαι καλός χωρικός και πιστός ραγιάς του
Σουλτάνου.
-Βέβαια, θέλει
ερώτημα; είπεν ο Νάσκας, όστις εβλασφήμει καθ’ εαυτόν την ώραν και την στιγμήν.
-Λοιπόν φέρε
μας εδώ τον άνθρωπον που έχεις κρυμμένον…
-Κρυμμένον;…
επανέλαβεν ο βοσκός, εγώ έχω κρυμμένον;
-Βέβαια,
απήντησεν ο Τούρκος. Εσύ δεν έχεις να πάθεις τίποτε.
-Δεν έχω
κανένα κρυμμένον, είπε καρτερικώς ο Νάσκας.
-Μη
χωρατεύεις, επανέλαβεν ο πρώτος των Τούρκων. Εμείς δεν σου θέλομε το κακό σου.
-Ούτ’ εγώ δεν
σας θέλω το κακό σας, απήντησεν αλλόφρων ο άνθρωπος.
-Τότε
ξεμπέρδευε γρήγορα και παράδωσέ μας τον Κώστα.
-Ποίον Κώστα;
ηρώτησεν ως απορών ο ποιμήν.
-Εκείνον που
άρπαξε τον κατήν της Άρτας, είπεν ο Τούρκος.
-Τον κατήν της
Άρτας! επανέλαβε μετ’ ειλικρινούς απορίας ήδη ο Νάσκας, διότι πρώτην φοράν
ήκουε να γίνεται λόγος περί τούτου.
-Βέβαια,
προχθές την Παρασκευήν, απήντησεν ο Τούρκος.
-Την
Παρασκευήν! επανέλαβεν εμβρόντητος ο Νάσκας. Και παρ ολίγον θα έλεγεν: αλλά την
Παρασκευήν ο Κώστας ήτο εις το σπίτι μου όλην την ημέραν και δεν ηδύνατο να
αρπάσει τον κατήν της Άρτας.
-Λοιπόν μην
αργοπορείς, επέφερεν ο Τούρκος.
-Αλλ’
ημπορείτε να ιδείτε ότι δεν είναι κανείς στο σπίτι μου, είπε τολμηρώς ο ποιμήν.
-Θα το
ιδούμεν, τώρα ευθύς, είπεν ο αρχηγός.
Ο δυστυχής
ποιμήν, διά να ψευσθεί μετά τόσης αποφάσεως, ανελογίζετο το μικρόν παράθυρον ,
όπερ ευρίσκετο εις τον αντίθετον της οικοδομής τοίχον. Ο τοίχος ούτος έκειτο
σύρριζα εις τον βράχον και μόλις είχε το ήμισυ του ύψους του προσθίου τοίχου.
Ευκίνητος ανήρ, οίος ο Κώστας, ηδύνατο εικόλως να πηδήσει εκ του παραθύρου
εκείνου, και να λάβει τον δρόμον του δάσους, όπου οι Τούρκοι δεν θα τον
έφθανον. Όσον διά την Κώσταιναν και τα τρία αυτής τέκνα, ο Νάσκας υπελόγιζε να
τα παραστήσει εις τους Τούρκους ως μέλη της ιδίας του οικογενείας. Διότι, δόξα
τω Θεώ, μετά οκταετή συζυγικόν βίον η Νάσκαινα μόνον ημίσειαν δωδεκάδα τω είχε
γεννήσει, ώστε αν προσετίθεντο και τα τρία του Κώστα τέκνα, μόλις θ’ απετελείτο
ο αριθμός εννέα, όστις δεν ηδύνατο να φανεί υπερβολικός εις τον κατ’ αγρούς
βίον, όπου αι γυναίκες αναπνέουσαι την ορεινήν αύραν καθίστανται εξόχως
πολύτεκνοι. Όσον διά τας δύο μητέρας, επειδή ως σύζυγοι επλεόναζον, εφαντάζετο
ότι ηδύνατο να παραστήσει την μίαν των δύο ως γυναικαδέλφην.
Τω όντι δε ο
Κώστας δεν ήτο ανόητος και είχε παρατηρήσει ήδη την παρουσίαν των Τούρκων. Από
ολίγων στιγμών κατεσκόπευε τον διάλογον από του παρθύρου και έβλεπε τας
απελπιστικάς χειρονομίας του ξενοδόχου του. Ότε δε είδεν αυτόν και τους
τέσσαρας Τούρκους διευθυνθέντας προς την οικίαν, ο Κώστας ουχί κατά συγκυρίαν,
αλλ’ εξ αυτής της εμφύτου λογικής των πραγμάτων ορμώμενος, συνέλαβε την αυτήν
ην και ο Νάσκας ιδέαν και έτρεξεν εις το μικρόν παράθυρον. Νεύσας δε προς την
σύζυγόν του να έχει θάρρος, ανέβη δι’ ενός πηδήματος επί του θριγκού και
επήδησεν από του παραθύρου εις τον βράχον.
Η Μελάχρω
συνήπτε τας χείρας εν απογνώσει. Τα παιδία εκοίταζον με ανοικτά στόματα.
Την στιγμήν
εκείνην ηκούοντο τα βήματα των τεσσάρων Τούρκων ανερχομένων την κλίμακα. Ω,
ποίος τρόμος!…
Οι Τούρκοι εισήλθον
αμοιβαδόν εις
την οικίαν και ήρχισαν εξετάζοντες διά του βλέμματος τους κατοίκους. Τινά των
παιδίων μόλις είχον εγερθεί από του ύπνου, διότι αρτίως ανέτειλεν ο ήλιος. Οι
Τούρκοι έρριπτον άπληστα πανταχόσε βλέμματα και εζήτησαν να ερευνήσωσι και το
ισόγειον.
-Ευχαρίστως,
αγάδες μου, έκραξεν ο Νάσκας, πλήρης χαράς, διότι έβλεπεν ευοδούμενον το
σχέδιόν του.
–Γυναικαδέλφη, έκραξεν αποτεινόμενος προς την Κώσταιναν, άνοιξε
την κλαβανή.
Η αυτοσχέδιος
γυναικαδέλφη έσπευσε να υπακούσει και ανοιχθείσης της καταπακτής, είς των
αγάδων ητοιμάζετο να καταβεί. Ο Νάσκας εψιθύριζε περιχαρής εις το ους της
Κώσταινας: Εσώθη, έχε θάρρος.
Αλλά την αυτήν
στιγμήν ηκούσθη κραυγή, τρομερά κραυγή, οξεία και διάτορος έξωθεν της οικίας,
κάτωθεν του βράχου, εφ’ ον είχε πηδήσει ο Κώστας.
-Εδώ τον έχω!
Αγάδες! τρεχάτε, τον έπιασα.
Ο Νάσκας
έμεινε με κεχηνός το στόμα. Η Μελάχρω έσχισε τας παρειάς διά των ονύχων και οι
παίδες αυτομάτως αισθανθέντες το δυστύχημα, έβαλον γοεράς κραυγάς.
Ο πρώτος των
Τούρκων όστις είχε καταβεί μίαν βαθμίδα επί της κλίμακος της καταπακτής,
επέστρεψεν εις το δάπεδον και δεν κατήλθεν εις το ισόγειον.
Ι. Άμα πηδήσας
επί του βράχου, ο Κώστας ητοιμάσθη να κατέλθει ηρέμα, διότι ο κρημνός ήτο
υψηλός, και απήτει προσοχήν και επιδεξιότητα. Όταν θα έφθανεν άπαξ επί του
ομαλού εδάφους, τότε ουδείς ηδύνατο να τον φθάσει εις το βάδισμα.
Αλλά
περισπώμενος όπως καταβεί μετά προσοχής, ηλλοφρόνει και δεν είδεν άνθρωπόν τινα
παρόντα, όστις ίστατο εις την ρίζαν του βράχου και τον κατεσκόπευε. Μόλις
κατέβη εις το έδαφος, και ο άνθρωπος εκείνος ορμήσας τον συνέλαβεν από του
βραχίονος.
Τότε μόνον
ησθάνθη ο Κώστας την παρουσίαν του μελανείμονος και απαισίου εκείνου ανθρώπου,
όστις περιήρχετο από πρωίας εκεί ως οιωνός βαρείας συμφοράς. Ο Κώστας πρώτην
φοράν τον έβλεπεν. Ήτο αυτός ούτος ο Καμπόσος.
Ο Κώστας ήτο
δεξιός και ευκίνητος και ηγωνίσθη ν’ απαλλαγεί της περισφίγξεως του ανθρώπου
τούτου. Αλλ’ εκείνος έβαλε την τρομεράν εκείνην κραυγήν.
-Τρέξετε,
αγάδες! Εδώ τον έχω.
Οι καλούμενοι
δεν εβράδυναν να έλθωσιν∙ εγκαίρως δε ήλθον, διότι ο Κώστας είχε καταβάλει ήδη
τον Καμπόσον και παρ’ ολίγον θα εξέφευγεν.
Εν τούτοις οι
Τούρκοι τον συνέλαβον. Σπαρακτική ήτο η σκηνή εκείνη. Γυναίκες τρέχουσαι
λυσίκομοι και θρηνούσαι, παιδία ολολύζοντα, θέαμα οικτρόν. Αλλ’ όμως εις τους
διώκτας δεν εφαίνοντο ταύτα άξια οίκτου, ήσαν μόνον οχληρά.
Ο Γιουσούφ
Ιβραήμ (τούτο ήτο το όνομα του αρχηγού) τους διέταξεν αυστηρώς να ησυχάσωσι,
διότι κατ’ αυτόν το πράγμα δεν ήτο τόσου θορύβου άξιον. Είς ραγιάς, υπήκοος του
Σουλτάνου, ήτο πταίστης, άμποτε ν’ απεδεικνύετο αθώος. Η δικαιοσύνη του αρχηγού
των πιστών δεν ήτο τυφλή, και έμελλε ν’ απονείμει το δίκαιον εις τον ραγιάν
τούτον. Διατί έκαμνον τόσον θόρυβον;
Εν τούτοις οι
Τούρκοι τον έσυραν εις τον δρόμον, αφού μετά δυσκολίας απεμάκρυναν τας γυναίκας
και τους παίδας. Εδέησε δε να επέμβει αυτός ο Κώστας, όστις διέταξε την γυναίκα
του ν’ απομακρυνθεί, νομίσας ότι τούτο ήτο το καλύτερον. Ο Νάσκας επίσης
απεμακρύνθη. Την τελευταίαν στιγμήν ο Κώστας τω απέτεινε βλέμμα πλήρες
παραπόνου, όπερ ενόησεν εκείνος. Το βλέμμα τούτο εσήμαινε. –Διατί να μη λάβομεν
εις χείρας εσύ το νταλιάνι σου
κι εγώ το μηλιόνι μου,
ν’ αντισταθώμεν εις τους αθλίους τούτους;
Εις την
κορυφήν βραχώδους λόφου έκειτο ο σταθμός των Αλβανών. Διότι Αλβανοί ήσαν οι
συλλαβόντες τον Κώσταν. Εκείσε τον ανήγαγον.
Τι είχε συμβεί
τότε μεταξύ διωκτών και του θύματος, ουδείς ποτέ θα εγίνωσκεν, αν κατ’
ανεκτίμητον ευτυχίαν δεν εσώζετο εκ της αγχόνης ο Κώστας. Αυτός ούτος διηγείτο
ύστερον προς την γυναίκα του τας λεπτομερείας της σκηνής εκείνης, αίτινες
ηδύναντο να εκληφθώσιν ως μύθος διά το παράδοξον. Τω όντι ουδείς ηδύνατο να
περιμένει την εμφάνισιν του αγαθού Τούρκου Σουλεϊμάνη, προσελθόντος αυτήν την
στιγμήν του εσχάτου κινδύνου, και τελεσφόρως παρεμβάντος υπέρ του καταδίκου.
Αλλά προ τούτου τις προσεδόκα να ευρεθεί το σχοινίον εις τον κόλπον του
Καμπόσου; Διότι οι Αλβανοί κατεδίκασαν παμψηφεί τον Κώσταν εις την αγχόνην αλλά
σχοινίον δεν ευρίσκετο εις τον στρατώνα. Αίφνης ο Καμπόσος ανασύρει εκ του
κόλπου του σχοινίον σπειροειδώς τυλιγμένον και το προσφέρει εις τον Γιουσούφ.
-Να, πάρε, αγά
μου, τω είπεν.
Αυτός ο
Καμπόσος ήτο πολύτιμος. Περί πάντων προυνόει, ως και σχοινίον εις τον κόλπον
του ευρέθη επικαίρως να έχει.
Αλλ’ ο
Σουλεϊμάν ήτο αδελφοποιτός του Χρήστου Μηλιόνη. Ούτος κατά την
εσχάτην στιγμήν προσήλθε συνήγορος υπέρ του κινδυνεύοντος, και επέτυχε της
χάριτος αυτού. Ο Σουλεϊμάν ούτος κατώκει εις τα περίχωρα. Εγνώσθη ύστερον ότι ο
αγαθός ποιμήν Νάσκας ήτο εκείνος, όστις προσήλθε προς τον Τούρκον ικέτης υπέρ
του ξένου του.
Μετά τρεις
ημέρας συνέβη η σκηνή της συναντήσεως της μητρός και της κόρης εν οίκω του
Χαλήλ, όπου διηγούντο προς αλλήλας τα παθήματά των. Φευ! η τρυφερά κόρη Βάσω
ήτο του λοιπού σύζυγος του Τούρκου.
ΙΑ. Περί τα
μέσα του ΙΗ΄αιώνος κατείχεν ο Χρήστος Μηλιόνης τα αρματολίκια της Ακαρνανίας,
του Βάλτου και Ξηρομέρου, είς των αντιπροσώπων της σφαδαζούσης ελληνικής
ελευθερίας, των περιφανέστερον παραστησάντων εις τον εκπεπληγμένον ευρωπαϊκόν
κόσμον τα δίκαια του αδικουμένου έθνους∙ ουδέποτε είχε συνθηκολογήσει με τους
Τούρκους. Τούτο εκφράζει τρανότερον πάσης ιστορικής μαρτυρίας ο στίχος του
δημοτικού άσματος:
Όσο είν’ ο Χρήστος ζωντανός,
Τούρκο δεν προσκυνάει.
Αλλ’ οι
κρατούντες ήσαν πρόθυμοι πάντοτε να κολακεύωσι τους μέγα δυναμένους εκ των
ημετέρων πολεμιστών της ζοφεράς εκείνης εποχής και την μοίραν ταύτην δεν
διέφυγε και ο Χρήστος Μηλιόνης. Εν έτει 1747 είχεν επέλθει απραξία των
πολεμικών έργων καθ’ όλην την Ακαρνανίαν. Τότε και ο Χρήστος ηναγκάσθη ν’
αρκεσθεί εις τας προτάσεις των Τούρκων, και δεχθείς το αρματολίκι της
Ακαρνανίας, έμεινεν ησυχάζων επί τινα χρόνον.
Τότε
συνέβη η φοβερά εκείνη παρασπονδία, ην ευλόγως ο Χρήστος έμελλε να νομίσει
ανήκουστον εις τα κλέφτικα χρονικά και εις τας μεταξύ αγάδων και Ελλήνων
μαχητών σχέσεις. Η αρπαγή της κόρης Βασίλως, της αναδεκτής του Μηλιόνη, εκίνησε
την αγανάκτησιν του κλέφτου. Γνωστόν ότι η πνευματική συγγένεια του βαπτίσματος
ενομίζετο τότε πολλώ σοβαροτέρα ή όσον σήμερον νομίζεται συνήθως. Ας
προστεθώσιν εις ταύτα και αι σχέσεις μεταξύ του Χρήστου Μηλιόνη και της
οικογενείας της κόρης εκείνης.
Τα μετά
ταύτα διηγήθημεν ήδη εν τοις έμπροσθεν. Κατόπιν τούτων επήλθεν η αποκήρυξις του αρματολού Χρήστου
Μηλιόνη ως κλέφτου, ήτις δεν εβράδυνε να πεμφθεί εκ Κωνσταντινουπόλεως.
Κατά τον
χρόνον εκείνον, διά να αποδεικνύηται εκάστοτε αληθεύουσα η αρχαία επί διχονοία
μομφή, διά να μη εκλίπει ποτέ η πατροπαράδοτος εκείνη εθνική αρά, ευρέθη και
είς χριστιανός προεστώς, ο Πάνος Μαυρομάτης, πρόθυμος να εκστρατεύσει κατά του
Χρήστου Μηλιόνη. Ούτος συνεξεστράτευσε μετά του Δερβέναγα της Ακαρνανίας
Μουχτάρ, του επιλεγομένου Κλεισούρα, κατά του ημετέρου ανδρείου κλέφτου.
Αγνοείται
ο λόγος δι’ ον απεδόθη το επίθετον τούτο εις τον ειρημένον Μουχτάρ. Αλλ’ αν
επεκλήθη ούτω, διότι ήτο επιτήδειος εις το να πολιορκεί εις κλεισωρείας τους
εχθρούς ους επολέμει, ουδέν ατυχέστερον παρωνύμιον ηδύνατο να ευρεθεί.
Πιθανότερον είναι ότι ο ειρημένος Μουχτάρ Κλεισούρας ηξιώθη του επιθέτου
τούτου, διότι μάλλον ηγάπα να αποκλείει πάσαν ενδεχομένην προς τους πολεμίους
συμπλοκήν.
Τεκμήριον
τούτου ήτο ότι επί τρεις μήνας και δεκαεννέα ημέρας, καθ’ ους υπεκρίνετο ότι
κατεδίωκεν τον Χρήστον Μηλιόνην εις τα όρη της Ακαρνανίας, ουδεμίαν αψιμαχίαν
κατόρθωσε να συνάψει προς αυτόν.
Ομολογητέον
όμως ότι δεν ήτο τόσον εύκολον το πράγμα εις την εφαρμογήν, όσον φαίνεται
λεγόμενον. Αψιμαχία κατά του Χρήστου Μηλιόνη ήτο δυσχερέστατον και τραχύτατον
έργον. Διότι ο Χρήστος πλην της προσωπικής ανδρείας και εμπειρίας του είχε τους μονομάτους,
τους τρομερούς εκείνους σκοπευτάς, οίτινες εθέριζον τους Τούρκους τόσον
κανονικώς, ως να κατείχον εις χείρας το δρέπανον του Χάρου, του μόνου αρματολού
της αρχαίας Ηπείρου.
Περί μέσα
Απριλίου του ειρημένου έτους είχε στήσει ο Χρήστος το λημέρι του επί υψηλού
ζυγού ενούντος δύο εξηρμένας κορυφάς. Η θέσις ωνομάζετο Ζυγουριά. Το μέρος
τούτο απετέλει μικράν κοιλάδα, έχουσαν εκατόν βημάτων περίμετρον, περιεχομένην
μεταξύ τεσσάρων φυσικών προμαχώνων. Ούτοι εσχηματίζοντο εκ τεσσάρων υψηρεφών
σκοπιών, εφ’ ων συνηλλάσσοντο τέσσαρες εκάστοτε άγρυπνοι φρουροί, κρατούντες τα
καρυοφύλλια. Αι σκοπιαί αύται εκαλούντο με λατινικόν όνομα βίγλες∙επ’
αυτών εβίγλιζον, ήτοι εφρούρουν, εξ υπαμοιβής οι γενναίοι άνδρες του
Χρήστου Μηλιόνη. Προσεδοκάτο δε από ημέρας εις ημέραν η επίθεσις του τουρκικού
στρατού.
Αλλ’ εις
μάτην εβίγλιζον οι κλέφται εξ υπαμοιβής, και εις μάτην σύντροφοί των
εκοιμώντο ανήσυχοι επί των καρυοφυλλίων. Ο Μουχτάρ Κλεισούρας πολύ έμελλε να
βραδύνει όπως εφορμήσει κατά του ορεινού στρατεύματος, αν έμελλεν εν τοσούτω να
εφορμήσει ποτέ!
Εν
τούτοις οι μονόματοι δεν ησθάνοντο κόπον εκ του είδους τούτου της ασχολίας.
Ήτο γνωστόν ότι και αν απεκοιμάτο τις αυτών, τον έτερον των οφθαλμών έκλειε
μόνον. Διά δε του ετέρου εξηκολούθει να βιγλίζει και κοιμώμενος.
Οι
ανδρείοι ούτοι, όσοι ήσαν εις την υπηρεσίαν του Χρήστου Μηλιόνη (διότι είχεν
ήδη προσλάβει διαρκώς εις την υπηρεσίαν του μετά την σουλτανικήν αποκήρυξιν)
ήσαν εκλεκτοί εξ εκλεκτών και ηριθμούντο εις τεσσαράκοντα. Εκτός αυτών ήτο το
κύριον σώμα των κλεφτών, συγκείμενον εξ εικοσιεννέα. Τέλος ήσαν πρόθυμοι
επίκουροι εκ των ορεινών χωρίων, έτοιμοι να σπεύσωσιν ως εφεδρεία εν ανάγκη, και
οι τοιούτοι ανήρχοντο εις ογδοήκοντα τελείους άνδρας.
Το μικρόν
τούτο στράτευμα ησχολείτο από ενός μηνός οχυρούν τας προσόδους των ορεινών
κωμών και λαμβάνον παν άλλο προφυλακτικόν μέτρον. Είχον κατασκευάσει ταμπούρια υπέρ
τα πεντήκοντα εις περιφέρειαν πέντε ή έξ μιλίων επί του ύψους του όρους. Διότι
ανελογίζοντο πάντες ότι ο κίνδυνος επέκειτο και ανεμένετο κρατερά η επίθεσις
του τουρκικού στρατού.
Εν
τούτοις ο Χρήστος δεν ανησύχει παραπολύ εκ της καταστάσεως ταύτης και είχε
κρυφίαν ελπίδα ότι οι πολέμιοι δεν έμελλον να δείξωσι τόλμην εις την
προκειμένην περίστασιν. Αλλά δεν ηδύνατο ν’ αποτρέψει τους περί αυτόν από πάσης
προφυλάξεως και συνετώς έπραττε λαμβάνων τα πρόσφορα μέτρα. Εγίνωσκε καλώς τον
Μουχτάρ Κλεισούραν και είχε πεποίθησιν ότι δεν θα ετόλμα ούτος ν’αντεπεξέλθει
κατ’ αυτού. Όσον διά τον Πάνον Μαυρομάτην, ήτο γενικώς παραδεδεγμένον ότι οι
χριστιανοί, όσοι συνεμάχουν μετά των Τούρκων, ουδέποτε ευνοούντο υπό της τύχης
εις τας επιχειρήσεις των. Τούτο ήτο πρόληψις τα μάλιστα διαδεδομένη παρά τοις
χωρικοίς, αλλ’ ουδέν άλλως ήτο δικαιότερον ουδέ ψυχολογικότερον της τοιαύτης
προλήψεως.
ΙΒ. Αρχομένου
του μηνός Απριλίου, πρωίαν τινά καθ’ ην ο ουρανός ήτο συνεσκοτασμένος υπό
νεφών, εις τα πρόθυρα αυτού εκείνου του τζαμίου, εξ ου ο Μηλιόνης είχεν
απαγάγει τον μακαρίτην κατήν της Άρτης, ανεγνώσθη εις επήκοον των αγάδων το
σουλτανικόν φιρμάνιον, δι’ ου ο Χρήστος Μηλιόνης, τέως ανεγνωρισμένος αρματολός
της Ακαρνανίας, καθηρείτο από του αξιώματος τούτου και εκηρύττετο έκπτωτος της
σουλτανικής ευνοίας, αποστάτης και κλέφτης, ως ένοχος εσχάτης προδοσίας.
Προσεκαλείτο δε πας πιστός μουσουλμάνος, όπως συλλάβει και παραδώσει εις τας
αρχάς τον κλέφτην τούτον, ως επικίνδυνον εις την ασφάλειαν των πιστών υπηκόων
του Σουλτάνου.
Αξία
σημειώσεως είναι η επομένη παράγραφος του συνοδεύοντος το σουλτανικόν φιρμάνιον φετφά του
Σεΐχ-Ισλάμη, δι’ ης εχαρακτηρίζετο προσηκόντως η θρησκευτική άποψις του
ζητήματος. (Παραθέτομεν το κείμενον κατά την τότε επίσημον μετάφρασιν∙) «Με το
να επάτησεν ο Χρήστος Μηλιόνης το τζαμί του Ταχήρ, τόπον ιερόν και απάτητον εις
τους απίστους, και να εξήγειρε τα τζίνια,
οπού εκοιμώντο υποκάτω εις τας πλάκας, έτοιμα διά ν’ αρπάσουν τας ψύχας των
πιστών, όσοι ήθελον αποθάνει εις την αληθή θρησκείαν, διά να τας φέρουν εις το Τζεννέμ όπου
μόνοι οι αληθείς πιστοί πηγαίνουν…» Διά τους λόγους τούτους, προς εξιλέωσιν των
ειρημένων τζινίων ή πνευμάτων, κατεδικάζετο ο Χρήστος Μηλιόνης και οι οπαδοί
αυτού να σφαγώσι τόσοι τον αριθμόν, όσα ήσαν τα παροργισθέντα τζίνια. Επειδή δε
ο αριθμός τούτων δεν εμνημονεύετο ρητώς εν τω επισήμω κειμένω, είπετο ότι
αφήνοντο ελεύθεροι οι μουσουλμάνοι να υπολογίσωσι τον αριθμόν κατ’ αρέσκειαν.
Η
ανάγνωσις των δύο τούτων ιερών εγγράφων προυξένησε τόσον ευσεβή ερεθισμόν, ώστε
οι καλοί αγάδες ήσαν πλήρεις ανυπομονησίας πότε να εκστρατεύσωσιν. Εξ αυτής της
Άρτης και των πέριξ χωρίων προσήλθον εθελονταί περί τους εκατόν, διότι ο κύριος
στρατός συνέκειτο εξ ολιγαρίθμων Αλβανών. Την εσπέραν της αυτής ημέρας οι
αγάδες απεχαιρέτιζον τους γονείς, τας γυναίκας και τας αδελφάς των, και την
επιούσαν είχεν αποφασισθεί να εκκινήσωσιν οι εθελονταί εξ Άρτης.
Ήδη περί
το λυκαυγές οι ενθερμότατοι συνήλθον εις το τζαμίον, τον τόπον της συνεντεύξεως
και μετά την ευχήν ην απήγγειλε μεγαλοφώνως ο ιμάμης προς ενίσχυσιν αυτών,
ητοιμάζοντο ν’ αρχίσωσι την οδοιπορίαν. Οι βραδύτεροι προσήρχοντο ανά δύο ή και
τρεις και ήδη προ της ανατολής του ηλίου έμελλον να εξέλθωσιν εκ της πόλεως.
Πριν ή εκκινήσωσιν ηριθμήθησαν οι εκστρατεύοντες και ευρέθησαν ογδοήκοντα και
είς. Αλλά την τελευταίαν στιγμήν προσήλθε και ογδοηκοστός δεύτερος.
Ήτο ούτος
νεαρός Τούρκος, όστις μόλις εφαίνετο δεκαεπταετής. Εκ των γειτόνων του κατά την
πορείαν ουδείς τον εγνώριζε.
-Ποιος
είν’ αυτός; ηρώτησέ τις των Τούρκων, αφού είχον εξέλθει εκ της πόλεως.
-Δεν τον
ξαναείδα, απήντησεν ο ερωτώμενος.
-Ουδ’
εγώ, είπε τρίτος τις.
-Ουδ’
εγώ, επανέλαβεν άλλος.
Τέλος ο
πρώτος ερωτήσας, όστις διέπρεπεν επί τόλμη, εθάρρησε ν’ απευθύνει τον λόγον εις
αυτόν.
-Ποίος
είσαι; τον ηρώτησε.
-Δεν
είμαι από την Άρταν, απήντησεν ερυθριών ο νεαρός Τούρκος.
-Από πού
είσαι;
-Είμαι
από την Ανατολήν, απήντησεν εκείνος.
-Και πού
ευρέθης εδώ;
-Ήρθα μ’
ένα καραβάνι.
Και ο
οχληρός δεν ετόλμησε να ερωτήσει περιπλέον τι.
ΙΓ. Την αυτήν
πρωίαν θόρυβος, βοή και ταραχή μεγίστη συνέβη εις το σεράγιον του Χαλήλ εφένδη
εν Άρτη.
Ο
φιλήδονος Τούρκος δεν ηθέλησε να συνεκστρατεύσει μετά των ομοθρήσκων του,
προφασισθείς ότι η πνευματική συγγένεια της χριστιανής συζύγου του μετά του
Χρήστου Μηλιόνη εκώλυεν αυτόν. Το αληθές ήτο ότι δεν επεθύμει ο Χαλήλ ν’αφήσει
το χαρέμιόν του υπό την κηδεμονίαν των εν Άρτη μουσουλμάνων.
Αλλά περί
την τρίτην ώραν της ημέρας η μαύρη Φατμά, εισελθούσα κατά το σύνηθες εις το
θάλαμον της Βάσως, όπως προσφέρει αυτή το σύνηθες γάλα, δεν εύρεν εκεί την
νεάνιδα. Βεβαίως θα κατέβη εις τον κήπον του σεραγίου. Και τούτο όμως ήτο
ασύνηθες. Η παραδεδεγμένη τάξις ήτο να καταβαίνωσιν ομού η Βάσω και η Φατμά εις
τον κήπον την πρωίαν.
Τι
παθούσα η νέα αύτη χριστιανή παρέβη το νόμιμον τούτο έθος; Μήπως έδακνεν ήδη
τον χαλινόν και ήθελε ν’ αποσείσει την εξουσίαν του συζύγου και αυθέντου της;
Θα ήτο
νόστιμον, μία νέα χριστιανή να τολμά να παραβαίνει καθεστηκότα νόμιμα, άτινα
εσέβοντο ανέκαθεν αι χανούμισσαι του σεραγίου, αι ωραιόταται και ευγενέσταται.
Εν τούτοις η Φατμά έσπευσε να καταβεί εις τον κήπον.
Ουδέν. Η
Βασίλω δεν ήτο εκεί.
Η Φατμά
ηρεύνησεν επιμελώς εις όλας τας γωνίας. Ουδαμού ανεύρε την νέαν. Επανήλθεν εις
τους θαλάμους και ήρχισε δευτέραν έρευναν. Ουδαμού. Κατέβη πάλιν εις τον κήπον.
Ουδέν. Εξήτασεν εις τα προαύλια και εις τα συνεχόμενα υπόγεια. Εις μάτην.
Τέλος
υπερέβη τα σύνορα και μετέβη εις τους θαλάμους των χανουμισσών. Η Βασίλω δεν
ήτο εκεί.
Επέστρεψεν
εις τον κοιτώνα της νέας και δεν την εύρεν.
Η Φατμά
έμελλε παρ’ ολίγον να παραφρονήσει. Βεβαίως εάν η Βάσω ήτο παρούσα και την
εθώρει όπισθεν δικτυωτού τινος του χαρεμίου, εάν έβλεπε το πρόσωπόν της, όπερ
είχε καταστεί οικτρόν, εκστατικόν και είχε λάβει ημισελήνου σχήμα, εάν έβλεπε
τον τρόμον των μελών της και τον βρυγμόν των οδόντων της, δεν θα είχε τόσην
απανθρωπίαν, ώστε να δραπετεύσει εκ του χαρεμίου.
Τι λόγον
να δώσει η Φατμά εις τον κύριόν της, αφού ούτος τη είχεν εμπιστευθεί την νέαν
εκείνην σεβιλμέκ (την αγαπωμένην) και τη είχεν ειπεί: «Μου
αποκρίνεσαι, κουζούμ, με το κεφάλι σου»∙ τι λόγον να δώσει, αν ο κύριός της
ήρχετο την στιγμήν ταύτην, ως και έμελλε να έλθει, να την ερωτήσει: -Πού είναι
εκείνη, Φατμά;
-Το
κεφάλι μου, εψιθύρισεν αυτομάτως η δυστυχής Μαύρη.
Αλλ’ όχι∙
δεν ήτο δυνατόν να φύγει ούτως η σεβδισμέκ (η βιαζομένη ν’ αγαπά). Αι
θύραι του χαρεμίου δεν ηνοίγοντο ευκόλως. Πώς ηδύνατο να δραπετεύσει; Κάπου θα
είναι κρυμμένη.
Και η
Φατμά ήρχιζε νέαν έρευναν, εις τους διαδρόμους, εις τους θαλαμίσκους, εις τα
ερμάρια. Τέλος η Βάσω δεν ευρίσκετο. Αναμφιβόλως θα είχε φύγει.
-Ω, αυταί
αι χριστιαναί! Πάντοτε άπιστοι ήσαν και θα είναι.
Και
προσήγγιζεν ήδη η φοβερά στιγμή καθ’ ην έμελλε να παρουσιασθεί ο Χαλήλ εφένδης.
Η Φατμά
έλαβε γενναίαν απόφασιν. Αφού εκείνη η σεβεμεμέκ (η μη δυναμένη ν’
αγαπά) έφυγεν, αφού έγινεν άφαντος κα η Φατμά έμελλεν αν όχι να θανατωθεί,
τουλάχιστον να μαστιγωθεί απανθρώπως, διά να πληρώσει το σφάλμα εκείνης, διατί
να μη φύγει και αυτή, αθώα ούσα, διά να σωθεί από της μανιώδους οργής του
κυρίου της; Και εκείνη μεν η σεβδισμέκ θα έφυγε διά μαγείας (τούτο
δεν είναι ζήτημα), διότι τας κλείδας του χαρεμίου τας κατέχει η Φατμά, αύτη
όμως, ας έχει δόξαν ο Αλλάχ, δεν έχει ανάγκην μαγείας, αλλ’ αρκεί να
μεταχειρισθεί τας κλείδας ας κατέχει, διά ν’ ανοίξει τας θύρας του χαρεμίου και
να δραπετεύσει.
Και άνευ
περαιτέρω σκέψεως ηρεύνησεν εις τους θυλάκους της εσθήτος της, διά να εύρει τας
κλείδας. Ω έκπληξις! Αι κλείδες δεν ήσαν εκεί. Αι κλείδες είχον γίνει άφαντοι
μετά της Βάσως.
Τότε
μόνον ανελογίσθη η Φατμά ότι τω όντι, αν δεν της έκλεπτεν η χριστιανή τας
κλείδας, δεν ηδύνατο να φύγει, διότι άνευ των κλειδών δεν ηδύνατο ν’ ανοίξει
του χαρεμίου τας θύρας και τότε ώκτειρε την αφέλειαν εαυτής, ως μη
προφυλαττομένης μετ’ αρκούσης δυσπιστίας από της δεσμώτιδος. Αλλά τούτο ήτο
ικανός λόγος διά να παραφρονήσει τις.
Αλλ’ η
Φατμά είχε συνέλθει εκ της πρώτης εκπλήξεως και ηδύνατο ήδη να συναρμόζει
κανονικώς τας σκέψεις της. Όθεν διενοήθη ευθύς ότι αφού η χριστιανή είχε κλέψει
τας κλείδας, πιθανόν να άφησε τας θύρας ανοικτάς, εκτός αν είχε την αταραξίαν
να κλειδώσει άμα εξελθούσα, προς μείζονα ασφάλειαν και να αποκομίσει φεύγουσα
τας κλείδας. Η Φατμά έσπευσε πάραυτα να καταβεί εις την θύραν.
Τω όντι
αι κλείδες ήσαν εκεί και η θύρα ήτο ανοικτή εισέτι. Η δύστηνος νέα δεν
ετόλμησεν ή δεν διενοήθη να λάβει τας κλείδας μεθ’ εαυτής. Η Φατμά αφήκε
κραυγήν χαράς. Τη εφάνη ότι η θέσις της ως καταδίκου επαισθήτως ηλαφρύνθη.
Η Μαύρη
προεμελέτα ήδη την απολογίαν, ην έμελλε ν’ απαγγείλει ενώπιον του κυρίου της.
Εκλείδωσεν έσωθεν την θύραν, έθηκε τα κλειδία εις τον βαθύν θύλακον της εσθήτος
της και ανέβη εις τους θαλάμους. Αυθορμήτως είχεν αποφασίσει να μη φύγει.
Εμέμφετο δ’ εαυτήν ότι είχε συλλάβει προ μικρού την ιδέαν της αποδράσεως.
Τω όντι
πάσα φιλαυτία είναι ευεξήγητος και η φιλαυτία του δεσμοφύλακος δεν είναι
ήττονος σεβασμού αξία. Αφού είχε τας κλείδας, η Φατμά έσωζε την φιλαυτίαν της,
έμελλε να δείξει τας κλείδας ταύτας προς τον κύριόν της και να τω είπει.
(Εννοείται ότι θα εψεύδετο, αλλ’ άνευ ψεύδους ουδεμία υπόθεσις ευοδούται.) Θα
τω έλεγεν άρα ότι αι κλείδες αύται ήσαν εις τας χείρας της, ότι ουδέποτε
απέβαλεν αυτάς, ότι η θύρα του χαρεμίου ουδέποτε ανεώχθη και όμως η νέα
χριστιανή κατόρθωσε να γίνει άφαντος. Τίνι τρόπω; Η Φατμά, αμαθής Μαύρη, δεν
εγίνωσκε τα μυστήρια της μαγείας και δεν ηδύνατο να εξηγήσει κατά ποίον τρόπον
εδραπέτευσεν η χριστιανή. Υπάρχουσιν άπειροι καταχθόνιοι τρόποι και μέθοδοι
ανεξήγητοι, ας πας έκαστος αγνοεί. Ηδύνατο να ηξεύρει η Φατμά τίνος τούτων ήτο
έμπειρος η δραπέτις; Ήρκει ότι αυτή δεν τη έδωκε τα κλειδία, άλλως, συνειδυία
την τύχην ήτις απέκειτο αυτή, ήθελε φύγει μετά της δραπέτιδος. Διότι προκριτότερον
βεβαίως ήτο να χάσει την ζωήν της εις τον παρόντα κόσμον και αυτήν την
μέλλουσαν ανάπαυσιν εις την αιωνιότητα ή να στερηθεί της εμπιστοσύνης του
κυρίου της. Ήτό ποτε δυνατόν να φυγαδεύσει η Φατμά την άπιστον εκείνην; Ποίον
συμφέρον θα είχε να πράξει τούτο; Η Μαύρη αύτη ήτο γνωστή εις τον εφένδην
Χαλήλ. Ουχί μόνον εις αυτόν ήτο γνωστή αλλά και εις τον πατέρα του, ον είχε
παιδιόθεν υπηρετήσει και αυτά τα κόκαλα των τεθνεώτων ηδύναντο να μαρτηρήσωσι
περί της αφοσιώσεώς της. Ταύτα έμελλε να είπει εις τον Χαλήλ και αν δεν τον
έπειθεν, ευτυχής θα ήτο έχουσα την συνείδησιν αναπαυμένην.
Άλλως δε
η δυστυχής Μαύρη δεν ετόλμα να υπερβεί τον ουδόν του σεραγίου και το πράγμα ήτο
ευνόητον. Ο κόσμος εφαίνετο προς αυτήν πέλαγος άπειρον και ατέραμνον. Η
σφαίρα αυτής, εν η ανετράφη, ης τον αέρα ανέπνευσεν, ήτο το χαρέμιον. Πέραν του
χαρεμίου ουδέν εγίνωσκε. Τα πάντα ενέπνεον αυτή τρόμον. Πού να μεταβεί πτωχή
γυνή, ήδη πρεσβύτις, αν έφευγε την φιλόξενον στέγην, υφ’ ην είχεν ανατραφεί;
Επί τέλους εφαντάζετο ότι φεύγουσα συνήντα καθ’ οδόν τον κύριόν της, έφιππον
επιστρέφοντα μετά δύο ή τριών ακολούθων εκ της εωθινής εις τα κτήματά του
εκδρομής.
-Πού
πηγαίνεις, Φατμά;
Εις
τοιαύτην ερώτησιν τι άλλο ηδύνατο ν’ απαντήσει η πτωχή Μαύρη, ειμή:
-Έρχομαι
να σ’ εύρω, εφέντη μου.
-Και τι
με θέλεις;
Εις την
δευτέραν ταύτην ερώτησιν τι θα απήντα;
-Εφέντη,
η Ρωμιά έφυγεν από το χαρέμι…
Βεβαίως,
διότι αι ερωτήσεις και απαντήσεις μεταξύ δεσπότου και δούλης συνέχονται ως
κρίκοι της αυτής αλύσου και ευθύς ως συνήντα η Μαύρη τον Χαλήλ, ουδέν άλλο
ηδύνατο ν’ απαντήσει. Διότι άλλως όφειλε να είπει ότι φεύγει από το χαρέμιον.
Αλλά τότε ο Χαλήλ καθ’ όλα τα δίκαια και τα νόμιμα, θα την συνελάμβανε και θα
διέταττε να μαστιγωθεί και να καθειρχθεί ως δραπέτις. Όθεν ουδέν άλλο ηδύνατο
να πράξει ή να υποταχθεί εις την τύχην της. Αλλ’ ένεκα της ταραχής εν η
διετέλει η δυστυχής Μαύρη, κατήντησε να εκλαμβάνει ως πραγματικήν την καθ’ οδόν
συνάντησιν μετά του κυρίου της, ην εφαντάζετο. Όθεν ανωρθώθη αυτομάτως και ήτο
ετοίμη να εξέλθει εκ του οίκου, σπεύδουσα να συναντήσει τον Χαλήλ, όπως
απολογηθεί. Αλλά δεν προέλαβε. Την αυτήν στιγμήν εισήρχετο ο Χαλήλ εις τους
θαλάμους του χαρεμίου.
ΙΔ. Μετά
πεντάωρον οδοιπορίαν, ότε οι εκστρατεύοντες εξ Άρτης ζηλωταί Τούρκοι είχον
φθάσει εις ύψωμά τι, ο Μουχτάρ Κλεισούρας, εκ συμφώνου μετά των περί αυτόν
προκρίτων αγάδων, είχεν αποφασίσει να πέμψει επιστολήν προς τον Χρήστον
Μηλιόνην.
Τότε ο
κήρυξ ανέβη επί σκοπιάν τινα και έκραξεν ότι όστις θέλει να παρουσιασθεί εις
τον αρχηγόν δι’ εμπιστευτικήν αποστολήν. Εν τούτοις ουδείς ήτο πρόθυμος να
παρουσιασθεί.
Λεληθότως
είχε ψιθυρισθεί εις τας τάξεις των στρατευόντων ότι ο αρχηγός σκοπόν είχε να
πέμψει διαγγελέα προς τον κλέφτην των βουνών, προσκαλών αυτόν να παραδοθεί. Και
επειδή οι άνθρωποι εκείνοι ήσαν καθ’ υπερβολήν δύσπιστοι, ουδείς αυτών ετόλμα
να προσέλθει εθελοντής διά την αποστολήν ταύτην.
Ο Μουχτάρ
Κλεισούρας ήτο έτοιμος να βλασφημήσει και ήδη εσχημάτιζε καθ’ εαυτόν τας
λέξεις, ας έμελλε να εκστομίσει ενώπιον των επιτελών του, αν δεν εκωλύετο. Ο
ανήρ ούτος είχε συναναστραφεί πολύ με τους Έλληνας οπλαρχηγούς και διά τούτο
είχεν ελευθέραν την γλώσσαν.
-Χίλιοι
διαβόλοι να σας σηκώσουν! Τα τσακάλια να τραβούν τα κορμιά σας και οι χοίροι να
φάγουν τα πρόσωπά σας!
Η
επίκλησις του ονόματος τούτου παρ’ ολίγον έμελλε να επενέγκει το ποθούμενον
αποτέλεσμα παρά τοις μουσουλμάνοις, οίτινες εθώρουν βλασφημίαν και αυτήν την
μνείαν του είδους τούτου των ζώων. Αλλ’ όμως πριν τελειώσει ο αρχηγός τας
βλασφημίας του, νέος τις Τούρκος ενεφανίσθη ενώπιον αυτού. Ούτος ήτο ο άγνωστος
εκείνος, ον οι γείτονές του ουδέποτε είχον ιδεί και όστις είχεν είπει αυτοίς
ότι ήλθε τελευταίον εκ της Ανατολής, ως ενθυμούνται οι αναγνώσται. Ούτος
προσελθών εις τον αρχηγόν έκαμε βαθύτατον τεμενάν, και εστάθη μετά μεγίστου
σεβασμού περιμένων τας διαταγάς του.
-Ποίος
είσαι συ, κουζούμ; τον ηρώτησεν ο Μουχτάρ Κλεισούρας.
-Πιστός
μουσουλμάνος, απήντησε μετά συστολής ο άγνωστος.
-Και τι
ζητείς;
-Περιμένω
να με διατάξει ο εφέντης ό,τι θέλει.
-Ημπορείς
να φέρεις την γραφήν αυτήν εις τον Χρήστον Μηλιόνην;
-Ημπορώ,
απήντησεν αδιστάκτως ο νεαρός Τούρκος.
-Ηξεύρεις
τους δρόμους;
-Ηξεύρω,
απήντησεν ουχί μετ’ ίσης σταθερότητος.
-Ηξεύρεις
το λημέρι του Χρήστου Μηλιόνη;
-Θα το
εύρω.
-Πρέπει
να γίνεις τεπτήλ,
διότι άλλως οι χωρικοί θα σε προδώσουν.
-Θα γίνω τεπτήλ.
-Έχει
καλώς.
Εν τω
μεταξύ είς των επιτελών είχε κύψει εις το ους του Μουχτάρ και τω ωμίλει
κρυφίως.
Ο νέος
εκείνος είχε προσηλώσει το βλέμμα εις τους δύο συνομιλούντας και εφαίνετο
επιθυμών να μαντεύσει εκ της εκφράσεως του βλέμματός των τι έλεγον προς
αλλήλους.
-Το
ξεύρεις καλά; έλεγεν ο Κλεισούρας.
-Το
πιστεύω, απήντα ο έτερος Τούρκος.
-Από πού;
-Πρέπει
να στείλωμεν άνθρωπον πιστόν.
-Και
ποίος σοι λέγει ότι αυτός ο νέος δεν είναι πιστός;
-Αυτός
πρώτην φοράν παρουσιάζεται, κανείς δεν τον γνωρίζει.
-Αλήθεια;
-Βέβαια.
Ερώτησε το ασκέρι αν τον έχουν ιδεί ποτέ.
Ο Μουχτάρ
Κλεισούρας εκάλεσε πέντε ή έξ εκ των εθελοντών και τους ηρώτησεν, αν εγνώριζον
τον νέον Τούρκον. Πάντες απήντησαν ομοφώνως ότι πρώτην φοράν τον έβλεπον.
Ο Μουχτάρ
Κλεισούρας ευρέθη εις μεγάλην αμηχανίαν. Ένθεν μεν οι άνδρες του στρατού
απεφαίνοντο ότι δεν ήτο αξιόπιστον πρόσωπον ο νεαρός εκείνος Τούρκος, ένθεν δε
ουδείς των άλλων προσήρχετο πρόθυμος, όπως κομίσει την επιστολήν προς τον
Χρήστον Μηλιόνην.
Τέλος ο
Κλεισούρας διενοήθη ότι αφού αυτός ήτο αρχηγός, ηδύνατο και όφειλε να πέμψει
κατ’ εκλογήν ένα εκ των στρατιωτών του κομιστήν της επιστολής προς τον Χρήστον
Μηλιόνην. Και μήπως πρότερον δεν ήτο εύκολον να το φαντασθεί; Αλλ’ εις στρατόν
ατάκτων και εθελοντών δεν ήτο δυνατόν να πειθαρχώσι.
Καθ’ ην
στιγμήν είχε συλλάβει ο αρχηγός την γενναίαν ταύτην απόφασιν, ενεφανίσθη
τελευταίον ενώπιον αυτού είς των Τούρκων και τω έκαμε τεμενάν.
-Τι
θέλεις εσύ; τον ηρώτησεν ο Μουχτάρης.
-Εγώ δίδω
εγγύησιν, εφέντη, απήντησεν ο Τούρκος εκείνος.
-Τι
εγγύησιν;
-Εγώ τον
γνωρίζω.
-Και
διατί δεν θέλεις να υπάγεις εσύ ο ίδιος;
-Θέλω να
υπάγω μαζί του.
-Ολσούν,
απήντησεν ο Κλεισούρας.
Και
αποβλέψας προς τους περί εαυτόν αγάδες, εζήτει την επιδοκιμασίαν αυτών.
Μετ’
ασημάντους τινάς εξετάσεις απεφασίσθη να πεμφθώσιν οι δύο Τούρκοι ως
γραμματοφόροι προς τον αποστάτην κλέφτην. Ο πρώτος παρουσιασθείς, ο άγνωστος,
είχε στρέψει το βλέμμα προς αυτόκλητον σύντροφόν του και το βλέμμα τούτο
εξέφραζε μάλλον απορίαν ή ευγνωμοσύνην.
ΙΕ. Αλλόκοτος
ήτο η διήγησις, ήν ήκουσε παρά του αυτοκλήτου συνοδοιπόρου του ο ζηλωτής νεαρός
Τούρκος, όστις προσήλθεν εθελοντής είς εξ εκατόν, κομιστής της προς τον
Μηλιόνην επιστολής, της προσκαλούσης αυτόν εις υποταγήν. Ο πρόθυμος και
υποχρεωτικός ούτος άνθρωπος ήτο χριστιανός, ως αυτός ομολόγησεν. Αλλά πριν ή
ομολογήσει τούτο, εφρόντισε να προκαταλάβει τον νέον σύντροφόν του δι’
εκπληκτικής ανακοινώσεως, ότι καίπερ χριστιανός εμίσει όμως εγκαρδίως του
ομοθρήσκους του.
Πόθεν
ωρμήθη εις το αδιάλλακτον τούτο μίσος; Τη αληθεία είχε σπουδαίους λόγους όπως
προέλθει εις το άστοργον τούτο αίσθημα εναντίον των ομοπίστων αυτού. Ας
φαντασθεί τις ειρηνικόν αγρότην, κατοικούντα μακράν των πόλεων, εις τας
υπωρείας των υψηλών κορυφών του Πίνδου. Ο ειρηνικός ούτος αγρότης ήτο ο πατήρ
του. Ο Καμπόσος (ούτως ωνομάζετο ο αφηγητής) ήτο βρέφος καθ’ ον χρόνον είχον
συμβεί ταύτα. Μόλις είχε γεννηθεί και είχε λάβει πείραν του μίσους και της
καταφοράς των χριστιανών. Η ανάμνησις εκείνη είχε μείνει ως μέλας οιωνός εις
την συνείδησίν του, ως σταγών πικρίας και χολής εις την καρδίαν του. Μίαν νύκτα
καθ’ ην μόλις είχε δύσει ο Έσπερος και αι Πλειάδες αρτίως είχον ανατείλει εις
το στερέωμα, οι χωρικοί των περιχώρων, εκ συστάσεως, ως φαίνεται, είχον
συμφορήσει στοιβάς και άχυρα και θημωνίας και επεσώρευσαν αυτάς παρά την
καλύβην του πατρός του. Ήτο Ιούλιος μην και η πυρκαγιά δεν εβράδυνε να εκραγεί
ευθύς ως έβαλον πυρ εις τον σωρόν των ξηρών εκείνων εναυσμάτων. Η φλοξ εξήφθη
μετ’ απιστεύτου ταχύτητος και έμελλε να καταστήσει οπτούς τους τρεις κατοίκους
της καλύβης, αν το βρέφος, όπερ εκλαυθμύριζε παννυχί, δεν αφύπνιζε διά
γογγυσμών του την θηλάζουσαν μητέρα, ήτις προτού να τείνει τον μαστόν της προς
το βρέφος, ησθάνθη καπνόν αποπνίγοντα αυτήν και ήκουσε τον βρόμον του
πυρός μαινομένου περί την καλύβην. Η κραυγή της εντρόμου γυναικός αφύπνισε τον
σύζυγον, όστις έμελλε να κοιμηθεί τον αιώνιον ύπνον την νύκτα εκείνην, διότι οι
μανιώδεις χωρικοί συνεχώρησαν μεν εις την μητέρα και το τεκνίον ίνα διέλθωσιν,
αλλά δεν επέτρεψαν και εις τον πατέρα του Καμπόσου να σωθεί εκ της καταστροφής.
Διά τριών κτύπων πελέκεως ο τολμηρότατος αυτών τον απετελείωσε και έρριψεν
αυτόν αιμοσταγή επί της φλεγούσης στοιβής, ήτις κατέφαγε το ασπαίρον σώμα του
ινδικώ τω τρόπω.
Εντεύθεν ο
διασωθείς εκ της καταστροφής εκείνης Καμπόσος είχεν ορμηθεί να ομόσει άσπονδον
μίσος κατά πάντων εν γένει των χριστιανών. Ο Καμπόσος ήτο μόλις τριετής τότε,
αλλ’ εμνημόνευεν αρκούντως την φρικώδη εκείνην καταστροφήν. Προσέτι δε η μήτηρ
του είχε συμπληρώσει προς αυτόν, άμα ηλικιωθέντα, τα κενά της φοβεράς
αναμνήσεως. Το πάθος τούτο ήτο κοχλάζον, δεινόν και υπέρμετον εν τη ψυχή του.
Κατ’ αρχάς είχε σκοπόν να εξομόσει την χριστιανικήν πίστιν και να γίνει
μουσουλμάνος (ο Καμπόσος ομολόγησε τούτο ειλικρινώς προς τον συνοδοιπόρον του),
αλλ’ όμως ωριμότερον σκεφθείς δεν απεφάσισε να πράξει τούτο διά τον εξής λόγον∙
εάν είχεν εξομόσει, οι χριστιανοί δεν θα τον ενεπιστεύοντο και επομένως δεν θα
ηδύνατο να βλάπτει αυτούς καιρίως.
Διά τον
λόγον τούτον έμεινεν ο Καμπόσος πιστός εις την θρησκείαν των πατέρων του. Άλλως
δε και εκείνοι, ους κυρίως εμίσει, δεν διεκρίνοντο επί άκρα ευλαβεία. Οι μέγιστοι
εχθροί του δεν ήσαν οι αγρόται. Ο Καμπόσος δεν ήτο τόσον ταπεινός το φρόνημα,
ώστε να ζητεί να βλάψει τους πτωχούς εκείνους ανθρώπους. Ο Καμπόσος ήτο
φιλόδοξος κα η έχθρα του δεν είχε τόσον στενά όρια. Εκείνοι, ους εμίσει κατ’
εξοχήν, ήσαν οι κλέφται, οι άνθρωποι των βουνών. Είχε δε σπουδαίους λόγους προς
τούτο. Οι χωρικοί είχον καύσει την φωλεάν του πατρός του, αλλ’ οι χωρικοί δεν
έπραξαν αυθορμήτως. Οι κλέφται, οι άγριοι πολεμισταί, κατά την διήγησιν του
Καμπόσου, είχον διεγείρει τους αγαθούς εκείνους ανθρώπους ίνα διαπράξωσι το
ανοσιούργημα. Οι κλέφται είχον παραπονα κατά του πατρός του, ως φαίνεται. Και
ήτο επόμενον να έχωσι παράπονα, αφού ο μόνος χωρικός όστις ιχνηλάτει τας
κινήσεις των κλεφτών, ο μόνος όστις υπεδείκνυε τα λημέρια των, ο
μόνος όστις έδιδεν επί πολλάς νύκτας κατάλυμα εις τα τουρκικά αποσπάσματα, τα
εκπεμπόμενα εκάστοτε προς καταδίωξιν των ορεσιβίων μαχητών, ήτο ο μακαρίτης, ο
πατήρ του. Αλλά διά τον αυτόν λόγον είχε δίκαιον και ο Καμπόσος∙ (η δικαιοσύνη
δεν είναι πολυμερής, ουδ’ η εκδίκησις εξετάζει ποτέ τα απώτερα αίτια∙ το
τελευταίον κινούν αίτιον είναι πάντοτε και η υπερτάτη αιτία)∙ είχεν δίκαιον,
λέγομεν, να παρουσιασθεί ως Τούρκος ζηλωτής και να εκστρατεύσει κατά των
κλεφτών. Κανείς αληθής Ρωμιός, έλεγε, δεν ηδύνατο να τον κατακρίνει διά τούτο.
Ίσως θα εδικαιούντο οι Ρωμιοί να τον κατακρίνωσιν, αν αυτοί έδιδον το
παράδειγμα της φιλοπατρίας και της ενώσεως, αλλ’ οι Ρωμιοί έδωκαν και τότε και
πάντοτε το παράδειγμα της διαιρέσεως και της ιδιοτελείας. Αν δε η τύχη αυτού,
ήτο απαισιοτέρα της των άλλων, πάλιν δεν έπταιεν αυτός. Όπως η καείσα καλύβη
ήτο ίσως μοναδικόν παράδειγμα κατ’ εκείνον τον χρόνον εις τα χρονικά της
Ηπείρου (τουλάχιστον διά τον Καμπόσον, δι’ άλλους ηδύνατο να είναι συχνόν),
ούτω και το εξαιρετικόν μίσος κληρονόμου, ανθρώπου αθώου, διότι νήπιον αυτός
δεν ηδύνατο να υπέχει ευθύνας διά τα τυχόν αμαρτήματα του πατρός του, έπρεπε να
είναι μοναδικόν.
Ταύτα
διηγήθη ο Καμπόσος προς τον συνοδοιπόρον του. Αλλ’ αυτός, ο δυστυχής, τι ν’
απαντήσει; Εδίσταζε και εψέλλιζεν. Ήλθε στιγμή, καθ’ ην ο Καμπόσος εσχημάτισε
την ιδέαν ότι ο άνθρωπος ούτος δεν ωμίλει καλώς την τουρκικήν. Αλλ’ όμως τα
μονοσύλλαβα μόρια δι’ ων απήντα εις τας ερωτήσεις του συντρόφου του, ευφώνως τα
επρόφερεν, ώστε ο άνθρωπος εκείνος, όσον πονηρός και αν ήτο, δεν ηδύνατο να
σχηματίσει πεποίθησιν ότι δεν ήτο Τούρκος ο ομιλητής του. Ο νέος έμελλε να
περιέλθει εις αμηχανίαν, ότε ο Καμπόσος ήθελε τον προκαλέσει να εκφράσει και
αυτός κατά πλάτος τι εφρόνει περί της καταστάσεως των πραγμάτων, αλλά προ
τούτου έμελλε να συμβεί σπουδαιότερόν τι.
Ο
Καμπόσος είχε φθάσει εις το μέρος εκείνο του λόγου, εις ο τον εξώθει ίσως η
μοναδική όρεξις εις ην ευρίσκετο, και ήρχισε να διηγείται τους ιδιαιτέρους
λόγους, τους συναφείς προς την παρούσαν περίστασιν. Προ πέντε ημερών, είπεν,
είχε μεταβεί εις την αγροικίαν ποιμένος, Νάσκα ονόματι∙ (ο ακροατής έτεινε τα
ώτα, ως ήκουσε το όνομα τούτο)∙ εκείσε είχε καταφύγει άνθρωπός τις μετά της
οικογενείας του∙ (οι οφθαλμοί του νέου έπαιξαν μετ’ ανυπομονησίας). Ο άνθρωπος
ούτος ωνομάζετο Κώστας∙ (όλοι οι μυώνες του προσώπου του ακροατού εκινήθησαν)∙
οι Τουρκαλβανοί τον συνέλαβον, τον ειρημένον Κώσταν, διότι ήτο εχθρός του
Σουλτάνου∙ (ο νέος ενταύθα εβίασεν εαυτόν ν’ ακροασθεί μετ’ αταραξίας, διότι
ήξευρεν ήδη, ως φαίνεται, το τέλος της σκηνής). Και ο Καμπόσος διηγήθη είτα διά
μακρών την συνέχειαν της γνωστής ημίν ιστορίας∙ την απαγωγήν του Κώστα υπό των
Αλβανών, την αυτοσχέδιον δίκην, την πρόχειρον απόφασιν, τον εγκόλπιον βρόχον
κτλ. και τέλος την παρέμβασιν του Σουλεϊμάνη, ου τη ανελπίστω συνδρομή, ως δι’
επιστολής ευνοϊκού τινος αστέρος, διέφυγεν ο Κώστας τον θάνατον∙ ο Καμπόσος
έτριξε τους οδόντας την τελευταίαν στιγμήν, ότε ήλθεν εις το μέρος τούτο της
διηγήσεως. Έδειξεν ως να ελυπείτο διότι εγλίτωσεν ο άνθρωπος εκείνος∙ ψυχρός
ιδρώς περιέρρεε το μέτωπον του ακροατού.
-Και τι
σου έκαμεν; ετόλμησε να είπει, λησμονήσας ήδη τι τω είχεν ειπεί ο Καμπόσος, ότι
δηλ. εμίσει τους χριστιανούς όλους εν γένει.
-Τι μου
έκαμε; Αλλ’ ήτο Ρωμιός, απήντησεν ο παράδοξος άνθρωπος.
-Πώς ήτον
Ρωμιός, τι; είπεν ο νέος.
-Εσύ
βλέπω, δεν καταλαβαίνεις τούρκικα, παρετήρησε δυσφορών εκείνος.
Και
επανελθών εις την προτέραν υποψίαν του, τω απέτεινεν ευθύς την επομένην
ερώτησιν:
-Για πες
μου, τι σου φαίνεται; Πώς λες; Θα κάμουν τίποτε οι αγάδες με αυτόν τον Χρήστον
Μηλιόνην;
-Δεν
ξεύρω εγώ, απήντησεν ο νέος, ζητών να υπεκφύγει.
-Δεν
ημπορείς να έχεις μίαν γνώμην;
-Οι
γεροντότεροι ξέρουν, επανέλαβε.
Και
εσίγησεν. Ο συνοδοιπόρος του δεν επέμεινεν, αλλ’ εβυθίσθη εις σκέψεις.
Περίεργον τω εφαίνετο ότι ο Τούρκος ούτος δεν ηδύνατο να ομιλήσει τουρκιστί.
ΙΣΤ. Ήτο νυξ
βαθεία. Εις το λημέρι του Χρήστου Μηλιόνη πάντες εκοιμώντο πλην των συνήθων
φρουρών. Εις το σκότος διεγράφοντο υψίκομοι ελάται, ων οι σαλευόμενοι υπό του
ανέμου κλώνες, απετέλουν ελαφρόν διά των φύλλων θρουν. Ηκούετο μεμακρυσμένος ο
μορμυρισμός του ρύακος και από καιρού εις καιρόν ο μονότονος μινυρισμός του
γκιώνη, θρηνούντος τον αδελφόν του, κατά τον δημώδη μύθον. Είς των δύο
φρουρούντων μονομάτων έμελπε κλέφτικον άσμα, ο δ’ έτερος από της
σκοπιάς του τω εσύριζε να μη μεγαλοφωνεί, αλλά να τείνει τα ώτα και να είναι
προσεκτικότερος. Τότε ο πρώτος φρουρός τω έκραζεν επιρρίνως:
-Αμ’ δεν
τραγουδάω με τ’ αυτιά, σύντροφε∙ με το στόμα τραγουδάω.
-Ναι,
μόνε μου κουφαίνεις τ’ αυτιά, έλεγεν εκείνος.
-Δε
φοβάσαι, εσύ τα ’χεις μεγαλύτερα, τω είπεν ο πρώτος.
-Και συ
μεγαλύτερα ακόμα και τα κατσουλώνεις,
απήντησεν ο έτερος.
-Ε, δα,
με τα χωρατά σου τα καταφέρνεις.
-Και συ
ακόμα καλλιότερα.
Και ούτως
ο διάλογος εξηκολούθει και ο δεύτερος δεν κατώρθου μεν να εμποδίσει τον
σύντροφόν του να άδει κλέφτικα άσματα, αλλά τον ηνάγκασε τουλάχιστον να ομιλεί
εις τον πεζόν λόγον.
Εν τούτοις
απεδείχθη μετ’ ολίγον ότι ο δεύτερος μονόματος είχε μεγαλύτερον ή ο
πρώτος δίκαον, διότι ηκούσθη ευκρινώς κρότος ανθρωπίνων βημάτων υπό τον βράχων
εφ’ ου εκάθηντο αμφότεροι. Ευθύς ως ήκουσαν τον ελαφρόν κρότον, αμφότεροι οι
κλέφται ύψωσαν τα καρυοφύλλια. Τα τσακμάκια εσηκώθηκαν. Οι δύο μονόματοισυνέσχον
την αναπνοήν εις τα πλατέα στήθη.
Και πάλιν
κρότος ηκούσθη. Ο δεύτερος κλέφτης έδωκε φωτιά.
-Μη
χτυπάτε! αντήχησε τότε πεπνιγμένη κραυγή.
Ο
πυροβολήσας φρουρός, εκείνος όστις προέτρπε τον σύντροφόν του να μη τραγωδεί,
ανεσκίρτησεν εις τον ήχον της φωνής ταύτης.
-Μη
ρίχνεις εσύ! έκραξεν αυθορμήτως προς τον σύντροφόν του.
-Τι
είναι; Τι έχεις;
Και ο
δεύτερος κλέφτης όρμησε να καταβεί από του βράχου.
-Μη
ρίξετε άλλο! Ελάτε να τον πιάσετε! ηκούσθη καθαρά φωνή κάτωθεν του κρημνού.
Ο νέος
κλέφτης τρέμων, πνευστιών, έφθασεν εις την ρίζαν του βράχου. Ήθελε να ομιλήσει
και η φωνή του είχε κοπεί. Τέλος ηδυνήθη ν’ανακράξει:
-Πευκόρραχε!
Μη ρίχνεις άλλη, για όνομα Θεού.
-Τι έπαθες;
ηρώτα ο πρώτος των κλεφτών.
-Νίκο!
Νίκο! Εσύ είσαι! ηκούσθη το τρίτον η κάτωθεν του βράχου φωνή.
-Εγώ,
έκραξεν αγωνιών ο νέος. Σε ηύρε το βόλι;
-Όχι,
τίποτε! Ελάτε να τον πιάσετε∙ τρέξετε.
-Ποιον;
-Αυτόν,
αυτόν, είναι προδότης.
Ο πρώτος
των φρουρών, ο Πευκόρραχος ονομασθείς, έσπευσε και εκείνος να κατέλθει από του
βράχου χωρίς να γινώσκει τι συνέβαινε.
Δι’
ολίγων διασκελισμών ο Νίκος έφθασεν ήδη εις τον θάμνον και είδεν όπισθεν αυτού
περίεργον σκηνήν. Νέος τις, εκείνος όστις είχε κράξει δις, προσεπάθει να κρατεί
τον σύντροφόν του, όστις ηγωνίζετο να φύγει, σκληρά δε πάλη είχε συναφθεί
μεταξύ των δύο. Ολίγον έτι, και ο νέος έμελλε να καταβληθεί. Ο Νίκος φθάσας
ήρπασε με στιβαράν χείρα τον άγνωστον εκείνον, όστις εζήτει να φύγει, χωρίς να
λάβει τον κόπον να εξηγήσει το αίτιον της παρουσίας του.
Δύο
λέξεις είπεν ο Νίκος προς τον έτερον νέον.
-Λαβώθηκες!
-Όχι,
είπεν εκείνος.
Ο Νίκος
αφήκε κραυγήν. Το αίμα έρρεε διά των ενδυμάτων του νέου.
Ο Νίκος
αυθορμήτως άφησε τον άλλον, ον είχε συλλάβει και η προσοχή του εστράφη όλη προς
τον τραυματίαν.
-Είσαι
ματωμένη! Ματώθηκες, έκραξε μετά σπαραγμού. Και φταίγω εγώ, εγώ έριξα!…
-Κράτησε
αυτόν, να μη φύγει! έκραξεν ο πληγωμένος.
Αλλ εν τω
μεταξύ είχε φθάσει και ο Πευκόρραχος, όστις είχε πολλώ στιβαροτέρους τους
βραχίονας κα αι περισφίξεις του ουδέν το θωπευτικόν είχον.
ΙΖ. Όπως
εξηγηθώσιν όσον το δυνατόν τα συμβαίνοντα, χρήζομεν βραχείας εις το παρελθόν
αναδρομής.
Ενθυμούνται οι
αναγνώσται ημών ότι η σεβεμεμέκ είχε γίνει άφαντος εκ του χαρεμίου
την αυτήν ημέραν, καθ’ ην είχεν ορμηθεί η κατά του Μηλιόνη εκστρατεία των
αγάδων της Άρτης. Η σύμπτωσις αύτη είχεν αφορμήν την εξής∙ η νεάνις διά
ψυχολογικής βίας καταστάσα σύζυγος του Χαλήλ, κατετρόμαξεν, ότε η μήτηρ της
έσπευσε να τη περιγράψει τας μελλούσας εντυπώσεις του πατρός, ότε ούτος θα εμάνθανε
το μοιραίον τούτο γεγονός. Η φρίκη, η αγανάκτησις, η μανία, η απόγνωσις έμελλεν
να αλλοιώσωσι το πρόσωπόν του. Ήτο ικανός να καταντήσει εις το έπακρον της
παραφοράς, ηδύνατο να φρυάξει, ν’ αφρίσει, ηδύνατο να πνίξει άνθρωπον. Η Βάσω
τόσον κατεπτοήθη εκ της τραγικής ταύτης εικόνος, ώστε προέτρεψε την μητέρα της
να μείνει παρ’ αυτή, φοβουμένη κίνδυνον δι’ αυτήν εκείνην. Αλλ’ αδύνατον ήτο
τούτο, είπεν η μήτηρ, τόσον χειρότερα αν έμενεν εκεί, τότε θα εφρύαττεν ο
Κώστας κατά δύο ενόχων, τότε θα είχε πλείονας αθώους καθ’ ων να κατασκεδάσει
την οργήν του, θα είχε τα τέκνα της. Και ταύτα ειπούσα η Μελάχρω, ενθυμήθη ότι
ήτο καιρός ν’ απέλθει ήδη και συνέτεμε κατά τινας ώρας την παρά τη κόρη
επίσκεψίν της.
Η Βάσω έμεινε
μόνη, μόνη μετά των φοβερών εικόνων, αίτινες την ηπείλουν, μόνη μετά των
φρικωδών φασμάτων, άτινα την κατεδίωκον. Ανελογίσθη ότι δεν είχε του λοιπού
άλλο άσυλον ή τον τάφον, άλλον φίλον ή τον θάνατον. Δεν ηδύνατο λοιπόν να
ελπίσει ότι θ’ απηλλάσσετό ποτε της μισητής εκείνης ειρκτής, της φρικώδους
εκείνης μετά του Τούρκου συμβιώσεως. Εάν ανέκτα την ελευθερίαν της, εις τί θα
τη εχρησίμευεν αύτη; Να επιστρέψει προς τους γονείς της ήτο αδύνατον, ο πατήρ
της έμελλε να την φονεύσει. Να μείνει εκεί, να μείνει εις το σεράγι, να μείνει
εις το χαρέμι; Αλλά τούτο ήτο εξ αρχής φρικώδες, ήδη δε μετά τας εξηγήσεις της
μητρός της κατέστη αποτρόπαιον. Έως τότε ενόμιζεν ότι έσωζε τους γονείς της
νυμφευομένη τον Τούρκον∙ του λοιπού η σκληρά αύτη παραμυθία της συνειδήσεως
εξέλιπε. Τότε εν τη αδημονία της ανεμνήσθη τον σώφρονα και καλόν εκείνον νέον,
όστις ήτο ο μνηστήρ της. Η μήτηρ της τη είχεν είπει ότι ούτος ευρίσκετο πλησίον
του Χρήστου Μηλιόνη. Η ανάμνησις φέρει την ανάμνησιν και τότε η Βάσω ενθυμήθη
μετά στοργής τον αγαθόν και ανδρείον εκείνον καπετάνιον, τον νονόν της, ον είχε
γνωρίσει ότε ήτο μικρά την ηλικίαν. Ω, να ήτο δυνατόν να έζη υπό την προστασίαν
του, να ήτο δυνατόν να καταφύγει εις μέρος τι, εις γωνίαν τινά της γης, εις
έρημόν τινα τόπον, όπου να εκτείνεται η προστάτις σκιά του μεγαλωνύμου εκείνου!
Και η εικών αύτη τοσούτον ποθητή παρέστη εις τους νοερούς οφθαλμούς της
νεάνιδος, ώστε παρ’ ολίγον θα επίστευεν εις το δυνατόν της πραγματικής
εκτελέσεως. Όπως εν ονείρω η απόστασις του ποθουμένου από του ποθούντος
παρίσταται τόσον βραχεία, ώστε συνήθως συγχέεται, ούτως εν τω δυστυχεί βίω, εν
τη στυγνή πραγματικότητι, πιστεύει ο εγρηγορώς και ονειροπολών ότι δι’ ενός
άλματος δύναται να φθάσει εις το ποθούμενον.
Αλλ’ ότε η
πρώτη έξαψις παρήλθεν, η νεάνις, περιελθούσα εις την ψυχράν και περιεσκεμμένην
κατάστασιν του δυστυχούντος και μη θέλοντος ν’ απελπισθεί, ήρχισε να σκέπτηται
επιμόνως περί της εκτελέσεως του σχεδίου τούτου. Είχεν ήδη προσελκύσει την
συμπάθειαν της Μαύρης Φατμάς, παρ’ ης εδιδάχθη πολλά πράγματα και ικανάς
τουρκικάς λέξεις. Προσέτι έμαθε παρ’ αυτής ότι οι Τούρκοι έμελλον να
εκστρατεύσωσιν όσον ούπω κατά του νονού της, έμαθε και την ημέραν καθ’ ην
έμελλε να ορμηθεί εξ Άρτης η εκστρατεία. Όσον διά τα κλειδία των θυρών, των τε
ένδοθεν και των μεταύλων, η Μαύρη, ήτις ηγάπα πολύ το χασίς και <το>
όπιον, δεν επολυπραγμόνει και τα άφηνεν όπου ήθελε τύχει. Υπελείπετο να
προμηθευθεί η Βάσω ένα ιματισμόν, μίαν πιστόλαν και έν γιαταγάνι του Χαλήλ αγά
και τούτο δεν ήτο πολύ δύσκολον. Ο αγάς άφηνε συνήθως τα ενδύματά του, το
σελάχι του και τα όπλα του εις τους γυναικωνίτας. Αγνοείται αν έπραττε τούτο
κατά τύχην ή επίτηδες προς εκφοβισμόν των γυναικών. Η Βάσω μαθούσα ότι την
επαύριον έμελλεν η εκστρατεία να εκκινήσει, περιεβλήθη τα ενδύματα και τα όπλα
του αγά, ήρπασε τας κλείδας της Φατμάς και έγινεν άφαντος.
Η δύστηνος
κόρη έτρεμεν όλη, πράττουσα ταύτα. Εν τούτοις ο σκοπός της δεν ήτο να μεταβεί
εις το λημέρι του νονού της, πολύ απείχε του να σκεφθεί τούτο. Ήθελε μόνον να
πορευθεί μακράν της Άρτης και πλησίον εις τα κατατόπια του κλέφτου. Η καλλίστη
δε προς τούτο ευκαιρία ήτο ν’ αναμειχθεί μετά των Τούρκων ως είς αυτών και ν’
απομακρυνθεί. Το λυκαυγές της πρωίας θαυμασίως εβοήθει τους σκοπούς της, ουδείς
την εγνώριζεν, ουδείς ηδύνατο ευθύς να υποπτεύσει το φύλον της. Εν τούτοις
έτρεμε και ότε υπερέβη τον ουδόν του χαρεμίου και επάτησεν εις το έδαφος της
οδού, είχε ματαμεληθεί ήδη. Επεθύμει να επιστρέψει οπίσω, αλλ’ εφοβείτο μη
πάθει χειρότερα. Εάν την έβλεπέ τις εκ των αντιζήλων της εν τω χαρεμίω, θα την
κατήγγελλεν εις τον αγάν και πώς να εξηγήσει τότε το αλλόκοτον διάβημά της;
Όλοι έμελλον να την εκλάβωσιν ως παράφρονα ή ως ένοχον συνωμοτούσαν κατά της
ζωής του εφέντη. Έκαμε το σημείον του σταυρού και προέβη.
Ότε ο στρατός
απεμακρύνθη εκ της πόλεως και η Βάσω ανέπνευσε τον αέρα του βουνού, ανέλαβε
θάρρος. Το στήθος της πρώτην φοράν εισέπνεεν ελευθέρως και η καρδία της
εσκίρτα. Αλλά μετά την ανατολήν του ηλίου, ότε τινές των αγάδων ήρχισαν να την
κοιτάζωσι μετά περιεργείας, πάλιν εφοβείτο. Προσεπάθει ν’ αποκρύπτει όσον
ηδύνατο το πρόσωπόν της από των αδιακρίτων βλεμμάτων, έφερε δε και το σαρίκιον
πυκνώς και αδεξίως, περιτετυλιγμένον περί την κεφαλήν. Αλλ’ ότε η συνοδεία
έφθασεν εις τον πρώτον σταθμόν και αντήχησε το προκηρυχθέν υπό του Κλεισούρα
πρόσταγμα, τίς των πιστών μουσουλμάνων ήθελε να προέλθει ως διαγγελεύς, κομίζων
επιστολήν προς τον Χρήστον Μηλιόνην, η Βάσω ούτ’ εσκέφθη ούτ’ εδίστασεν αλλ’
άμα ακούσασα την λιγύφθογγον μολπήν του κήρυκος (όστις κατά το τουρκικόν έθος
ανέβη επί δένδρου και ερραψώδησε κατά τον ασιατικόν τρόπον τας λέξεις), έσπευσε
να παρουσιασθεί πρώτη και μόνη αυτή.
Εκείνο όπερ
την εξέπληξεν, ήτο η αυθόρμητος πρόσοδος και δευτέρου εθελοντού και πολλώ
μάλλον η παρ’ αυτού διαβεβαίωσις ότι εγνώριζεν αυτήν. Εις μάτην η Βάσω
εβασάνισε την μνήμην της, ουδαμού είχεν ιδεί τον άνθρωπον εκείνον. Έπειτα ούτος
τη εφάνη τόσον παράδοξος, τόσον αλλόκοτος, ώστε ηπόρει και αυτή τί να
πιστεύσει. Προκριτώτερον θα ήτο δι’ αυτήν, αν και ήτο δειλή ως νεαρά γυνή και
άπειρος, ν’ απήρχετο μόνη εις την αποστολήν εκείνην. Δεν εγίνωσκε τας οδούς,
αλλ’ όμως ήρκει ν’ απομακρυνθεί από της στρατιωτικής συνοδείας και ο τελευταίος
δεσμός διερρήγνυτο. Η αμηχανία αύτη, η εκ της απειρίας και της δειλίας
απορρέουσα, ουδέν θα ήτο απέναντι της αγαλλιάσεως, ην θα εποίει αυτή η από των
Τούρκων απομάκρυνσις, αλλ’ η παρουσία του αγνώστου εκείνου ήτο ως προέκτασις
των συνεχόντων αυτήν δεσμών. Πας άνθρωπος θα ησθάνετο αυτόματον ορμήν
ευγνωμοσύνης προς τον απροσδόκητον συνήγορον, όστις θα προσήρχετο ούτως αρωγός
και επίκουρος της παραβόλου επιχειρήσεως αυτού. Αλλ’ εις ην θέσιν ευρίσκετο η
Βάσω, το πράγμα είχεν άλλως. Αυτή εζήτει μόνον ν’ απομακρυνθεί από των εξ
ανάγκης συνοδοιπόρων της, αναλογιζομένη ότι τα μέλλοντα δεν ηδύναντο να είναι
χείρονα των παρελθόντων. Δεν την έμελε τί ήθελεν απαντήσει καθ’ οδόν, ουδέ πώς
έμελλε να οδοιπορήσει εις αγνώστους τόπους. Ήρκει ν’ απαλλαχθεί της απεχθούς
παρουσίας των συνοδοιπόρων της.
Τα μετά ταύτα
διηγήθημεν εν τοις έμπροσθεν κεφαλαίοις. Έν μόνον οφείλομεν να προσθέσωμεν.
Αφού ο Καμπόσος προέβη εις την αλλόκοτον εκείνην και απίστευτον εξομολόγησιν,
ήτις ηδύνατο ν’ ανορθώσει τας τρίχας της κεφαλής της ακροωμένης, αν δεν τας
περιέσφιγγε το σαρίκιον, αφού απέτυχεν εις την απόπειραν του ν’ αναγκάσει αυτήν
να τω ανακοινώσει τας ιδίας αυτής γνώμας, τελευταίον η Βάσω δεν παρέλιπε ν’
απευθύνει προς αυτόν μίαν ερώτησιν, την εξής:
-Δε μου λες,
γιατί θέλησες, να ’ρθείς μαζί μου εις αυτόν το δρόμο;
Ο Καμπόσος
εδίστασε μικρόν, πριν ν’ απαντήσει. Τέλος είπεν:
-Είδα που ήταν
ανάγκη. Οι αγάδες δεν ήθελαν να πάνε.
Η απάντησις
αύτη δεν ήτο βεβαίως συμπερασματική δι’ άνθρωπον δυσκόλως πειθόμενον. Η Βάσω
απηύθυνε και δευτέραν ερώτησιν:
-Και γιατί
είπες ψέματα ότι μ’ εγνώριζες; Με είχες ξαναϊδεί ποτέ;
-Το έκαμα διά
να σε γλιτώσω από την μπερδεψιά εκείνην, είπεν ο Καμπόσος.
Ίσως αι δύο
αύται απαντήσεις πόρρω απείχον της αληθείας. Αλλά πιθανώς δεν είχεν ο άνθρωπος
εκείνος ακριβή συνείδησιν των αφορμών, αίτινες ώθησαν αυτόν εις το διάβημα. Το
κατ’ εμέ, νομίζω ότι το φύσει ραδιουργικόν και κατοπτευτικόν πνεύμα του
ανθρώπου τούτου, ήτο το μόνον κινήσαν αυτόν αίτιον ίνα προσέλθει αυθόρμητος εις
την παράβολον εκείνην αποστολήν. Ο σκοπός του ήτο ίσως να κατασκοπεύσει τας
θέσεις και τα ταμπούρια των κλεπτών και να πωλήσει εις τους Τούρκους
μεγαλυτέραν δούλευσιν ή όση συνίστατο εις τα κόμιστρα και εις την εγχείρισιν
της επιστολής.
Ίσως προσέτι
θα ερωτήσωσιν οι αναγνώσται ημών, ποίαν αφορμήν είχεν ο Καμπόσος να διηγηθεί
προς τον άγνωστον αυτώ νέον ούτω προχείρως την ιστορίαν του; Πρόσωπον τοιούτον
ως πρώτην αρετήν έπρεπε να έχει την εχεμυθίαν και την κρυψίνοιαν. Τούτο είναι
αληθές. Αλλ’ ουδέν συμφέρον είχεν ο άνθρωπος ούτος ν’ αποκρύπτει από των
Τούρκων την ιστορίαν του∙ τουναντίον είχε συμφέρον να καθιστά αυτήν φανεράν. Η
άκρα νεότης και η συμπαθής μορφή του νομιζομένου Τούρκου τω ενέπνευσεν
εμπιστοσύνην. Ουδεμίαν αφορμήν είχεν απ’ αρχής να υποπτεύσει ότι το σχήμα, όπερ
έφερεν εκείνος, ήτο πλαστόν. Άλλως τόσω προθυμότερον έκλινεν εις το να
διηγείται την ιστορίαν του προς πάντα μουσουλμάνον, όσω ησθάνετο είδός τι
υπερηφανίας διηγούμενος αυτήν. Μηδείς απορήσει διά τούτο. Ο άνθρωπος ούτος
εσεμνύνετο διότι κατόρθωσε δήθεν να λύσει πρόβλημα άλυτον προ αυτού, το να
είναι Τούρκος χωρίς ν’ αλλαξοπιστήσει. Έτρεφε δε βαθείαν περιφρόνησιν προς
πολλούς άλλους Ρωμιούς του τότε χρόνου, οίτινες ουδέν κατόρθωσαν εξομόσαντες.
Πάς εξωμότης έπαυε να είναι Χριστιανός, αλλά δεν εγίνετο και Τούρκος, διά το
φύσει αδύνατον του πράγματος. Ο τοιούτοι δε άνθρωποι κατήντων εις οικτράν και
γελοίαν θέσιν, διότι ούτε οι Χριστιανοί τους ήθελον πλέον ως Χριστανούς ούτε οι
Τούρκοι τους εδέχοντο ως Τούρκους. Αλλά τούτο πάσχουσι και άλλοι πολλοί…
ΙΗ. Ο Πευκόρραχος,
όστις μεθ’ όλον το δυσκίνητον αυτού είχε κατέλθει από του βράχου, έσπευσε να
συλλάβει τον Καμπόσον και δεν είχε σκοπόν να τον αφήσει. Τον περιέσφιγξε δε
τόσον πολύ με τας οζώδεις χείρας του, ώστε ο ατυχής εκείνος ουδ΄ απεπειράθη να
του δαγκάσει τους δακτύλους, ως θα έπραττεν εις πάσαν άλλην περίστασιν, αν τον
περιέσφιγγον απαλότεραι χείρες. Ο Πευκόρραχος και ο Γκαβόχηνας, ο πιστός φίλος
αυτού, ον δεν επαρουσιάσαμεν ακόμη εις τους αναγνώστας, δεν διέπρεπον επί
ευκινησία μεταξύ των συντρόφων των, αλλ’ όσον διά το ταμπούρι ήσαν βράχοι
ακλόνητοι και ουδέ μοχλός δεν ηδύνατο να τους εκριζώσει. Μετά της αυτής
καρτερίας, μεθ’ ης ο Πευκόρραχος ηδύνατο να φυτευθεί επί κρημνώδους σκοπιάς και
να φυλάξει εκεί ταμπούρι ώραν την ώραν, υποφέρων τον καύσωνα της ημέρας και τον
παγετόν της νυκτός, μετά της αυτής ακάμπτου ισχυρογνωμοσύνης, αν εκράτει άπαξ
εις την χείρα του λείαν τινά, άγραν, λάφυρον, πλιάτσικο, ας ήτο τούτο
άνθρωπος ή πράγμα, θηρίον ή βουνόν, δεν θα επείθετο ποτέ να το αφήσει, αλλ’ αν
του έκοπτες την μίαν χείρα, με την άλλην θα το εβάσταζεν, αν και τας δύο, θα το
συνελάμβανε με τους οδόντας. Τοιαύτην σπανίαν αρετήν όλοι οι κλέφται δεν
ηδύναντο να έχωσιν, αλλ’ είχον άλλος άλλην. Ο Πετρίτης, φερ’ ειπείν, είχε μάτι,
ηδύνατο να διακρίνει από τεσσάρων μιλίων αποστάσεως, όχι μόνον αν ήτο Τούρκος ή
Χριστιανός, αλλά την τρίχωσιν της φλοκάτας, το χρώμα του σελαχίου και την
στιλπνότητα του οπλισμού. Ο Όρνιος είχε πόδι, ηδύνατο να τρέξει απνευστί
πεντήκοντα μίλια εις επτά ώρας και τούτο χωρίς ν’ αναπαυθεί, χωρίς να
σταματήσει, χωρίς να διψήσει. Ο Ξυπνητήρας είχεναυτί, ηδύνατο ν’ ακούσει από
οκτακοσίων βημάτων θρουν, πνοήν, ψίθυρον, μορμυρισμόν, αναστεναγμόν. Ο
Σαΐτας είχε χέρι, ηδύνατο να εκσφενδονήσει εις απόστασιν βολής
καρυοφυλλίου βαρύν λίθον και την χείρα δεν την έβλεπες, εστροφοδινείτο ως φτερωτή,
ως τροχός νερομύλου, ουδέ τον λίθον έβλεπες, τον δούπον της πτώσεως ήκουες
μόνον∙ τέλος ο Τσιντζούρας, ελλείψει άλλου ωφελιμοτέρου προτερήματος, είχε τραγούδι,
έκρουε την λύραν μετά δεξιότητος και εν απουσία συγχορευτού, επιάνετο από ένα
σχοίνον κι εχόρευεν.
Αφού ο
Πευκόρραχος συνέλαβε καλώς τον άνθρωπόν του, έβαλε μίαν κραυγήν.
-Καραούλι!
Η λέξις αύτη,
ήτις εσήμαινεν ό,τι επί των εμπορικών πλοίων μας η κραυγή σκάντζα βάρδια! και
εις την στρατιωτικήν υπηρεσίαν το επιφώνημα αλλαγηή! έμελλε ν’
αφυπνίσει τους κοιμωμένους κλέφτας, αν δεν είχον εξεγερθεί ούτοι ήδη εκ της
προλαβούσης εκπυρσοκροτήσεως. Έξ ή οκτώ εκ τούτων, καταλιπόντες θερμάς τας
φλοκάτας των, είχον συρρεύσει ήδη εις την σκηνήν, καθ’ ην στιγμήν ο Πευκόρραχος
εξέπεμπε την κραυγήν ταύτην.
-Τι είναι; Τι
τρέχει;
Ουδείς απήντα
εις τας ερωτήσεις ταύτας. Ο μεν αγαθός Πευκόρραχος ουδέ γρυ ενόει εκ των
συμβαινόντων, ο δε Νίκος χωρίς να χάσει καιρόν είχε σχίσει την λευκήν ακόμη
φουστανέλλαν του και προσεπάθει να περιδέσει το τραύμα της Βάσως.
-Φέρετε φως!
έλεγε∙ ανάψετε δαδί, παιδιά!
Οι κλέφται δεν
ήσαν αδιάκριτοι και δεν επέμενον να μάθωσι τα αγνοούμενα. Είς αυτών εξετέλεσε
την επιθυμίαν του Νίκου και ήναψε διά πυρολίθου θρυαλλίδα. Εφωτίσθη τότε το
ωχρόν και ξανθόν πρόσωπον της νεάνιδος, ήτις την στιγμήν εκείνην είχεν
απορρίψει από της κεφαλής την κίδαριν και
εφάνησαν οι βόστρυχοι της κόμης της περί τον λαιμόν. Αλλ’ ο Νίκος δεν έβλεπε το
πρόσωπον, προσείχεν εις την πληγήν του βραχίονος. Ευτυχώς δεν ήτο βαθεία αύτη.
Το πρόσωπον το
έβλεπον οι κλέφται. Τους εφάνη δε ως ακτίς σελήνης κατά την ασέληνον εκείνην
νύκτα, ως σταγών δρόσου εις την τραχείαν εκείνην ερημίαν.
Από του νεαρού
τούτου προσώπου, του πλασθέντος διά να είναι φαιδρόν και όμως φέροντος ήδη ίχνη
δακρύων περί τους οφθαλμούς, η προσοχή των εστράφη προς το άλλο εκείνο
σκυθρωπόν και απαίσιον πρόσωπον, το του Καμπόσου. Κατ’ αρχάς είς των κλεφτών
εύρε πρόχειρον εξήγησιν της απορίας του, ην και ανεκοίνωσε προς ένα των
συντρόφων.
-Ξέρεις, θα
την έκλεψεν αυτός ο Τούρκαλος κι αυτή είναι Ρωμιοπούλα.
Εις την
υπόνοιαν ταύτην, οι κλέφται ήρχισαν να ρίπτωσιν απειλητικά βλέμματα προς τον
ατυχή Καμπόσον και ο Όρνιος, είς των συνδραμόντων κλεφτών, ήτο έτοιμος να τον
κατασπαράξει. Αλλ’ ο Πευκόρραχος έκραξε:
-Ξυπνήσετε τον
καπετάνιο, μη κάνετε λωλαμάρες. Εκείνος θ’ αποφασίσει.
Και ταύτα
ειπών περιέσφιγξε τόσον σφοδρώς τους δύο βραχίονας του Καμπόσου, ώστε ο
δυστυχής επόνεσε και αφήκε γογγυσμόν.
Την γνώμην του
Πευκόρραχου παρεδέχθησαν πάντες άνευ αντιρρήσεως.
ΙΘ. Δι’ ολίγων
έσπευσε να εξηγήσει η Βάσω εις τον έκπληκτον Χρήστον Μηλιόνην τα κατά τον
Καμπόσον. Ο επιτήδειος ούτος άνθρωπος είχε καταγγείλει αυτός εαυτόν. Η τύχη τω
είχε στήσει τοιαύτην παγίδα, οίαν ουδέ ο δεινότατος των θηρευτών κατόρθωσέ ποτε
να παρασκευάσει. Τα περί της ιδίας αυτής τύχης υπεσχέθη η νέα να διηγηθεί την
επαύριον. Προσεκλήθη ο ηλικιωμένος κλέφτης Γκαβόχηνας, ο πιστός σύντροφος του
Πευκόρραχου, όστις δεν ήτο αδέξιος χειρουργός και ανεδέχθη να θεραπεύσει την
πληγήν της. Ο Νίκος δακρύων τους οφθαλμούς, εζήτει συγγνώμην και δεν
παρηγορείτο, διότι αυτός ήτο ο αίτιος του δυστυχήματος. Η κόρη τον ώκτειρε και
δεν έσπευσε να τω είπει ότι αυτή μάλλον έμελλε να επικαλεσθεί την συγγνώμην
του.
Την επαύριον η
Βάσω συνδιελέχθη κατ’ ιδίαν μετά του καπετάνου και διηγήθη προς αυτόν κατά
πλάτος όσα είχε να διηγηθεί. Ο κλέφτης την συνεβούλευσε να μη είπει τι εις τον
Νίκον επί του παρόντος και τη υπεσχέθη να την πέμψει εις ασφαλή τόπον. Προσέτι
ανεδέχθη ο Χρήστος να γίνει εγγυητής και μεσίτης υπέρ αυτής, όπως τύχει της
πατρικής συγγνώμης.
Η νέα ησθάνθη
βάλσαμον παραμυθίας εις την καρδίαν της, απέτεινεν αιδήμον και σοβαρόν μειδίαμα
προς τον Νίκον και την επομένην νύκτα μετέβη εις την πλησιεστέραν έπαυλιν,
συνοδευομένη υπό των δύο χωρικών, ους τη είχε δώσει ως οδηγούς ο ανάδοχός της.
Πριν
αναχωρήσει, η Βάσω ετόλμησε να ζητήσει μίαν μεγάλην χάριν παρά του νονού της.
Μετενόησεν, είπε, διότι παρέδωκεν εις χείρας των, τον ατυχή εκείνον άνθρωπον,
όστις υπήρξε συνοδοιπόρος της και οδηγός της εις την πορείαν. Άνευ αυτού, πώς
θα εύρισκε το λημέρι των κλεφτών; Δεν ήθελε το κακόν του, είχεν σκοπόν την
τελευταίαν στιγμήν, ευθύς ως ανεκάλυπτε το λημέρι, να τω είπει να φύγει. Ότε
αντήχησεν η εκπυρσοκρότησις, ηγνόουν αμφότεροι ότι ευρίσκοντο τόσον εγγύς εις
τα ταμπούρια, ο δ’ αιφνίδιος εκείνος πυροβολισμός, η έκπληξις, ο φόβος και το
βόλι, το οποίον έπληξε τον βραχίονά της, την έκαμαν να παραμιλεί και ενόμισε
την στιγμήν εκείνην ότι είχε χρέος να παραδώσει τον συνοδοιπόρον της.
Τεταραγμένη εισέτι, διηγήθη την ιστορίαν του εις τον νονόν της και εις τον
Νίκον, αλλ’ ευθύς μετ’ ολίγον μετεμελήθη. Ακούσας ταύτα, ο Μηλιόνης ουδέν
βέβαιον τη υπεσχέθη, αλλ’ όμως είπεν ότι θα φροντίσει να του δώσει του Καμπόσου
ό,τι πρέπει. Η απάντησις αύτη δεν καθησύχασε την νεάνιδα.
Η τύχη του
Καμπόσου έμελλε ν’ αγνοείται διά πολύν καιρόν, εάν ο Όρνιος, όστις είχεν
ισχυράν μνήμην, δεν διηγείτο ακολούθως προς ένα των συντρόφων του την περί
τούτου ιστορίαν, ην και ημείς μεταγράφομεν ενταύθα προς πληροφορίαν των
ημετέρων αναγνωστών.
Εις δύο
ανθρώπους έπεσεν ο κλήρος ν’ αναδεχθώσι το βάρος του ανθρώπου εκείνου, εις τον
Σαΐταν και εις τον Όρνιον. Και ούτος μεν ευρίσκετο εις την άγνοιαν περί του τί
έμελλον να τον κάμωσιν, ο δε Σαΐτας, ευτυχέστερος, είχε λάβει άμεσον πρόσταγμα
παρά του καπετάνου ότι όφειλον ν’ απαλλαχθώσι του φορτίου αυτού. Ο Σαΐτας δεν
εφάνη εχέμυθος και ίσως διά να δείξει ότι έχει την εμπιστοσύνην του αρχηγού,
τον επρόδωσε καθ’ οδόν, ενώ επορεύοντο και ούτως ήλθεν εις θέσιν και ο Όρνιος,
ώστε να μη βαδίζει εις το σκότος. Ο καπετάνος είχε διατάξει να τον χαλάσωσιν,
αυτόν τον μακαρίτην. Και δεν ήτο εύκολον το πράμα, ως φαίνεται. Ήτον εφτάψυχος αυτός
οκαλοκόκκαλος. Ο Όρνιος έμελλε να τον δέσει οπισθάγκωνα επί στελέχους ελάτης,
αλλ’ ενώ ο Όρνιος ητοίμαζε το σχοινίον, δεν ηξεύρω πώς, εδοκίμασεν εκείνος να
το στρίψει. Ευτυχώς ο Μηλιόνης είχε προβλέψει, ως φαίνεται, την ενδεχομένην
ταύτην περίπτωσιν και ίσως διά τούτο διόρισε τον Όρνιον μέλος της αποστολής
εκείνης. Ο Όρνιος είχε τας καλυτέρας κνήμας, ως είναι γνωστόν, και το έβαλεν ευθύς εις
τα πόδια. «Άπλωνα τη χέρα μου, κι εχανόταν από μπροστά μου. Ο Σαΐτας είχε
μείνει παραπίσω, εντρέπομουν να τον φωνάξω, για να μη χάσω το νάμι μου.
Έφευγε σαν ίσκιος, ακόμα άλλος δεν μου παραβγήκε. Να μην ήμουν Όρνιος, αν δεν
τον έφτανα. Δυο, τρεις ποδαριές και τον αδράχνω. Σ’ ετσάκωσα, σ’ έχω,
σ’ έφαγα. Τον απιθώνω απάνω σ’ έναν όχτο, τον αρχινώ στες διπλαργιές.
Τον τραβάω πίσω, τον παγλαρώνω στον
έλατο, τον σφίγγω, τον ζαμακώνω,
τον διπλοσταυρώνω∙ όμορφος είσαι, κάτσε δω να σε καμαρώσω». Ενταύθα έληξε το
έργον του Όρνιου, ο Σαΐτας όφειλε να κάμει και αυτός το χρέος του. Ο Σαΐτας
όπλισε με υπερμεγέθη λίθον την σφενδόνην του, έστη εις απόστασιν διακοσίων
βημάτων από του δεσμώτου και ήρχισε να κάμνει γυμνάσια. Την πρώτην φοράν
περιέστρεψε δωδεκάκις την σφενδόνην περί την κόμην του με απίστευτον ταχύτητα.
Αντήχησεν η δόνησις της σφενδόνης, ο <δε> ατυχής κατάδικος έκλεισεν
αυτομάτως τους οφθαλμούς.
Αλλ’ είχεν
άδικον να βιάζηται. Ο Σαΐτας δεν τον εσκόπευσεν, αλλά προσεποιήθη ότι του
έφυγεν ο λίθος και τον έρριψε μακράν, οπίσω της κεφαλής του. Ο Καμπόσος
ανέπνευσεν. Ο Όρνιος έβλεπεν ατενώς. Ο Σαΐτας ενέβαλε δεύτερον λίθον εις την
σφενδόνην και ήρχισε την αυτήν άσκησιν. Η περιστροφή υπήρξε την φοράν ταύτην
ανετοτέρα και βραδυτέρα. Τέλος ο λίθος εξετοξεύθη και πεσών εις το δένδρον, εφ’
ου ήτο δέσμιος ο Καμπόσος, εκτύπησεν άνωθεν της κεφαλής του καταδίκου, δύο ή
τρεις παλάμας υπεράνω αυτής. Ο λίθος κρούσας εκ πλαγίου τον φλοιόν του δένδρου
ανεκόπη και κατέπεσεν εγκαρσίως, έψαυσε τον ώμον και τον βραχίονα του καταδίκου
και κατεκυλίσθη εις τους πόδας του.
Ο Καμπόσος δεν
είχε προφέρει ουδέ λέξιν αλλά την φοράν ταύτην αγανακτήσας, ανέκραξε:
-Μη με
βασανίζετε, βρε παιδιά∙ θα με σκοτώστε, σκοτώστε με.
-Τώρα σου
δείχνω, απήντησεν ο Σαΐτας χωρίς να συγκινηθεί.
Όσον διά τον
Όρνιον, ούτος ήτο, φαίνεται, ευαίσθητος και ήρχισε να τον οικτείρει. Αλλ’ η
περιέργειά του, όπως ίδει το τέλος του αλλοκότου τούτου πειράματος, καθ’ ό ο
Σαΐτας επεθύμει, ως φαίνεται, ν’ αναπτύξει όλην την περί τον χειρισμόν της
σφενδόνης επιτηδειότητά του, ήτο μεγαλυτέρα του οίκτου ον ησθάνθη και δεν ικέτευσεν
υπέρ του καταδίκου. Ο Σαΐτας έσπευσε να βάλει εις πράξιν την απειλήν του. Την
φοράν ταύτην ο δύστηνος κατάδικος έβλεπε τον θάνατον με τους ιδίους του
οφθαλμούς. Είδε τον Σαΐταν κύπτοντα προς την γην, τον είδεν αναζητούντα και
εκλέγοντα τον λίθον, τον είδε θέτοντα τον λίθον εις την σφενδόνην. Είτα ήρχισεν
ούτος να περιστρέφει αυτήν κατά το σύνηθες. Ο Καμπόσος έκλεισε τους οφθαλμούς.
Μετά μίαν στιγμήν ο λίθος εκείνος θα συνέτριβε το κρανίον του. Τετέλεσται, δεν
υπήρχε πλέον έλεος δι’ αυτόν επί της γης ταύτης. Τότε ήρχισε να ψιθυρίζει το Μνήσθητί
μου Κύριε, και μόλις θα είχε καιρόν άπαξ να το απαγγείλει, το βλήμα
εξεσφενδονίσθη γοργόν και ελθόν έπληξε το πρόσωπον του καταδίκου. Αλλ’ ω θαύμα!
Ο φαινόμενος λίθος ήτο βώλος γης και διερράγη εις μικρά τεμάχια. Ο κατάδικος
ησθάνθη τρομερόν πόνον εις τας γνάθους, ετυφλώθη σχεδόν τους οφθαλμούς εκ της
κόνεως, αλλ’ έμεινε σώος και υγιής. Τότε ο Σαΐτας διέταξε τον Όρνιον να υπάγει
να τον λύσει.
Ο κλέφτης
έμεινεν απορών και εκοίταζεν άφωνος τον σύντροφόν του. Ούτος δ’ επανέλαβε την
διαταγήν.
-Αμ’ τότε;
Γιατί κάμαμε τόσον κόπο; είπεν ο Όρνιος.
-Κάμε ’κείνο
που σου λένε, τω απήντησεν ο Σαΐτας αυστηρώς.
Ο ατυχής
Όρνιος έσπευσε να υπακούσει, αν και δεν ενόει πλέον τίποτε. Έλυσε τον Καμπόσον
και προσήγαγεν αυτόν προς τον Σαΐταν, όστις εκάθητο αντικρύ πλήρης σοβαρότητος.
-Να φχαριστάς
τον καπετάνο, μωρέ, τω είπεν ούτος∙ το κέφι το δικό μου ήταν να σε χαλάσωμε, μα
ο καπετάνος είπε να σε φοβερίξωμε μονάχα. Άμε καλιά σου και ξέρε το, μωρέ, πως
να σ’ ευρώ στην πλώρη μου δεν σου το χαρίζω. Τώρα το έκαμα για χατίρι του
καπετάνου μου.
Ο Καμπόσος το
έβαλεν εις τα πόδια και ουδ’ εστράφη οπίσω να ίδει τι έμελλε να συμβεί. Λέγεται
ότι τω έμεινεν έκτοτε πάθησίς τις διά βίου, συνεχής βόμβος εις τα ώτα του. Ήτο
η ιαχή της περιφήμου σφενδόνης.
Κ. Μετ’ ολίγας
ημέρας η κλαγγή των ξιφών, η βροντή των καρυοφυλλίων ηκούσθη όπισθεν των ορέων,
εις απόστασιν πέντε ή έξ ωρών πορείας από της τοποθεσίας Ζυγουριάς, του
στρατοπέδου του Χρήστου Μηλιόνη.
Δύο γυναίκες
εξελθούσαι λίαν πρωί εκ της κώμης των, μετέβανον εις την πηγήν όπως γεμίσωσιν
ύδατος τας στάμνους. Εξαίφνης ετρόμαξαν ακούσασαι ευκρινώς κρότον τουφεκισμών.
Ο άνεμος έπνεε σφοδρώς εκ των ορέων και η ηχώ των πυροβολισμών εφέρετο επί των
πτερύγων του.
Η μία των
γυναικών τόσον κατεπλάγη, ώστε έρριψε την στάμνον της κατά του εδάφους και
εστράφη να επιστρέψει εις το χωρίον της. Η άλλη την εγκαρδίωσεν ειπούσα ότι από
το μπουμπουνητό φαίνεται ο πόλεμος να είναι μακριά και δεν έπρεπε τόσον να
φοβήται.
Και βεβαίως εξ
αρχής τολμηρά πρέπει να ήτο η γυνή αύτη, ήτις είχε πείσει την άλλην, την
σύντροφόν της, να πορευθώσιν πριν ανατείλει ο ήλιος εις την πηγήν. Από τεσσάρων
ή πέντε μηνών φόβος είχε διαδοθεί εις τα πεδινά χωρία, ως εκ της εκστρατείας
των Τούρκων κατά του Χρήστου Μηλιόνη. Η προστάτις πτέρυξ του ανδρείου μαχητού
εξετείνετο εις όλας τας ορεινάς κώμας, όπου και άλλως δεν ήσαν δειλοί οι
άνθρωποι, αλλ’ η σκιά αυτής δεν ηδύνατο να φθάσει και μέχρι των πεδινοτέρων
χωρίων.
Ως εκ του
φόβου τούτου, επήλθεν απραξία εις τας γεωργικάς εργασίας, ώχετο η ευκολία της
συναλλαγής και διά τούτο ο λαός εδυστύχει. Η κατάστασις δε αύτη έμελλε, κατά τα
φαινόμενα, να παραταθεί επί μακρόν χρόνον, διότι ο Μουχτάρ Κλεισούρας δεν είχε
σκοπόν να συγκρουσθεί προς τους κλέφτας. Αλλ’ ο Χρήστος Μηλιόνης, αν και είχε
καλά ταμπούρια εις τας κορυφάς των βουνών, δεν ηγάπα να μένει
κεκλεισμένος εκεί επ’ αόριστον χρόνον. Οσημέραι η ένδεια του λαού καθίστατο
δεινότερα και αυτοί οι κλέφται έμελλον πιθανώς ν’ απορήσωσι των επιτηδείων.
Οι λόγοι ούτοι
έπεισαν τον Χρήστον Μηλιόνην να κάμει έξοδον…
Πρωίαν τινά
του Μαΐου επανήλθον εις το λημέρι του Χρήστου οι δύο μονόματοι, ους είχε
στείλει προ δύο ημερών, ίνα κατασκοπεύσωσιν. Ήσαν δε ούτοι ο Πετρίτης και ο
Ξυπνητήρας.
-Και τι
αγροικήσατε; τους ηρώτησεν ο αρχηγός.
-Τίποτα,
καπετάνο, όλο και ζαγάρια, απήντησεν ο Πετρίτης. Κανένας τους δεν είναι
χαΐρικος.
-Τους ζύγωσες
καλά;
-Όλη μέρα τους
βίγλιζα. Κανένα χαλαλή απ’
αυτούς δεν είδα. Όλοι ζουλάπια.
-Και συ,
Ξυπνητήρα;
-Τα ίδια,
καπετάνο μου. Δεν είναι για ντουφέκι αυτούνοι.
-Άκουσες το
βρόντο τους;
-Τον άκουσα∙
ψοφίμικος κι αυτός. Κούφια έβαζε το ντουφέκι. Την μπαρούτη με το φτερό.
-Και τα
κατατόπια τους, Πετρίτη;
-Τρεις
αδρασκελιές.
Τας εκθέσεις
ταύτας των κατασκόπων του δεν περιέμενε βεβαίως ο Χρήστος όπως αποφασίσει. Η
απόφασις της εξόδου από πολλού είχε γίνει παρ’ αυτού. Αλλ’ όμως και τα τόσον
αίσια πορίσματα των παρατηρήσεων των δύο τούτων κλεφτών δεν τον δυσηρέστησαν.
Αφ’ εσπέρας
έδωκε διαταγήν να είναι έτοιμοι προς οδοιπορίαν οι άνδρες του άμα τη ανατολή
της εξαστέρου Πούλιας.
ΚΑ. Ότε οι κλέφται
είχον φθάσει εις τα σύνορα των Τούρκων, εις τόπον καλούμενον Λαγκόβα, μόλις
είχεν ανατείλει ο εωθινός αστήρ. Η δρόσος της πρωίας απέσταζεν από των φύλλων
και ο αρχηγός έπεμψε προς τους Τούρκους πολέμου κήρυκα. Και ο κήρυξ απελθών
προς τους Τούρκους είπε: -Με στέλνει ο Μηλιόνης, θα πολεμήσωμεν. Και ο αρχηγός
των Τούρκων, ο Μουχτάρ Κλεισούρας, απήντησε: -Δέχομαι τον πόλεμον. Την λέξιν
ταύτην δεν εξέφερεν ακεραίαν, η ημίσεια έμεινεν εις τον λάρυγγα. Ακούσας τούτο
ο Πάνος Μαυρομάτης ωχρίασε. Και ο Μουχτάρ Κλεισούρας ηρώτησεν αυτόν τι εφρόνει.
Και εκείνος
δεν είχε την δύναμιν ν’ απαντήσει.
Και ο γέρων
Τοπτσής (ούτως ωνομάζετο ο κήρυξ) επέστρεψε προς τον Χρήστον Μηλιόνην, αναπολών
την παλαιάν νεότητά του και ζηλεύων τους νεοτέρους. Διότι πάλαι ποτέ ο Τοπτσής
ήτο πρωτοπαλίκαρον του Γυφτάκη και του Καλέμη, δύο περιβοήτων κλεφτών. Αλλ’ ήδη
είχε γεράσει και εξετέλει έργα κήρυκος. Την πρωίαν εκέινην ο γέρων Τοπτσής
ενθυμηθείς τους παλαιούς χρόνους εστέναξε. Και επανελθών προς τον Χρήστον Μηλιόνην
ανήγγειλεν ότι δέχονται την μάχην οι Τούρκοι.
Η πρώτη ακτίς
του ηλίου δεν επρόβαλεν ακόμη, και ροδίνη εφαίνετο η πρόδρομος του φαεινού
αστέρος ανταύγεια επί του στερεώματος. Ο Χρήστος Μηλιόνης διέταξε τους άνδρας
του να εφορμήσωσι κατά των εχθρών. Απερίγραπτος υπήρξεν η πρώτη ορμή των
επιτιθεμένων. Αι πρώται του ηλίου ακτίνες εφώτισαν τας πρώτας των ξιφών
ανελκύσεις και τα εωθινά των αηδόνων άσματα εσίγησαν βωβαθέντα υπό των πρώτων
του καρυοφυλλίου βροντών. Οι ρύακες του αίματος έρρευσαν παρά τας πηγάς των
υδάτων και αι οιμωγαί των πιπτόντων ανεμείχθησαν μετά των πνοών του ανέμου.
Η πάλη μετ’
ανεκφράστου ορμής αρχίσασα, αμετάπτωτος ετηρήθη επί δύο ώρας. Οι άνδρες εκείνοι
ήσαν ακάματοι. Ο Χρήστος Μηλιόνης ηγείτο της εφόδου και επολέμει, ως συνήθιζε,
με διπλούν καρυοφύλλι, είς δε των πιστοτέρων ακολούθων του όπισθέν του
ιστάμενος εγέμιζε τον έν και παρελάμβανε το άλλο, εκείνος δε το εκένου και το
επέστρεφεν. Ο Σαΐτας ελύσσα, εφρύαττεν, έτριζε τους οδόντας και επυροβόλει. Ο
Πετρίτης εσκόπευε μετ’ απιστεύτου δεξιότητος και δεν έσπευδεν, αλλ’ εκοίταζεν
να ίδει αν επέτυχεν η βολή του. Ο Πευκόρραχος είχε φυτευθεί κατά την συνήθειάν
του όπισθεν βράχου και επυροβόλει αδιακόπως. Και αυτός ο Τοπτσής απέδειξεν ότι
δεν είχε γηράσει παρά πολύ. –Οι μονόματοι κλίνοντες το έν γόνυ προς
την γην, εσκόπευον, έβαλλον, εφόνευον. Η θέσις, ην κατείχον οι επί του λόφου
Τούρκοι, προχείρως οχυρωμένη, δεν ήτο αρκούντως ισχυρά. Μετ’ ολίγον ο Μουχτάρ
Κλεισούρας διέταξε την υποχώρησιν. Οι Τούρκοι δεν ήσαν πολλώ πλείονες των
κλεφτών, αλλ’ υπερείχον κατά την θέσιν. Πολλοί αυτών, μεθ’ όλην την αγέρωχον
διαβεβαίωσιν των δύο κατασκόπων του Μηλιόνη, έδειξαν μεγάλην ανδρείαν. Αλλ’
εκείνο, καθ’ ο ασυγκρίτως υπερείχον οι κλέφται, ήτο η περί το σκοπεύειν
δεξιότης. Σπανίως τις των μονομάτων ηστόχει του σκοπού. Οι Τούρκοι έρριπτον
ίσως διπλασίας βολάς ή όσας έρριπτον οι πολέμιοι, αλλά τα βόλιά των δεν
εύρισκον την κάκοψη σάρκα
του κλέφτη, κατά την φράσιν του Βαλαωρίτου. Ολίγον έτι και η θέσις των Τούρκων
έμελλε να κυριευθεί εξ εφόδου υπό των κλεφτών. Αλλά τότε απροσδοκήτως επήλθεν
υποτροπή τις θάρρους εις τας τάξεις των αμυνομένων, εις την μίαν τουλάχιστον
πτέρυγα αυτών, ης ηγείτο ο γνωστός ημίν Γιουσούφ Ιβραήμ. Ο Αλβανός ούτος
κατόρθωσε ν’ αναρριπίσει το θάρρος των περί αυτόν και ούτοι γενναίως αντέσχον,
ου μικράν ζημίαν προξενήσαντες εις τους κλέφτας. Δυσχερής και βραδεία, ως
φαίνεται, ήτο πάντοτε η έκβασις του κλεφτοπολέμου. Ενόσω διήρκεσε της
αντιστάσεως ταύτης το σθένος, πολλοί των Ελλήνων μαχητών έπεσον. Αλλά τότε ο
Χρήστος Μηλιόνης εφρύαξε και διέταξε κρατεράν έφοδον. Οι κλέφται εφόρμησαν εκ
των προμαχώνων των, πανταχόθεν δε ορμήσαντες περιεκύκλωσαν τους Τούρκους. Τότε
ετράπησαν ούτοι εις φυγήν. Ο Χρήστος διέταξε να τους καταδιώξωσι∙ το τουρκικόν
στράτευμα εσκορπίσθη εις τους τέσσαρας ανέμους…
Ότε
ανεπαύθησαν μικρόν οι καταπεπονημένοι άνδρες, ο Μηλιόνης διέταξε να μετρηθώσι.
Δεκαεννέα έλειπον. Τραυματίαι ήσαν άλλοι τόσοι περίπου. Εκ των εγκρίτων κλεφτών
έπεσον ο Σαΐτας, ο Ξυπνητήρας, ο Πετρίτης και ο Γκαβόχηνας. Ο δε γηραιός
Τοπτσής έκειτο δεινώς τετραυματισμένος.
Τας απωλείας
του εχθρού υπελόγιζεν ο Μηλιόνης εις το ήμισυ σχεδόν του κατά προσέγγισιν
αριθμού των, ήτοι εις εξήκοντα. Τούρκοι νεκροί ευρέθησαν εις τα πέριξ κείμενοι
περί τους πεντήκοντα και τούτων οι πλείστοι έκειντο επίστομα, ως να ήθελον ν’
απευθύνωσι προς τον Αλλάχ το τελευταίον ναμάζι.
Ευτυχώς οι νεκροί εκ των κλεφτών ευρέθησαν όλοι ακέραιοι και ουδενός την
κεφαλήν είχον προφθάσει ν’ αποκόψωσιν οι Τούρκοι. Εάν τοιούτο τι συνέβαινεν, ο
Μηλιόνης ήτο έτοιμος να διατάξει δευτέραν καταδίωξιν, όπως αποσπάσει τας
κεφαλάς των συντρόφων του από των χειρών του εχθρού, σώζων αυτάς από της
ύβρεως. Ακολούθως οι κλέφται εκήδευσαν τους νεκρούς των μετά πάσης τιμής και
δώδεκα τελευταίοι πυροβολισμοί αντήχησαν εις τα όρη προς τιμήν των πεσόντων.
ΚΒ. Ο Χρήστος
Μηλιόνης εξέφερε φοβεράν κραυγήν μανίας και αγανακτήσεως.
-Ο Θεός κι η
γη δεν το βαστά, ανέκραξεν∙ εμένα, εμένα τον αδελφοποιτό σου;…
Ο Τούρκος
έμεινεν άφωνος και δεν ήξερε πώς να δικαιολογηθεί.
Ο Χρήστος δεν
κατεδέχθη να τον επιπλήξει περισσότερον, αλλά τω είπεν:
-Εμπρός, τα
ντουφέκια.
-Είμαι
έτοιμος, απήντησεν ο άλλος.
Ήτο ο Τούρκος
Σουλεϊμάνης, ον είχομεν λάβει αφορμήν να επαινέσωμεν εις τας σελίδας της
διηγήσεως ταύτης. Αλλά τα όρια της αρετής και της κακίας είναι τοσούτον
δυσδιάκριτα εν τη ανθρωπίνη φύσει, ώστε οι νεότεροι εκ των φιλοσοφούντων είχον
δίκαιον ν’ ανακηρύξωσιν ως όλως ανωφελή και αυτήν την ψυχολογίαν κατόπιν της
μεταφυσικής. Ο Σουλεϊμάνης ήτο από παλαιού χρόνου πιστός φίλος του Χρήστου
Μηλιόνη. Ηδύνατο ούτος να τω εμπιστευθεί τα πάντα και αυτήν την τιμήν του,
τόσην εμπιστοσύνην είχεν εις τον Τούρκον εκείνον. Ο Χρήστος είχε πείσει
αγράμματόν τινα ιερέα να τους περάσει διά της αγίας ζώνης, ήτοι ν’ αναγνώσει
επ’ αυτών τας ευχάς της αδελφοποιΐας. Έλεγόν τινες ότι ο αγαθός ιερεύς ποτέ δεν
ηδύνατο να πεισθεί, αν δεν τον ηπείλει ο Χρήστος Μηλιόνης. Είναι αληθές ότι
τοιούτον παράδειγμα αδελφοποιΐας μετ’ αλλοθρήσκου ήτο ανήκουστον ίσως εις τα
χρονικά. Ξενίαι και φιλίας δεσμοί ήσαν συχνότατοι μεταξύ Ελλήνων και
Τουρκαλβανών. Αλλ’ η μετ’ αυτών αδελφοποιΐα ενομίζετο ανόσιον. Οι δογματικοί
της ανατολικής Εκκλησίας απεκήρυττον και κατεδίκαζον το έθιμον τούτο καθόλου,
και μεταξύ χριστιανών. Η θέσις, έλεγον ευστόχως οι ούτω συλλογιζόμενοι, η
θέσις μιμείται την φύσιν. Η δε φύσις δεν παράγει αδελφούς, αλλ’ υιούς. Οι
γονείς σας δύνανται να σας προσποιήσωσιν αδελφούς διά γεννήσεως ή δι’
υιοθεσίας. Σεις αυτοί όμως αδελφούς δεν δύνασθε να πλάσητε.
Εν τούτοις ο
Χρήστος Μηλιόνης δεν είχε λάβει αφορμήν να μεταμεληθεί διά την μετά του
Σουλεϊμάνη αδελφοποιΐαν. Ο Τούρκος ούτος ήτο πιστός και ένθερμος φίλος. Αλλά
φευ! Δεν ήτο και χρημάτων κρείττων, ως απεδείχθη ύστερον.
Επί μακρόν
χρόνον ο Μουχτάρ Κλεισούρας έμελλε να περιφέρηται προς φανταστικήν
καταδίωξιν του Χρήστου Μηλιόνη. Είχεν αναβεί δις ήδη όλους τους λόφους της
Ακαρνανίας, είχε διαβεί δις όλας τας κοιλάδας αυτής. Και μόνον εις την θέσιν
Ζυγουριάν δεν είχέ ποτε πλησιάσει. Η μονοτονία αύτη της καταδιώξεως επ’ ολίγον
μόνον διεκόπη, διά της απροόπτου επιθέσεως αυτού του Μηλιόνη, ην διηγήθημεν εν
τοις έμπροσθεν. Αλλ’ οι Τούρκοι βαρέως φέροντες όσην έπαθον φθοράν, ήσαν
απαρηγόρητοι και εγόγγυζον κατά των αιωνίων αναβολών του Κλεισούρα. Τότε οι
συνετότεροι των αγάδων της Ακαρνανίας, οίτινες ήσαν, ως πάντοτε συμβαίνει, οι
πλουσιότεροι, έστησαν συμβούλια… έλυσαν τα βαλάντια. Ευρέθη δε και άνθρωπος
επιτήδειος εις τας διαπραγματεύσεις, όστις έπεισε τον Σουλεϊμάνην, αυτόν τον πιστόν
φίλον του Χρήστου Μηλιόνη, ν’ απέλθει προς τον κλέφτην ως απεσταλμένος,
απόρρητον έχων εντολήν να τον δολοφονήσει.
Ο απονήρευτος
κλέφτης υπεδέχθη τον Τούρκον με ανοικτάς αγκάλας. Ήνοιξε προς αυτόν την καρδίαν
του, εξέτεινεν υπέρ την κεφαλήν αυτού την σκηνήν του, παρέθηκεν αυτώ την λιτήν
τράπεζάν του, διέταξε τον Τσιντζούραν, τον αοιδόν, να τραγωδήσει όλα τα άσματα
όσα ήξευρε, πλην των ηρωικών. Η πλόσκα ετελείωσε
δώδεκα κύκλους περί τους συνδαιτυμόνας, από χειρός εις χείρα μεταβαίνουσα, ο
ξενιζόμενος ηυθύμησεν, εφαιδρύνθη, κατενύγη,
εσκυθρώπασε.
-Τι έχεις,
Σουλεϊμάνη; τον ερωτά ο Χρήστος∙ τι έπαθες, βλάμη;
-Τίποτε, βλάμη
μου, απήντησεν ο Αλβανός, κάτι θυμήθηκα.
-Πιε, να το
ξεχάσεις, είπεν ο Χρήστος.
Ο Σουλεϊμάνης
υπήκουσεν, αλλ’ η ομίχλη της κατηφείας δεν παρήλθεν από της μορφής του.
Ο Χρήστος δεν
τον ηρώτησε το δεύτερον, αλλ’ είς των δαιτυμόνων, ο γέρων Τοπτσής, όστις προ
ολίγου εθεραπεύθη εκ των τραυμάτων του (είχον παρέλθει δύο σχεδόν μήνες από της
εν Λαγκόβη συμπλοκής) είχε συλλάβει υπονοίας και κατώπτευσε τον Τούρκον διά του
ετέρου των οφθαλμών.
-Κάτι ήθελα να
του πω τώρα, εψιθύριζε καθ’ εαυτόν, αλλά θα με πεί κουτόν.
-Τι
μουρμουρίζεις, γερο-Τοπτσή; είπεν ο Χρήστος.
-Τίποτα,
καπετάνο, απήντησεν ο γέρων.
Και συσταλείς
εις μίαν κόγχην ο γέρων Τοπτσής, απεφάσισε να μη σκέπτηται πλέον τίποτε. Εις
την απόφασιν ταύτην θαυμασίως συνέτεινεν η πλόσκα, ήτις ευρίσκετο εις το
δέκατον και τρίτον γύρον της.
Μόνοι εκ των
συνδαιτυμόνων δεν έπινον ο Χρήστος Μηλιόνης καί τινες άλλοι των κλεφτών
τηρούντες την περί νηφαλιότητος σεπτήν εις τας τάξεις των ρήτραν. Η αρχαία των
κλεφτών πείρα εδίδασκεν αυτούς ότι, οσάκις κλέφτης έπαθέ τι κακόν, έπαθε τούτο
κατόπιν αμέτρου οινοποσίας ή ένεκα άλλης αμαρτίας. Εν τούτοις και αυτός ο Σουλεϊμάνης,
όσον και αν ηλευθερίαζε περί την τήρησιν των εντολών του Κορανίου, δεν ήτο όμως
άλλοτε ακρατής οινοπότης, όσον ο Χρήστος Μηλιόνης ήξευρεν. Αλλά φαίνεται ότι
σήμερον κάτι ενθυμείτο, είπε.
Κάτι ενθυμείτο
τω όντι. Ενθυμείτο το πλήρες χρυσίου βαλάντιον δι’ ου είχε διαφθαρεί παρά των
ομοθρήσκων του, υποσχεθείς να φονεύσει τον φίλον του Χρήστον Μηλιόνην.
Μικρόν ακόμη
και ο Σουλεϊμάνης τοσούτον είχε σκοτισθεί υπό του οίνου, ώστε ήρχισε να κλαίει
με αληθή δάκρυα.
-Τι έχεις,
βλάμη; τω λέγει πάλιν ο Χρήστος.
-Σήκω, πάμε να
σου πω, απήντησεν ο Αλβανός.
Και
επορεύθησαν κατά μόνας αμφότεροι. Εκεί ο Χρήστος Μηλιόνης έμελλε ν’ ακούσει την
αλλόκοτον εκείνην εξομολόγησιν, ην ουδ’ είχε φαντασθεί ποτέ εις την ζωήν του. Ο
Σουλεϊμάνης τω ομολόγησεν ότι ήτο βαλμένος να τον σκοτώσει.
Τότε ο Χρήστος
Μηλιόνης εξέπεμψε την μανιώδη εκείνην κραυγήν:
-Ο Θεός και η
γη δεν το βαστά! Εμένα, τον αδελφοποιτό σου!
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)